Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Σὰν σινεμά

Του Αλέξανδρου Βαναργιώτη


HΤΑΝ Ο ΘΕΙΟΣ ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο μ’ ἐ­μᾶς τὰ παι­διά. Στὶς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς συ­να­θροί­σεις, κυ­ρί­ως τὴν Πρω­το­χρο­νιά, μᾶς μά­ζευ­ε γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι καὶ μᾶς ἐ­ξέ­πλητ­τε μὲ τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κὰ κόλ­πα χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μιὰ τρά­που­λα. Ἐ­μεῖς ρω­τού­σα­με γε­μά­τοι θαυ­μα­σμὸ ποῦ τὰ ἔ­μα­θε τό­σα κόλ­πα. Τοῦ δί­να­με ἔ­τσι τὴν εὐ­και­ρί­α, ἀ­να­κα­τεύ­ον­τας τὴν τρά­που­λα δια­ρκῶς καὶ πε­ρί­τε­χνα σὰν ἕ­νας ἐ­πι­δέ­ξιος κρου­πι­έ­ρης, νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ πε­ρι­στα­τι­κὰ ἀ­πὸ τὰ νε­α­νι­κά του χρό­νια, ὅ­ταν δε­κα­ε­ξά­χρο­νος ἄ­φη­σε τὸ σπί­τι στὸ χω­ριὸ καὶ ἔ­πι­α­σε δου­λειὰ σὲ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο στὴν Ἀ­θή­να. Ἀρ­χι­κὰ ὡς λαν­τζέ­ρης, στὴ συ­νέ­χεια ὡς σερ­βι­τό­ρος, μὲ με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α μά­λι­στα, για­τί πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὰ κα­λύ­τε­ρα μα­γα­ζιά, καὶ ἔ­τσι γνώ­ρι­σε τὴ ζω­ή, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὴ νυ­χτε­ρι­νὴ – στὴ φρά­ση αὐ­τὴ μας ἔ­κλει­νε συ­νή­θως τὸ μά­τι μὲ νό­η­μα. Ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι, ἀ­φοῦ μᾶς εἶ­χε ἐκ­θέ­σει μιὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ θε­ω­ρία, τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ μι­λά­ει γιὰ τὸ πῶς θὰ εἶ­ναι ὁ κό­σμος στὸ μέλ­λον ἢ γιὰ τὸν τρί­το παγ­κό­σμιο πό­λε­μο ἢ γιὰ τὰ παι­χνί­δια κα­τα­σκο­πεί­ας με­τα­ξύ των με­γά­λων δυ­νά­με­ων, στη­ρί­ζον­τας τὶς ἀ­πό­ψεις του στὸ με­γά­λο σχο­λεῖο, ὅ­πως ἔ­λε­γε, στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο – ὁ ἴ­διος, λό­γῳ πο­λέ­μου, μὲ τὸ ζό­ρι εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὸ δη­μο­τι­κό. Λά­τρευ­ε τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι πάν­τα προ­η­γοῦν­ταν τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ προ­φή­τευ­ε πράγ­μα­τα ποὺ λί­γο με­τὰ συ­νέ­βαι­ναν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα. Μὲ κα­μά­ρι ἀ­να­φε­ρό­ταν στὶς μέ­ρες ποὺ συμ­με­τεῖ­χε ὡς κομ­πάρ­σος σὲ ἐ­πι­κὲς ται­νί­ες, ὅ­πως «Τρω­ι­κὸς πό­λε­μος» καὶ «Ἡ­ρα­κλῆς», ὅ­ταν κά­ποι­ες σκη­νὲς γυ­ρί­ζον­ταν στὴν Ἑλ­λά­δα, καὶ τὸν ἔ­βα­ζαν, παίρ­νον­τας λή­ψεις ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ γω­νί­α, νὰ σκο­τώ­νε­ται τρεῖς καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρές.
       Ὡς κο­ρύ­φω­ση στὶς ἀ­φη­γή­σεις του ἔ­βγα­ζε προ­σε­κτι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πορ­το­φό­λι καὶ μᾶς ἔ­δει­χνε μιὰ ἀ­σπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φί­α μὲ αὐ­τό­γρα­φη ἀ­φι­έ­ρω­ση τῆς Anne Lonnberg, τῆς πε­ρί­φη­μης Ἄ­ναμ­πελ, γνω­στῆς ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α «Κο­ρί­τσια στὸν ἥ­λιο», τὸ ἴν­δαλ­μα τό­τε χι­λιά­δων νέ­ων. —Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ ποὺ ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος ἔ­στελ­νε μη­νύ­μα­τα ξε­γνοια­σιᾶς καὶ ἀ­θω­ό­τη­τας, τὴν ὥ­ρα ποὺ πολ­λοὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες μας «ἀ­πο­λάμ­βα­ναν» τὶς ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὲς δι­α­κο­πὲς στὰ κα­τά­ξε­ρα νη­σιὰ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας—. Ὁ θεῖ­ος εἶ­χε «ἕ­να πέ­ρα­σμα» σὲ μιὰ ται­νί­α τοῦ ’68, μὲ τὸν τί­τλο «Ραν­τε­βοὺ μὲ μιὰ ἄ­γνω­στη», στὴν ὁ­ποία ἡ Lonnberg κρα­τοῦ­σε ἕ­ναν δεύ­τε­ρο ρό­λο.
       Κα­θὼς με­γα­λώ­να­με, ὁ θεῖ­ος Μη­νᾶς ἐμ­πλού­τι­ζε τὶς ἱ­στο­ρί­ες μὲ σκη­νές, ποὺ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο θὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τὸ ἔρ­γο ὡς κα­τάλ­λη­λο ἄ­νω τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων. Ἄρ­χι­σε νὰ πε­ρι­γρά­φει συμ­πλο­κὲς μὲ ἀν­θρώ­πους τῆς νύ­χτας καὶ μα­χαι­ρώ­μα­τα, κυ­νη­γη­τὰ τῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας, κυ­ρί­ως ὅ­μως τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες κα­τα­κτή­σεις του στὸ γυ­ναι­κεῖ­ο φύ­λο.
       «Ὅ­λα αὐ­τὰ βέ­βαι­α μέ­χρι ποὺ γνώ­ρι­σα τὴ θεί­α σας», κα­τέ­λη­γε. «Αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα ἦ­ταν ἡ ἀ­φορ­μὴ νὰ ἀλ­λά­ξει ἡ ζω­ή μου. Μό­λις τὴν εἶ­δα, εἶ­πα ”Μ’ αὐ­τὴ τὴ γυ­ναί­κα ἐ­γὼ θέ­λω νὰ ζή­σω”. Τὰ ἄ­φη­σα ὅ­λα καὶ ἦρ­θα καὶ ἄ­νοι­ξα τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο ἐ­δῶ».
       Ὅ­ταν κά­πο­τε τὸν ρώ­τη­σα για­τί ἔ­κλει­σε τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο, ἄρ­χι­σε νὰ κα­τη­γο­ρεῖ τὸν συ­νέ­ται­ρό του ὅ­τι ἔ­κλε­βε λε­φτὰ καὶ ἔ­ρι­ξε τὴν ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἔ­ξω. «Εὐ­τυ­χῶς ποὺ κα­τά­φε­ρα καὶ μπῆ­κα στὸ στρα­τό, μὲ ἔ­βα­λε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἀν­θρω­πά­κος καὶ σώ­θη­κα», πρό­σθε­σε καὶ ἀ­νέ­φε­ρε τὸ ὄ­νο­μα ἑ­νὸς ταγ­μα­τάρ­χη ποὺ τὸν τα­κτο­ποί­η­σε ὡς μά­γει­ρα στὴ λέ­σχη τῶν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν. «Εὐ­τυ­χῶς, ὁ Θε­ὸς νὰ τὸν ἔ­χει πάν­τα κα­λὰ καὶ αὐ­τὸν καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του», ξα­να­εῖ­πε.
       Ὡς παι­διὰ πο­τὲ δὲν ἀ­να­ρω­τη­θή­κα­με γιὰ τὴν ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τῶν ὅ­σων ἔ­λε­γε ὁ θεῖ­ος Μη­νᾶς. Ὁ λό­γος του γλα­φυ­ρὸς στὴν ἀ­φή­γη­ση σὰν ἕ­να κα­λο­δου­λε­μέ­νο σε­νά­ριο, μᾶς ἔ­πει­θε. Οὔ­τε ἀρ­γό­τε­ρα ἀμ­φι­σβη­τή­σα­με τὶς κα­τα­κτή­σεις του, ἂν καὶ ἔ­μοια­ζε μὲ ὑ­περ­βο­λὴ ἕ­νας γε­ρο­δε­μέ­νος μέν, ἀλ­λὰ κον­τό­χον­τρος καὶ μέ­τριας ὀ­μορ­φιᾶς ἄν­δρας νὰ καυ­χι­έ­ται ὅ­τι εἶ­χε γνω­ρί­σει κι εἶ­χε σχε­τι­στεῖ στὴν ἐ­πο­χή του μὲ τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες γυ­ναῖ­κες. Ἴ­σως πι­στεύ­α­με ἐ­κεῖ­νο ποὺ συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε «μὴν κοι­τᾶ­τε πῶς κα­τάν­τη­σα τώ­ρα, στὰ νιά­τα μου νὰ δεῖ­τε πὼς ἤ­μουν, Μάρ­λον Μπράν­το, θὰ σᾶς δεί­ξω κα­μιὰ φο­ρὰ φω­το­γρα­φί­ες καὶ θὰ μὲ θυ­μη­θεῖ­τε».
       Ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­δρω­θοῦ­με, νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με τὶς δι­κές μας ἐμ­πει­ρί­ες στὴ ζω­ὴ γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­θη­λώ­σου­με τὸν θεῖ­ο Μη­νᾶ ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ πο­λύ­ξε­ρου καὶ πο­λύ­πει­ρου «Δὸν Ζου­άν» καὶ νὰ τὸν δοῦ­με στὶς πραγ­μα­τι­κές του δι­α­στά­σεις. Ἦρ­θαν μὲ τὸν και­ρὸ καὶ κά­ποι­ες πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ δι­έρ­ρευ­σαν ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο του τὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ πε­ρι­βάλ­λον, οἱ ὁ­ποῖ­ες μᾶς με­τέ­βα­λαν αὐ­το­μά­τως ἀ­πὸ θαυ­μα­στὲς σὲ αὐ­στη­ροὺς κρι­τές του.
       Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες αὐ­τὲς ἔ­ρι­ξαν φῶς σὲ σκο­τει­νὲς καὶ ἀ­νερ­μή­νευ­τες πλευ­ρὲς τοῦ θεί­ου, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ πα­θη­τι­κὴ στά­ση τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν τσα­ού­σα θεί­α Μα­ρί­α. Ἡ θεί­α μου συ­χνὰ τὸν ἀ­πό­παιρ­νε καὶ τοῦ μι­λοῦ­σε προ­σβλη­τι­κὰ μπρο­στὰ μας κι ἐ­κεῖ­νος δὲν ἀν­τι­δροῦ­σε. Ἐ­πι­πλέ­ον τὸν βλέ­πα­με νὰ κά­νει ἕ­να σω­ρὸ δου­λει­ὲς στὸ σπί­τι ποὺ δὲν ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νες τό­τε γιὰ ἕ­ναν ἄν­τρα. Μα­γεί­ρευ­ε, ἔ­στρω­νε τρα­πέ­ζι, ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα καὶ σκού­πι­ζε τὴν κου­ζί­να, ἐ­νῶ ἡ θεί­α πή­γαι­νε καὶ ξά­πλω­νε στὸ κρε­βά­τι γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ, παίρ­νον­τας πα­ρα­μά­σχα­λα ἕ­να πε­ρι­ο­δι­κὸ μό­δας. Πολ­λὲς φο­ρὲς ὅ­μως ἡ σκλη­ρό­τη­τα τῆς θεί­ας ἔ­φτα­νε σὲ ἀ­κραῖα ση­μεῖ­α. Ἀ­πέ­φευ­γε πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν νὰ τὸν φρον­τί­ζει ὅ­ταν ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, μὲ τὴν δι­και­ο­λο­γία μὴν κολ­λή­σει κι αὐ­τή. Ἤ, ἂν τὸν πο­νοῦ­σε ἡ μέ­ση ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θο­στα­σί­α στὴ δου­λειὰ καὶ τὰ βα­ριὰ κα­ζά­νια ποὺ σή­κω­νε, ἀρ­νοῦν­ταν κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ νὰ τὸν τρί­ψει μὲ vix, για­τί μύ­ρι­ζαν ἄ­σχη­μα τὰ σεν­τό­νια. Ἀρ­χι­κὰ ἀ­πο­δώ­σα­με τὴ στά­ση αὐ­τὴ στὴ μπερ­μπάν­τι­κη ζω­ὴ τοῦ θεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α δὲν φαί­νε­ται νὰ εἶ­χε πο­τὲ στα­μα­τή­σει. Πι­θα­νό­τα­τα ἡ θεί­α τὸ πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε καὶ τὸ ἐκ­με­ταλ­λευ­ό­ταν κά­νον­τάς τον ὅ,τι ἤ­θε­λε.
       Τε­λι­κά, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε, τὰ πράγ­μα­τα ἦ­ταν πιὸ σύν­θε­τα. Τὸν και­ρὸ ποὺ ὁ θεῖ­ος Μη­νᾶς ζοῦ­σε στὴν Ἀ­θή­να, εἶ­χε ἀ­φή­σει ἔγ­κυ­ο μί­α κο­πέ­λα, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως δὲν ἤ­θε­λε γιὰ γυ­ναί­κα του. Ἡ κο­πέ­λα τὸν πῆ­γε στὰ δι­κα­στή­ρια, ὅ­που ὅ­μως κα­τά­φε­ρε νὰ ἀ­θω­ω­θεῖ, καὶ γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει πε­ραι­τέ­ρω μπε­λά­δες καὶ πι­έ­σεις ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να καὶ γύ­ρι­σε πί­σω στὰ Τρί­κα­λα.
       Μιὰ ξα­δέλ­φη του τὸν προ­ξέ­νε­ψε στὴ θεί­α μου, ποὺ εἶ­χαν πε­ρά­σει λί­γο τὰ χρό­νια της, ἀλ­λὰ δι­έ­θε­τε μιὰ ἀ­ξι­ό­λο­γη προί­κα. Ἔ­τσι προ­έ­κυ­ψε ὁ κε­ραυ­νο­βό­λος ἔ­ρω­τας καὶ ὁ ἐ­σπευ­σμέ­νος γά­μος. Ἡ προί­κα τῆς θεί­ας με­τὰ τὰ στέ­φα­να ἀ­πο­τέ­λε­σε καὶ τὸ βα­σι­κὸ κε­φά­λαι­ο γιὰ τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ ἑ­στι­α­το­ρί­ου.
       Ἡ ἐγ­κυ­μο­νού­σα κο­πέ­λα ὅ­μως ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ κρα­τή­σει τὸ παι­δί. Γέν­νη­σε ἕ­να ἀ­γό­ρι, τὸ ὁ­ποῖ­ο με­γά­λω­σε, σπού­δα­σε καὶ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­να­ζη­τᾶ τὸν πα­τέ­ρα του. Κα­τά­φε­ρε νὰ ἔ­χει μιὰ τη­λε­φω­νι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί του καὶ ζή­τη­σε νὰ γνω­ρί­σει τὸν ἴ­διο καὶ τὰ ἀ­δέλ­φια του. Ὁ θεῖ­ος ἀρ­νή­θη­κε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ καὶ τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καὶ τὸ ὅ­τι ἦ­ταν παι­δί του. Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ βέ­βαι­α ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτὸ ἀ­πὸ τὴ θεί­α Μα­ρί­α, στὴν ὁ­ποί­α δι­και­ο­λο­γή­θη­κε ὅ­τι κά­πο­τε εἶ­χε πά­ει μὲ μιὰ «πόρ­νη» ποὺ ἦ­ταν ἔγ­κυ­ος καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ τοῦ φορ­τώ­σει τὸ παι­δί. Ὅ­ταν τὸν πῆ­γε στὰ δι­κα­στή­ρια, πα­ρου­σί­α­σε τρεῖς φί­λους του ὡς μάρ­τυ­ρες ποὺ ὑ­πο­στή­ρι­ξαν ὅ­τι εἶ­χαν κοι­μη­θεῖ μα­ζί της, καὶ ἔ­τσι ἀ­θω­ώ­θη­κε.
       Ἀ­πὸ τό­τε ἄλ­λα­ξε ἐν­τε­λῶς ἡ στά­ση τῆς θεί­ας. Φυ­σι­κὰ ἄλ­λα­ξε καὶ ἡ δι­κή μου, ὅ­ταν ἔ­μα­θα τὰ σχε­τι­κά. Ἀ­πέ­φευ­γα νὰ πη­γαί­νω στὸ σπί­τι τους. Ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴν ἀ­νυ­πο­λη­ψί­α τοῦ θεί­ου μου. Ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ μὲ εἶ­χε πει­ρά­ξει ποὺ ἡ θεί­α Μα­ρί­α δὲν ἔ­δει­ξε γεν­ναι­ο­ψυ­χί­α καὶ δὲν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σε ἡ ἴ­δια μὲ τὸ παι­δί, ἀλ­λὰ ἁ­πλῶς ἐ­πέ­λε­ξε σι­ω­πη­ρά τα ἔμ­με­σα βα­σα­νι­στή­ρια τοῦ θεί­ου.
       Τὸν θεῖ­ο Μη­νᾶ τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­κα ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα, με­τὰ τὸν θά­να­το τῆς θεί­ας Μα­ρί­ας. Ἦ­ταν μό­νος. Τὰ παι­διά του ριγ­μέ­να μὲ τὰ μοῦ­τρα στὴ βι­ο­πά­λη, πά­λευ­αν στὶς λα­ϊ­κὲς τῆς Ἀ­θή­νας νὰ ζή­σουν τὶς δι­κές τους οἰ­κο­γέ­νει­ες. Εἶ­χε ἤ­δη ὑ­πο­στεῖ δύ­ο ἐγ­κε­φα­λι­κὰ ποὺ τοῦ ἄ­φη­σαν κά­ποι­ο πρό­βλη­μα στὸ δε­ξὶ πό­δι καὶ χέ­ρι. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἡ με­γά­λη στρο­φή του πρὸς τὴν ἐκ­κλη­σί­α. Στὸ κο­μο­δί­νο δί­πλα στὸ κρε­βά­τι του εἶ­χε τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἕ­να σω­ρὸ πα­τε­ρι­κὰ βι­βλί­α.
       «Αὐ­τὰ δι­α­βά­ζω τώ­ρα», εἶ­πε δεί­χνον­τάς μου τὴ στοί­βα μὲ τὰ βι­βλί­α. Κα­θὼς κου­βεν­τι­ά­ζα­μέ μου πε­ρι­έ­γρα­ψε σκη­νὲς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ τὸν ἄγ­γι­ξαν.
       Φεύ­γον­τας, ὡς ἀ­να­λαμ­πὴ ἄ­στρα­ψε μέ­σα μου ἡ σκέ­ψη ὅ­τι, ὅ­σα μοῦ πε­ρι­έ­γρα­ψε, δὲν ἦ­ταν χω­ρί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λὰ σκη­νὲς ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α «ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πὸ τὴν Να­ζα­ρὲτ» τοῦ Τζε­φι­ρέ­λι.
 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου