*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
~.~
Με τον Διονύση Σαββόπουλο τον πρώιμο, εκείνον του Φορτηγού ή του Μπάλλου σχέση βαθιά ποτέ δεν απόκτησα. Έφηβος δεν τον άκουσα ώστε να με συνδέουν μ’ εκείνον βιώματα σχετικά. Και φοιτητής μετά το 1985 ήμουν απέναντί του κουμπωμένος, σ’ αντίθεση με άλλους που άκουγα τριγύρω μου να τον υμνούν. Τραγούδια σαν κι εκείνα για την ΕΦΕΕ και τις συγκεντρώσεις της ή το Βιετνάμ και το πυρπολημένο του ρύζι ή για τα «κορίτσια τα καημένα» που πληρώνουν «την ασχήμια των γονιών τους» ακούγονταν στ’ αυτιά μου, ήδη τότε, «πολύ ζαχαρωμένα».
Στίχοι σαν το, πρεβερικό την καταγωγή, «μέρα μ’ ήλιο σαν αυτόν / να την τρώει τ’ αφεντικό» ή το συναφές «σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία!» τα αντιμετώπιζα με θυμηδία για την ασπρόμαυρη εικονογραφία τους. Αλλά και άλλα δικά του, όπως το πολυθρύλητο “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο”, μ’ όλη την αναντίρρητη μουσική τους αξία, μου ακούγονταν παράτονα – κάτι σαν εγκωμιασμός εγκλήματος κατ’ άρθρ. 185 ΠΚ, απ’ αυτούς για τους οποίους διαβάζαμε στα εγχειρίδια του Ποινικού στη Σχολή.
Αυτή η μανία μας στην Ελλάδα, σκεφτόμουν, να βλέπουμε τον ήρωα ακόμη και στον κοινό μαχαιροβγάλτη, φτάνει να απειθήσει κατά της Αρχής… Ιδίως το περίφημο «στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευθεί» μου προκαλούσε ευθυμία κάθε φορά που το άκουγα στις παρέες. Όχι γιατί ο Σαββόπουλος είχε άδικο για τους καρεκλοκένταυρους των κομμάτων. Αλλά γιατί ανακάλυπτε έναν «αγνό ενθουσιασμό» στους νεαρούς οπαδούς τους, που φοιτητής όντας, προσωπικά αδυνατούσα να εντοπίσω στο περιβάλλον μου. Προφανώς, οι καιροί είχαν αλλάξει…Τον δικό μου Σαββόπουλο έμελλε να τον γνωρίσω το 1989, με το Κούρεμα. Κι έζησα το παράδοξο να με συγκλονίσει ένας ποιητής την ώρα ακριβώς που όλοι γύρω μου τον εγκατέλειπαν. Γιατί βέβαια οι κραυγές εναντίον του είχαν αρχίσει ήδη από τα Τραπεζάκια έξω. Εκείνο το «Εθνική Ελλάδος, γεια σου», η δοξαστική επίκληση των αρχαιοτήτων και της ορθοδοξίας, είχαν ενοχλήσει πολλούς. H μεταστροφή πολλών εναντίον του, σ’ εκείνα τα τραγούδια έχει τις ρίζες του. Στιχουργικά ωστόσο, δεν πήγαιναν πολύ παραπέρα από τη γνωστή ποπουλίστικη σχάση: από τη μια μεριά η Βουλή και οι εκπρόσωποι «έρημοι κι απρόσωποι», κι από την άλλη ο καθαγιασμένος και άμωμος Έλλην, που
έχει όνομα
έχει σώμα και θρησκεία
και παππού σε μέρη αυτόνομα
μέσα στην τουρκοκρατία
Το Κούρεμα και κάποια απ’ αυτά που ακολούθησαν ήταν διαφορετικά. Και είναι σ’ αυτά που θα βρούμε τον σπουδαίο πολιτικό Σαββόπουλο. Αυτόν που κλείνει τους λογαριασμούς με τη νιότη του και κοιτάει την νεοελληνική πραγματικότητα κατάματα. Τον ποιητή που με φραγμένη τη μύτη ανατέμνει τα έργα της παρακμής, ιδίως αυτής που μας έγινε καθεστώς ανεμίζοντας προοδευτικά σημαιάκια.
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νά τους,
Τσιφτετέλληνες
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
Κωλοέλληνες
Αυτόν που ξεμπερδεύει μια και καλή με τα μοιρολόγια της “ήττας” και την αυτοδικαιωτική φλυαρία των αμετανόητων:
Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου”;
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί
Αυτόν που πριν και από τον Παναγιώτη Κονδύλη ακόμη, και το «επαίσχυντο κοινωνικό συμβόλαιο» για το οποίο μας μίλησε, έστρεψε το δάχτυλο προς τη δική μας απαράγραπτη συνενοχή:
Πώς να μην κλέψει ο Κοσκωτάς αφού ένα όραμα κονόμας
και ευζωίας και ανόδου ήταν το μέτρο ολονών μας;
Αν η ζωή είν’ αυτοσκοπός, αν είναι ο βίος φιλοτομάρης
πώς να μην είναι ο αρχηγός ένας μοιχός εβδομηντάρης;
Κάνοντας πρώτα ο ίδιος, ως ώφειλε, την αυτοκριτική του:
Κι εγώ που είμαι ο πιο φριχτός πώς να βγω και να ξαναρχίσω
αν δε θερίσω ότι έσπειρα κι αν δε μετανοήσω;
Φυσικά, αυτός ο σπουδαίος πολιτικός ποιητής, ο επίγονος του Αρχίλοχου, ο συνεχιστής του Κωστή Παλαμά των Σατιρικών γυμνασμάτων, είναι και παραμένει περιφρονημένος, απωθημένος, αποσυνάγωγος. Εμπρός σ’ ένα τραγούδι ανελέητο όπως το “Μην περιμένετε αστειάκια”, το φλασμπάκ «στον αγώνα του συντρόφου / στην αγωνία αυτού του τόπου» ή στο, ακόμη πιο μακρινό, Κιλελέρ προσφέρει ανακούφιση. Έναν στίχο όπως «εφιάλτης ήταν το όραμα», οι παρωπιδοφόροι του τότε είναι δύσκολο πολύ να τον χωνέψουν. Του «’60 οι εκδρομείς» και όλες εκείνες οι γενιές των παλιμπαίδων που η Μεταπολίτευση ανάστησε, τι πιο φυσικό, νοσταλγούν τον παραμυθατζή της νιότης τους…
«Το γεγονός ότι σήμερα όλοι λίγο πολύ μιλούν για τον Διονύση Σαββόπουλο με κάποια δυσάρεστη μικροψυχία», έγραψε καποτε ο Παπαγιώργης,
«αποτελεί τιμή για τον Νιόνιο. Δεν γίνεται, τριάντα χρόνια να μπαινοβγαίνει στη συνείδησή σου ο ίδιος άνθρωπος, να τσακώνεσαι για χάρη του, να σου δανείζει φράσεις, εκφράσεις και “λύσεις” και να μην τον αποκηρύξεις τελικά για να απελευθερωθείς. Εκείνες τις δεκαετίες, η νεολαία της αριστεράς είχε πάθει κανονική αλλοτριοπροσωπεία με την περίπτωση Σαββόπουλου.»
Το δράμα του Σαββόπουλου είναι ότι το κοινό με το οποίο συνοδοιπόρησε βιωματικά επί δεκαετίες, δεν μπόρεσε να τον ακολουθήσει. Έμεινε διά βίου καθηλωμένο στις ψευδαισθήσεις του, «ανήλικο διαρκώς». Κι αυτοί που έμειναν να τον επευφημούν – και που, αλίμονο, κι εκείνος στα στερνά του κάποιες φορές ακρίτως χειροκρότησε–, πίθηκοι του εκσυγχρονισμού και μουεζίνηδες του ορθού λόγου αλά γκρέκα όπως είναι, πώς να τον νιώσουν; Ξένοι ψυχικά απέναντι σ’ αυτόν τον τόπο, τα τραγούδια του στα χείλη τους καταλήγουν ψόφια συνθήματα.
Όμως η τέχνη του Σαββόπουλου στις καλές της στιγμές δεν είναι δασκαλίκι αφ’ υψηλού και κήρυγμα εισαγόμενο. Ριζώνει στα δικά μας συλλογικά μας παθήματα, στη δική μας ιστορία, συμπάσχει. Ακόμη κι όταν κραδαίνει το κνούτο της σάτιρας, είναι πράξη αγαπητική, δεν γίνεται επίδειξη ανωτερότητας και μνησικακία εκδικητική. Στηλιτεύει αλλά και παραμυθεί, συνετίζει αλλά και παρακινεί. Δεν εξωραΐζει την κατάντια μας, αλλά και δεν εγκαταλείπει ακόμα την προσδοκία της μεταμόρφωσής μας.
Κλείνει τώρα ο κύκλος κι είναι ο θάνατος πολύς,
θάνατος στη μέση της ζωής.
Και πονώ για σένα που ήρθε η ώρα να το δεις,
δόξα είν᾿ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής.
Φτάσαμε στ’ ανείπωτα:
μη πετάξεις τίποτα.
Μας μεταμορφώνει μια πνοή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου