( Ομιλία μου στη συνεδρίαση τυ Συμβουλίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Μάλτα / Original text in English follows )

Σύντροφοι,
Συγκεντρωνόμαστε σήμερα εδώ σε μια καθοριστική στιγμή για την ανθρωπότητα. Μια στιγμή όπου ο κόσμος μοιάζει όλο και πιο ασταθής, άνισος και αβέβαιος. Μια στιγμή όπου εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη αναρωτιούνται αν η δικαιοσύνη, η ισότητα και η ειρήνη είναι ακόμη εφικτές — ή αν είναι απλώς όνειρα μιας άλλης εποχής.
Και ακριβώς γι’ αυτό εμείς — οι σοσιαλιστές αυτού του κόσμου — οφείλουμε να μιλήσουμε με καθαρότητα, ειλικρίνεια και ηθικό θάρρος.
Γιατί πρέπει να ξεκινήσουμε αναγνωρίζοντας τη δική μας ευθύνη.
Για δεκαετίες, όταν η οικονομική ανάπτυξη έμοιαζε σταθερή και η δημοκρατία ασφαλής, πέσαμε σε μια παγίδα. Την παγίδα να πιστέψουμε ότι η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία — το περίφημο “TINA”, There Is No Alternative — είχε καθορίσει οριστικά τα όρια του πολιτικά δυνατού.
Αποδεχτήκαμε συμβιβασμούς που σταδιακά άδειασαν το όραμά μας. Μετριάσαμε τη γλώσσα μας, απαλύναμε την κριτική μας και επιτρέψαμε στη “λογική της αγοράς” να κυριαρχήσει στην ηθική και πολιτική ατζέντα των κοινωνιών μας.
Και όσο εμείς διστάζαμε, ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός προέλαυνε. Συγκέντρωσε τον πλούτο στα χέρια των λίγων. Δημιούργησε μια παγκόσμια οικονομία όπου το κέρδος μπήκε πάνω από την αξιοπρέπεια. Μόλυνε το περιβάλλον μας, ιδιωτικοποίησε τα κοινά αγαθά, υπονόμευσε τον κόσμο της εργασίας και εγκατέλειψε ολόκληρες κοινότητες.






ΟΥΣΕ
ΜΟΝΑΧΗ ΤΗΣ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν ἄκρη τοῦ δάσους. Ἡ ἡλικία της
ἀκαθόριστη. Ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι ἔλεγαν ὅτι πάντα ἔτσι
τὴν θυμόντουσαν: μιὰ σταλιὰ ὕπαρξη, ντυμένη στὰ μαῦρα, πάντα μὲ
ἕνα μεγάλο μαῦρο τριγωνικὸ μαντῆλι στὸ κεφάλι, ποὺ τὸ ἔλεγε
τσίπα, καὶ στὸ ἀριστερό της χέρι τὸ μπαστοῦνι της, κρεμασμένο
ἀπὸ τὸν καρπό, ποὺ τὸ κρατοῦσε πιὸ πολὺ γιὰ προστασία παρὰ γιὰ
βοήθημα στὸ περπάτημα. Προστασία ἀπὸ τὰ σκυλιά, βέβαια, καὶ ὄχι
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν καὶ ἀνησυχοῦσαν ὅταν
ἀργοῦσε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ σακίδιό της κι αὐτὸ
μαῦρο, πάνινο, κρεμότανε πότε στὸν ζερβὸ καὶ πότε στὸν δεξό
της ὦμο καὶ περιεῖχε τὰ λίγα τρόφιμα ποὺ τῆς ἔδιναν· δεχόταν
μόνο ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη, γιὰ νὰ μὴν αὐξάνεται τὸ
βὰρος ποὺ κουβαλοῦσε. Τὸ μαντῆλι της ἦταν δεμένο μὲ τέτοιον
τρόπο, ποὺ τὸ κεφαλάκι της φαινόταν σκοτεινὸ σχεδὸν ἀνὺπαρκτο
καὶ μόνο τὰ μικροσκοπικά της μάτια στριφογύριζαν
ἀσταμάτητα στὸν ρυθμὸ τοῦ δεξιοῦ πάντα τανυσμένου χεριοῦ της·
εἶχε κι αὐτὸ ἕνα παράξενο περιστροφικὸ τρέμουλο, ὅπως καὶ τὸ
κεφάλι της, ποὺ σίγουρα προερχόταν εἴτε ἀπὸ κάποια πάθηση,
εἴτε ἀπὸ γηρατειά. Κανένας δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὸ χέρι της σὲ
κατάσταση ἠρεμίας. Δὲν εἶχε δόντια, τὰ σουρωμένα χείλη της
ἦταν τραβηγμένα πρὸς τὰ μέσα κι ἔκαναν τὸ μικρό της πηγούνι νὰ
φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκολευόταν στὶς λέξεις ποὺ εἶχαν
σῖγμα, αὐτὸ ὅμως δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν μιὰ καὶ τὸ νόημα τῶν
λόγων της ἔβγαινε ἀμέσως χωρὶς καμιὰ προσπάθεια.

ΥΡΙΑΚΗ,
σχεδὸν πρωΐ. Βρέχει ὅπως ἔβρεχε καὶ χθές. Κάθομαι στὸν καναπέ,
τρίβω τὴν κοιλιά μου. Ἡ Ρόζα κοιμᾶται στὸ μέσα δωμάτιο – ἀκούω
τὴν ἀνάσα της, ἤρεμη, σταθερή. Ἔχω πολλὰ νὰ σκεφτῶ. Τὸ μεσημέρι
μὲ περιμένει ἡ μάνα μου γιὰ φαγητό. Σὲ ἕνα μῆνα ξενοικιάζω. Ἡ
Ρόζα δὲν ξέρει κάτι γι’ αὐτό. Οὔτε κι ἡ μάνα μου ξέρει. Οἱ
ἄνθρωποι (ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ κοντινοί μας) εὔκολα παρεξηγοῦν.
Θέλω νὰ πῶ πὼς κουράστηκα, μὰ ἴσως δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μὲ
καταλάβουν. Ἴσως ἂν τὸ κάνω λιγάκι πιὸ βαθύ, κάτι σάν ξέρεις Ρόζα, εἴμαστε νέοι καὶ δὲν πρέπει νὰ συνηθίζουμε σὲ καμία κατάσταση· κάπως ἔτσι τέλος πάντων.


ΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ
στὴν ἀγαπημένη μου παραλία, ρώτησα γιὰ τοὺς δικούς μου. Ἡ
παραλία μου εἶναι ἐκείνη ἡ ἐπίπεδη, βραχώδης ἀκτὴ ποὺ
ἐκτείνεται σὲ μιὰ τρέμουσα νοερὴ γραμμὴ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ μέγα
στόμιο τῆς Κάρδενας. Οἱ δὲ δικοί μου εἶναι ἐκείνη ἡ τραχειὰ καὶ
εἰλικρινὴς ὁμήγυρη: ὁ Λουσίο ποὺ ψαρεύει ζαργάνες, ἡ γηραιὰ
Χοσέφα ποὺ πλέκει δίχτυα, ὁ μικρὸς Ἄγκιλα ποὺ ἑτοιμάζει τὰ
δολώματα, ὁ Πίο ὁ καρβουνιάρης καὶ ὁ Γκασπὰρ ὁ μάγος.



