
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης
Μάχη
ΓΑΠΗΜΕΝΟ
ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ἦταν ὁ πόλεμος. Χωριζόμασταν σὲ ὁμάδες καὶ
χωνόμασταν σὲ θάμνους, κουρνιάζαμε σὲ κοιλότητες τοῦ
ἐδάφους, πίσω ἀπὸ σωροὺς ἄμμου καὶ ἀσβέστη καὶ ὅπου ἀλλοῦ
κρίναμε ὅτι ἦταν κατάλληλη κρυψώνα. Γέμιζε ἡ γειτονιὰ ἀπὸ
φωνές: «μπάμ, μπάμ, στάκαμαν, πῦρ κατὰ βούλησιν» καὶ ἄλλα ποὺ
συγκρατούσαμε ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη μας σειρὰ —τῆς νεόφερτης
τότε στὸν Δομοκὸ τηλεόρασης— «μάχη» ἢ ἀλλιῶς στὰ ἀγγλικὰ
«κόμπατ». Ξέραμε καὶ τὴ μουσικὴ ἔναρξης καὶ τέλους τῆς σειρᾶς
καὶ τὴν σιγοτραγουδούσαμε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν
«ἐχθροπραξιῶν» μας. Ἐγὼ ἤμουν ὁ λοχίας Σῶντερς ἤ, ἂν μὲ
πρόφταινε ὁ φίλος μου ὁ Περικλὴς, συμβιβαζόμουν μὲ τὸν Κίρμπυ,
ποὺ κρατοῦσε τὸ μυδράλιο.
Τὸν λοχαγὸ ἔκαναν τὰ μεγαλύτερα
παιδιά. Γιὰ ὅπλα χρησιμοποιούσαμε ὅ,τι ἔβρισκε ὁ καθένας.
Συνήθως ξύλα μικρὰ γιὰ τὰ πιστόλια καὶ μακριὰ γιὰ τὰ τουφέκια.
Στὶς ἀπόκριες ἢ μετὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Σεπτέμβρη εἴχαμε
πλαστικά, μέχρι νὰ χαλάσουν.
Τὰ παιδιὰ τῶν πιὸ εὐκατάστατων οἰκογενειῶν κρατοῦσαν
κάτι πιστόλια μεταλλικὰ γιὰ φωτοβολίδες, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ
ἀληθινὰ καὶ τὰ ζηλεύαμε ὅλοι. Μὰ πιὸ πολὺ ζηλεύαμε τὰ
πιστόλια τοῦ Θανάση ποὺ τοῦ τὰ ἔφτιαχνε ὁ πατέρας του,
μαραγκὸς στὸ ἐπάγγελμα, καὶ ἦταν σκέτα ἔργα τέχνης.
Ἐγὼ γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσω μερικὲς φορὲς ἐμφανιζόμουν μὲ
ἕνα τεράστιο κράνος ἀπὸ τὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο, ποὺ ἡ
ὑπηρεσία εἶχε χρεώσει στὸν πατέρα μου, καὶ ἕνα ξύλινο
χοντρὸ κλὸμπ κρεμασμένο στὴ ζώνη μου. Ἔμοιαζα, μὲ τὸ κοντό μου
παντελόνι καὶ τὸ κράνος, σὰν Ἄγγλος στὸ Ἒλ Ἀλαμέιν, ἔλεγε ὁ
πατέρας μου, κι ἐγὼ καμάρωνα καὶ ἂς μὴν ἤξερα κὰν τί εἶναι τὸ
Ἒλ Ἀλαμέιν. Ὅμως ἡ λέξη ἀκουγόταν γλυκὰ στὸ αὐτί μου καὶ τὴν
ἐπαναλάμβανα στὸ παιχνίδι. «Μάχη στὸ Ἒλ Ἀλαμέιν, στὸ Ἒλ
Ἀλαμέιν.» Κι ὁ φίλος μου ὁ Περικλὴς, ποὺ ἀγνοοῦσε κι αὐτὸς τὸ
μέρος, νόμιζε ὅτι ἔλεγα γιὰ τὴν Ἀλαμάνα ποὺ σούβλισαν τὸν
Ἀθανάσιο Διάκο. Γιατὶ καὶ ἡ δασκάλα μας ἡ Βούλα ἡ Διαμάντη,
γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν ἱστορία, μᾶς ἔβγαζε στὸ προαύλιο καὶ
μᾶς ἔβαζε νὰ κάνουμε ἀναπαράσταση τῶν μαχῶν τοῦ ’21, μισοὶ
Τοῦρκοι καὶ μισοὶ Ἕλληνες, ἐναλλὰξ κάθε φορά, γιὰ νὰ μὴν
ὑπάρχουν παρεξηγήσεις.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν «συγκρούσεών» μας αὐτῶν εἴχαμε
φυσικὰ καὶ ἀπώλειες. Ἡ πιὸ συνηθισμένη ἦταν ὅταν, ἔρποντας,
ξύναμε τὰ γόνατα καὶ τοὺς ἀγκῶνες στὶς πέτρες καὶ μάτωναν.
Ἀκολουθοῦσαν τὰ ἀνοιγμένα κεφάλια, ὅταν ἡ μάχη
ἐξελισσόταν σὲ πετροπόλεμο, γιατί μία ὁμάδα ἀρνοῦνταν νὰ
ἀποδεχθεῖ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ μεγαλύτερη ἀπώλεια ποὺ θυμᾶμαι
ἦταν, ὅταν ὁ Κώστας ὁ Λιάκος, κρυμμένος πίσω ἀπὸ μιὰ
ἀποθήκη, δέχθηκε τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεσή μας, τὴν ὥρα
ποὺ εἶχε γυρισμένη τὴν πλάτη γιὰ νὰ κάνει τὴν ἀνάγκη του. Ἀπὸ
τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἔκπληξη, τράβηξε ἀπότομα τὸ φερμουὰρ καὶ
ἔπιασε μέσα τὴν ἄκρη ἀπὸ τὴν πόσθη. Μᾶς εἶχε σοκάρει τὸ αἷμα
ποὺ μούσκεψε τὸ παντελόνι του. Οἱ γιατροὶ στὴ Λαμία
ἀναγκάστηκαν νὰ τοῦ κάνουν περιτομὴ γιὰ νὰ τὸν
ἀπελευθερώσουν.
Ἀρχίσαμε νὰ βλέπουμε μὲ ἄλλα μάτια τὸν πόλεμο τὸ ’73.
Τότε οἱ φῆμες γιὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν στὸ Πολυτεχνεῖο ἀπὸ
τὴ Χούντα τῶν συνταγματαρχῶν ἔδωσε στοὺς δικούς μας «πολέμους»
ἄλλο χαρακτήρα. Ἦταν οἱ μάχες μας πιὰ ἁπλῶς μάχες, χωρὶς
Ἀμερικανούς, Ἄγγλους καὶ Γερμανούς. Τὸ ’74 μὲ τὴν
ἐπιστράτευση, ξαπλωμένοι στὴν πλαγιά, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν
ἐθνικὴ ὁδό, κοιτάζαμε νὰ περνοῦν τὰ αὐτοκίνητα γεμάτα
κόσμο ποὺ πήγαινε νὰ καταταγεῖ. Οἱ μόνοι ἄντρες στὸ Δομοκὸ
ἤμασταν ἐμεῖς καὶ οἱ γέροι, καὶ ὁ κουτσὸς περιπτεράς, ποὺ δὲν
τὸν πῆραν λόγω ἀναπηρίας. Αἰσθανόμασταν μιὰ εὐθύνη νὰ
βαραίνει πάνω μας.
Ὅταν ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου, ποὺ ὑψωνόταν δύο μέτρα
πάνω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ δρόμο, κρεμασμένοι στὰ κάγκελα,
παρακολουθήσαμε τὴν κηδεία τοῦ πατέρα τοῦ Θανάση, ποὺ ἦταν
ἀπὸ τοὺς πρώτους πεσόντες στὴν Κύπρο, ξαφνικὰ μεγαλώσαμε
ἀπότομα. Ὁ πόλεμος πῆρε μέσα μας τὶς πραγματικές του
διαστάσεις καί, ἀπ’ ὅσο θυμᾶμαι, δὲν ξαναπαίξαμε ποτὲ
πόλεμο.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἡ θεωρία τῶν χαρταετῶν (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα, 2014).
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα
Θεσσαλονίκη, 1966). Σπούδασε στὸ Κλασικὸ Τμῆμα τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων. Ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς
Φιλόλογος στὴ δημόσια Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς
συλλογὲς διηγημάτων Διηγήματα γιὰ τὸ τέλος τῆς μέρας (Ἐκδόσεις Λογεῖον, Τρίκαλα, 2009), Ἡ θεωρία τῶν χαρταετών (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα, 2014) καὶ Κατὰ μῆκος τῆς Ἐθνικῆς Ὀδοῦ (Εὔμαρος 2019).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου