
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ἡ μαύρη μοτοσυκλέτα
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
μὲ τὴ χακὶ καλοκαιρινὴ στολή, σταμάτησε μπροστὰ στὸ
μοναδικὸ καφενεῖο τοῦ μικροῦ ἀκριτικοῦ χωριοῦ, ποὺ ἐκείνη τὴ
στιγμὴ ἦταν ἄδειο. Ἡ μηχανή του, ἔτσι ποὺ μούγκριζε, μᾶς φάνηκε
πὼς προερχὸταν ἀπὸ ἕναν μακρινὸ πλανήτη. Ἐμεῖς γνωρίζαμε μόνο
τὰ κόκκινα τρακτέρ, ποὺ ὄργωναν τὰ χωράφια καὶ τὸ παλιὸ Φὸρντ
μὲ τὰ τετράγωνα παράθυρα, ποὺ ἐκτελοῦσε τὴν τακτικὴ γραμμὴ
Βασιλικῶν-Ἀμμοχώστου. Πολὺ σπάνια περνοῦσε ἀπὸ τὸ χωριὸ ἄλλο
ὄχημα. Ἔτσι, μὲ τὴν ἄφιξη τῆς μαύρης μοτοσυκλέτας τὸ παιχνίδι
μας στὴ διπλανὴ ἀλάνα ἄλλαξε σενάριο καὶ κανονισμοὺς στὴ
στιγμή. Ἕνα καινούργιο παιχνίδι προστέθηκε ἀμέσως στὴ λίστα
τῶν παιχνιδιῶν μας. Αὐτόματα βρεθήκαμε ὅλοι καβάλα σὲ
φανταστικὲς μηχανές, τὰ χέρια μας τεντώθηκαν μπροστά,
πιάστηκαν σὲ φανταστικὰ τιμὸνια καὶ μαρσάραμε μιμούμενοι
τὸν θόρυβο τῆς μηχανῆς.
Εἴμαστε, λίγο περισσότεροι ἀπὸ μιὰ
ποδοσφαιρικὴ ὁμάδα καὶ μετὰ ἀπὸ μερικοὺς κὺκλους γύρω ἀπὸ τὴ
μοτοσυκλέτα σταματὴσαμε καὶ κοιτούσαμε ἀπὸ περιέργεια τὸν
ἔνστολο. Αὐτὸς ἔσβησε τὴ μηχανή του, γύρισε δεξιὰ κι ἀριστερὰ
τὸ κεφάλι του καὶ μᾶς κοίταζε ἐρευνητικὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ
τὸν ἐρευνούσαμε κι ἐμεῖς.
Τί νὰ ἤθελε ὁ ἄγνωστος ἀστυφύλακας στὸ μικρὸ χωριὸ μας;
Ὑπῆρχε κανένας κλέφτης στὸ χωριό καὶ ἦρθε γιὰ νὰ τὸν συλλάβει;
Μήπως κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς ἔκανε κάτι κακό; Ἄραγε τὸ καρπούζι ποὺ
ἀπολαύσαμε τὸ περασμένο Σὰββατο ἀπὸ τὸ περιβόλι τοῦ
κυρ-Ἀλέξη θεωρήθηκε κλοπιμαῖο καὶ μᾶς κάρφωσαν; Ποιόν θὰ ἔβαζε
στὴ φυλακή;
Αὐτὲς οἱ σκέψεις τριγυρνοῦσαν στὸ μυαλό μας, ὅταν κάποτε,
ξεροβήχοντας εἶπε: «Ποιός θέλει νὰ πάει βόλτα μὲ τὴ
μοτοσυκλέτα;» Παγερὴ σιωπή. Δὲν ἀπάντησε κανένας. Ποιός
μποροῦσε νὰ ἔχει ἐμπιστοσύνη σὲ ἕναν ἀστυνομικό; «Κανένας;»
εἶπε ξανά, κοιτάζοντάς μας στὰ μάτια ἀπὸ ἔκπληξη. «Ὅποιος μὲ
πάει στὸ σπίτι τοῦ Γεωργίου Κουμῆ θὰ πάρει τρία γρὸσια ἄσπρα»,
εἶπε ξανά, χαμογελῶντας καὶ στρὶβοντας τὸ τσιγκελωτό του
μαυρομούστακο. Ὅλοι τότε γυρίσαμε τὸ κεφάλι στὸν Θωμᾶ ποὺ δὲν
ἔχασε καιρὸ καὶ ἐπέστρεψε τὴν ἀπάντηση: «Εἶναι τὸ σπίτι μου,
κύριε.» «Ἔλα, πήδα πίσω καὶ κρατήσου καλά, εἶπε ὁ ἀστυνομικός.
Καὶ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ μὴ σοῦ τὰ ρουφήξουν οἱ ἀκτίνες.» Καὶ
ξεκίνησε τὴ μηχανή.
Μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς ταξίδεψε σὲ ὅλο τὸ χωριό ἡ εἴδηση
ποὺ ἔφερε ὁ ἀστυνομικὸς στὸ σπίτι τοῦ Θωμᾶ. Εἴχαμε φτάσει
πρῶτοι στὸ σπίτι, ἀφοῦ ἀκολουθούσαμε τρέχοντας πίσω ἀπὸ τὴ
μοτοσυκλέτα. Ὁ Θωμᾶς εἶχε πεταχτεῖ κάτω καὶ τρέχοντας
φώναξε τὴ μητέρα του, ποὺ ἀμέσως ἐμφανίστηκε στὴν εἴσοδο τοῦ
φτωχικοῦ τους.
Ὁ ἀστυνομικὸς μὲ ὕφος ἐπίσημο πλέον ἂρχισε τὴν
ἐνημέρωση, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι ἀπευθυνόταν στὸ σωστὸ
πρόσωπο: «ἔχω ἐντολὴ νὰ σᾶς πληροφορήσω, ὅτι σήμερα, λίγο
πρὶν τὸ μεσημέρι, ὁ σύζυγός σας Γεώργιος Κουμῆ, ἐνῶ ἐκτελοῦσε
τὴν ἐργασία του σὲ ἀναγειρόμενη κατοικία στὴν Ἀμμόχωστο,
ἔπαθε... ἠλεκτροπληξία καί...» χαμηλώνοντας τὸν τόνο τῆς φωνῆς
του τελείωσε τὴ φράση του λέγοντας «...ἀπώλεσε, δυστυχῶς, τὴ
ζωή του.» Ἡ κραυγὴ τῆς μάνας του μᾶς συντάραξε. Ἂρπαξε τὸν Θωμᾶ
ποὺ εἶχε βάλει κι αὐτός τα κλὰματα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σφιχτά. Τὸ
γοερό της κλάμα ἀκούστηκε καὶ στὸ πιὸ μακρινὸ σπίτι καὶ μέσα
σὲ λίγα λεπτὰ εἶχε μαζευτεῖ ἐκεῖ ὅλο τὸ χωριὸ, ποὺ ρωτοῦσε γιὰ
λεπτομέρειες.
Κοιτούσαμε μὲ λύπη τὸν Θωμᾶ καὶ τὴ μάνα του, ἐνῷ ὁ
ἀστυνομικός, φανερὰ λυπημένος κι αὐτὸς γιὰ τὴν εἴδηση ποὺ
μόλις εἶχε ἀναγγείλει, ἀπομακρυνόταν ἀμήχανα πρὸς τὴ μηχανή
του, διπλώνοντας νευρικὰ κάποια χαρτιὰ ποὺ εἶχε στὰ χέρια του,
μιλῶντας σὲ χαμηλὸ τόνο σ’αυτούς ποὺ τὸν πλησίασαν,
περπατοῦσαν δίπλα του καὶ τὸν ρωτοῦσαν γιὰ λεπτομέρειες.
Ἡ «μοτοσυκλέτα», ἦταν τὸ μοναδικὸ παιχνίδι ποὺ παίξαμε μόνο μιὰ φορά.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ 20 Διηγήματα, ἐκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία 2014.
Ὁ Νῖκος Νικολάου-Χατζημιχαὴλ
γεννήθηκε στὸ Βασίλι τῆς Κύπρου. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ
τὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου σπούδασε μαθηματικὰ στὸ
Πανεπιστήμιο Ἀθηνών. Ἐργασίες του —βιβλιογραφίες,
ἐργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα— ἔχουν
δημοσιευτεῖ σὲ ἑλλαδικὰ καὶ κυπριακὰ περιοδικά, στὸν
κυπριακὸ τύπο, καθὼς καὶ σὲ ἀνθολογίες καὶ σὲ συλλογικὰ ἔργα
στὴν Κύπρο, τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀλλοῦ. Ἔχει τέσσερις ποιητικὲς
συλλογές: Διθαλάσσου, Κάρβας 2012, Πικρόλιθος, Κάρβας 2014, Ὕδατα Ὑδάτων, Κάρβας 2016 καὶ Ὕλεμ, Κάρβας 2024. Δύο ποιητικές του συλλογὲς ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικά. Ἔχει τρεῖς συλλογὲς διηγημάτων: Ἡ κόρη τοῦ δραγουμάνου, Μεταίχμιο, Ἀθήνα, 2003· 20 Διηγήματα, Κάρβας, Κύπρος, 2014· Φυσορρόος,
Βακχικόν, Ἀθήνα 2019. Διηγήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ
ἀγγλικά, ὁλλανδικὰ καὶ ἀλβανικά. Τὸ τελευταῖο βιβλίο του
εἶναι τὸ μυθιστόρημα Ὅταν σωπᾶσαν τὰ πουλιά, Κάρβας
2024. Ἔχει διοργανώσει ἀτομικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς καὶ
συμμετεῖχε σὲ πολλὲς ὁμαδικές. Ὑπῆρξε μὲλος τῆς πνευματικῆς
ὀμάδας τῶν περιοδικῶν λόγου, τέχνης καὶ προβληματισμοῦ «Ὁ
Κύκλος» καὶ «Κυπριακὴ Βιβλιοφιλία-Φιλοτεχνία.» Ζεῖ στὴ
Λευκωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου