
Ἀρίστειδες Φερνάντες (Arístides Fernández)
(Ἀφιέρωμα: Κουβανικὸ διήγημα, 3/4)
Ἐπιλογή, μετάφραση: Ἕλενα Σταγκουράκη
Παράξενα πράγματα!
(Las cosas raras)
ΠΑΡΑΞΕΝΑ πράγματα! Θυμᾶμαι πῶς πέθανε ὁ Σάμιουελ Γκράντ· αὐτὸ καὶ ἂν ἦταν ἀξιοπερίεργο κι ἀκατανόητο.
Ὁ Σάμιουελ ἦταν Ἄγγλος κι ἔπινε σὰν καταβόθρα. Κυκλοφοροῦσε πάντοτε στουπί.
Γιὰ κακή του τύχη, ἐκείνη τὴ νύχτα συναντηθήκαμε σὲ ἕνα
μπὰρ· ἐκείνη ἡ νύχτα ἦταν καὶ ἡ τελευταία γιὰ τὸν Σάμιουελ Γκράντ.
Ὄρθιοι, μπροστὰ στὸν πάγκο, πίναμε τὸ ἕνα ποτὸ μετὰ τὸ
ἄλλο, δίχως αἴσθηση τοῦ χρόνου. Στὶς τρεῖς, ὥρα ποὺ ἔκλεινε τὸ
μπάρ, μᾶς πέταξαν στὸ δρόμο. Καὶ οἱ δυό μας τύφλα στὸ μεθύσι,
εὔθυμοι καὶ γελαστοί.
Πιασμένοι ἀγκαζέ, προσπερνούσαμε τὰ νωχελικὰ
κατώφλια. Ἡ νύχτα εἶχε δροσερέψει καὶ στοὺς δρόμους δὲν
κυκλοφοροῦσε ψυχή, παρ' ἐκτὸς κάποια νυσταλέα περιπολία.
Τὸ φεγγάρι, στὸ χρῶμα τοῦ τυριοῦ, ἀκολουθοῦσε τὶς
κινήσεις μας μὲ κάτι τὸ τραγικὸ στὶς ἀχτῖδες του, σβησμένες ἀπὸ
τὴν ὁμίχλη ποὺ κάλυπτε τὴν πόλη.
Οἱ ἠλεκτρικὲς λάμπες χόρευαν μπροστὰ στὰ μάτια μου.
Περπατήσαμε γιὰ ὥρα, διατρέχοντας στενὰ ποὺ περιπλέκονταν,
ὥσπου χαθήκαμε, τόσο πιωμένοι, ποὺ δὲν παίρναμε χαμπάρι
τίποτε.
Ἡ αὐγὴ εἶχε πάρει νὰ βάφει τὸν οὐρανό, ὅταν βρεθήκαμε σὲ
μιὰ πλατεῖα —ἢ ἔτσι, τοὐλάχιστον, μοῦ φάνηκε—, κάτι σὰν μιὰ
τεράστια αὐλή, τὴν ὁποία διέσχιζαν σιδηροδρομικὲς γραμμές.
Μέσα στὴ θολούρα μου σκέφτηκα ὅτι ἴσως νὰ βρισκόμασταν
κοντὰ στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμό, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ διαολεμένη
νύχτα δὲν ἤμουν σὲ θέση νὰ σκεφτῶ καὶ πολύ.
Ἀπὸ μακριὰ ἀκούστηκε τὸ σφύριγμα μιᾶς ἀτμάμαξας καὶ ὁ
τόπος φωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἀντανάκλαση τῆς ἁμαξοστοιχίας. Τὸ
φωτεινὸ σημεῖο κινοῦνταν ὁλοένα πρὸς τὸ μέρος μας καὶ τὸ
ἠλεκτρικὸ μάτι μᾶς πλησίαζε. Ὁ βρυχηθμὸς καὶ ἡ ἀνάσα τοῦ
τρομεροῦ θεριοῦ γέμιζαν τὸν ἀέρα.
Μέσα στὸ χαρακτηριστικὸ ἡμίφως ποὺ προηγεῖται τοῦ
ξημερώματος, εἶδα τὸν Σάμιουελ νὰ προπορεύεται, γύρω στὰ
δεκαπέντε βήματα ἀπὸ τὸν διστακτικὸ ἑαυτό μου. Ἐκείνη τὴ
στιγμὴ κάθησα στὸ ἔδαφος γιὰ νὰ δέσω τὸ κορδόνι τοῦ ἀριστεροῦ
παπουτσιοῦ μου, τὸ ὁποῖο —ἔτσι ἄχαρα ποὺ προχωροῦσα— πατοῦσα ἀπὸ
ὥρα. Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, δὲ θυμᾶμαι μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἂν
ἦταν τὸ ἀριστερὸ ἢ τὸ δεξὶ παπούτσι, οὕτως ἢ ἄλλως, ὅμως,
οὐδεμία σημασία ἔχει ἐν προκειμένῳ. Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι
ὅτι, δεδομένης τῆς κατάστασής μου, ἦταν δουλειὰ δύσκολη.
Ἡ ἀτμάμαξα πλησίαζε ἀργὰ καὶ ὁ Σάμιουελ προχωροῦσε πρὸς
τὴν ἴδια κατεύθυνση, ἔχοντας γυρισμένη τὴν πλάτη του στὸ
σιδερένιο θηρίο. Τὸ ἔδαφος, ἕνα πολύπλοκο δίκτυο ἀπὸ γραμμές,
ἕνα πλέγμα ἀπὸ ταινίες σιδήρου.
Ὁ Σάμιουελ Γκρὰντ προχωροῦσε κατὰ μῆκος τῆς γραμμῆς ποὺ
ἔτρεχε παράλληλα μὲ ἐκείνην, ὅπου κυλοῦσε ἡ ἁμαξοστοιχία. Γιὰ
τοῦτο εἶμαι βέβαιος. Πάνω ἀκριβῶς στὴ στιγμὴ ποὺ μάζευα τὰ
κορδόνια τοῦ παπουτσιοῦ, εἶδα τὸ Σάμιουελ νὰ γυρίζει τὸ κεφάλι
γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἡ ἁμαξοστοιχία θὰ περνοῦσε μὲν ἀπὸ πολὺ
κοντά, ὡστόσο δίχως κίνδυνο γιὰ τὸ ἄτομό του. Ὁρκίζομαι σὲ ὅ,τι
ἔχω ἱερὸ ὅτι εἶδα καὶ ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια μου, παρὰ τὸ μεθύσι
μου, ὅτι ἡ γραμμὴ στὴν ὁποία περπατοῦσε ὁ φίλος μου ἦταν ἐλεύθερη
καὶ δὲν ἔκρυβε κανέναν κίνδυνο. Γιὰ τοῦτο εἶμαι βέβαιος!
Ὅ,τι ἀκολούθησε μετά, δὲν εἶναι, παρὰ ἔργο τοῦ διαβόλου.
Τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ τραῖνο θὰ περνοῦσε στὸ πλάϊ τοῦ Σάμιουελ,
κατέβασα τὸ κεφάλι, προκειμένου νὰ δέσω τὸν κόμπο στὰ
κορδόνια. Δὲν εἶχα προφτάσει νὰ κατεβάσω τὸ κεφάλι, ὅταν
ἀκούστηκε ἡ διαπεραστικὴ κραυγὴ τοῦ κυρίου Γκράντ.
Ἀντιλήφθηκα ἕνα σῶμα νὰ ρίχνεται στὸ ἔδαφος καὶ ὕστερα νὰ
συνθλίβεται ἀπὸ τοὺς σιδερένιους τροχούς. Ἀντιλήφθηκα τὰ
φρένα νὰ στριγκλίζουν πάνω στὶς ζάντες καὶ τὸ μηχανοδηγὸ νὰ
βρίζει. Ἀντιλήφθηκα, τέλος, τὴν ἀνάσα τοῦ θηρίου,
σταματημένου πρόωρα στὶς γραμμές. Ὁ ἀέρας δονήθηκε μὲ
κραυγὲς καὶ κατάρες. Ἄντρες ἔτρεξαν στὸ μέρος κι ἔμοιαζαν μὲ
φαντάσματα, ἔτσι ὅπως τὰ φανάρια τους κρέμονταν καὶ
ταλαντεύονταν στὰ χέρια τους.
Ὁ Σάμιουελ Γκρὰντ ἦταν ἕνα κουρέλι, ὂν διαμελισμένο,
ἄμορφη μᾶζα, ἀνάμεσα σὲ τροχοὺς βαμμένους μὲ αἷμα καὶ λευκὰ
ὑπολείμματα.
Ὁ μηχανοδηγὸς ὁρκιζόταν πὼς ὁ ἄντρας προχωροῦσε σὲ
ἄλλη γραμμή. Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸ ὁρκιζόμουν καὶ μὲ εἶπαν
μεθύστακα. Καὶ σήμερα, ἀκόμη, ἐξακολουθῶ νὰ τὸ ὁρκίζομαι πὼς
ὅλο αὐτὸ δὲν ἦταν, παρὰ ἔργο τοῦ διαβόλου, ποὺ θέλησε νὰ
συναντήσω ἐκείνη τὴ μέρα, γιὰ κακή του τύχη, τὸ Σάμιουελ Γκράντ.

Πηγή: Πηγή: Jorge Fornet, Prólogo, en: Jorge Fornet y Carlos Espinosa Domínguez, Cuento cubano del siglo XX, Tierra Firme, 2002, pp. 65-66.
Ἀρίστειδες Φερνάντες (Arístides Fernández)
(Ἀβάνα, Κούβα 1904-Ἀβάνα, 1934): διηγηματογράφος καὶ
ζωγράφος. Τὰ λιγοστὰ διηγήματά του, φαντασιακοῦ χαρακτῆρα
καὶ δύσκολα στὴν κατάταξη, τὰ ὁποῖα δὲν πρόλαβε νὰ δεῖ
δημοσιευμένα καί, ἀντὶ τίτλου, τὰ ἀπαριθμοῦσε ἀπὸ τὸ 1 ὣς τὸ
17, τοῦ χάρισαν μιὰ ἰδιαίτερη θέση στὰ κουβανικὰ γράμματα.
Ἀργότερα, ἡ κριτική τα τιτλοδότησε καί, ἐδῶ, τὰ «Παράξενα
πράγματα» ἀντιστοιχοῦν στὸ διήγημα νούμερο 14. Τὸ ἄλλο
μεγάλο πάθος του, αὐτὸ γιὰ τὴ ζωγραφική, ἦταν καὶ αἰτία τοῦ
θανάτου του, καθὼς πέθανε ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις ἑτοιμάζοντας ὁ
ἴδιος τὰ χρώματα ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσε.
Ἕλενα Σταγκουράκη
(Χανιά, 1984): μεταφράστρια λογοτεχνίας ἀπὸ τὰ ἱσπανικά, τὰ
γερμανικὰ καὶ τὰ ἀγγλικὰ (ΤΞΓΜΔ Κέρκυρας, 2006 – Χαϊδελβέργη
Γερμανίας, 2009), λατινοαμερικανίστρια (διδάκτωρ στὶς
μεταποικιοκρατικὲς καὶ πολιτισμικὲς σπουδὲς τῆς Λατινικης
Ἀμερικῆς, Μάϊντς Γερμανίας, 2020) καὶ πολιτιστικὴ
ἀρθρογράφος, μὲ πλῆθος συνεργασιῶν στὸν ἔντυπο καὶ
διαδικτυακὸ Τύπο. Ποίησή της ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
ΣΜΙΛΗ (2023) καὶ μεταφραστεῖ στὰ ρουμανικὰ (2022). Ζεῖ κι
ἐργάζεται στὸ Βερολῖνο.
Εἰκόνα: Ὁ Ἀρίστειδες Φερνάντες. Ἔργο (1933) τοῦ Κουβανοῦ ζωγράφου Jorge Arche (1905-1957).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου