Του Αλέξανδρου Βαναργιώτη
Ὡς κορύφωση
στὶς ἀφηγήσεις του ἔβγαζε προσεκτικὰ ἀπὸ τὸ πορτοφόλι καὶ μᾶς ἔδειχνε
μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία μὲ αὐτόγραφη ἀφιέρωση τῆς Anne Lonnberg, τῆς περίφημης
Ἄναμπελ, γνωστῆς ἀπὸ τὴν ταινία «Κορίτσια στὸν ἥλιο», τὸ ἴνδαλμα τότε
χιλιάδων νέων. —Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ κινηματογράφος ἔστελνε μηνύματα
ξεγνοιασιᾶς καὶ ἀθωότητας, τὴν ὥρα ποὺ πολλοὶ συμπατριῶτες μας «ἀπολάμβαναν»
τὶς ὑποχρεωτικὲς διακοπὲς στὰ κατάξερα νησιὰ τῆς ἐξορίας—. Ὁ θεῖος
εἶχε «ἕνα πέρασμα» σὲ μιὰ ταινία τοῦ ’68, μὲ τὸν τίτλο «Ραντεβοὺ μὲ μιὰ
ἄγνωστη», στὴν ὁποία ἡ Lonnberg κρατοῦσε ἕναν δεύτερο ρόλο.
Καθὼς μεγαλώναμε,
ὁ θεῖος Μηνᾶς ἐμπλούτιζε τὶς ἱστορίες μὲ σκηνές, ποὺ στὸν κινηματογράφο
θὰ χαρακτήριζαν τὸ ἔργο ὡς κατάλληλο ἄνω τῶν δεκατεσσάρων. Ἄρχισε
νὰ περιγράφει συμπλοκὲς μὲ ἀνθρώπους τῆς νύχτας καὶ μαχαιρώματα, κυνηγητὰ
τῆς ἀστυνομίας, κυρίως ὅμως τὶς ἀτέλειωτες κατακτήσεις του στὸ γυναικεῖο
φύλο.
«Ὅλα αὐτὰ
βέβαια μέχρι ποὺ γνώρισα τὴ θεία σας», κατέληγε. «Αὐτὴ ἡ γυναίκα ἦταν
ἡ ἀφορμὴ νὰ ἀλλάξει ἡ ζωή μου. Μόλις τὴν εἶδα, εἶπα ”Μ’ αὐτὴ τὴ γυναίκα
ἐγὼ θέλω νὰ ζήσω”. Τὰ ἄφησα ὅλα καὶ ἦρθα καὶ ἄνοιξα τὸ ἑστιατόριο ἐδῶ».
Ὅταν κάποτε
τὸν ρώτησα γιατί ἔκλεισε τὸ ἑστιατόριο, ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τὸν
συνέταιρό του ὅτι ἔκλεβε λεφτὰ καὶ ἔριξε τὴν ἐπιχείρηση ἔξω. «Εὐτυχῶς
ποὺ κατάφερα καὶ μπῆκα στὸ στρατό, μὲ ἔβαλε ἐκεῖνος ὁ ἀνθρωπάκος καὶ
σώθηκα», πρόσθεσε καὶ ἀνέφερε τὸ ὄνομα ἑνὸς ταγματάρχη ποὺ τὸν τακτοποίησε
ὡς μάγειρα στὴ λέσχη τῶν ἀξιωματικῶν. «Εὐτυχῶς, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἔχει
πάντα καλὰ καὶ αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του», ξαναεῖπε.
Ὡς παιδιὰ
ποτὲ δὲν ἀναρωτηθήκαμε γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τῶν ὅσων ἔλεγε ὁ θεῖος
Μηνᾶς. Ὁ λόγος του γλαφυρὸς στὴν ἀφήγηση σὰν ἕνα καλοδουλεμένο σενάριο,
μᾶς ἔπειθε. Οὔτε ἀργότερα ἀμφισβητήσαμε τὶς κατακτήσεις του, ἂν
καὶ ἔμοιαζε μὲ ὑπερβολὴ ἕνας γεροδεμένος μέν, ἀλλὰ κοντόχοντρος
καὶ μέτριας ὀμορφιᾶς ἄνδρας νὰ καυχιέται ὅτι εἶχε γνωρίσει κι εἶχε
σχετιστεῖ στὴν ἐποχή του μὲ τὶς πιὸ ὄμορφες γυναῖκες. Ἴσως πιστεύαμε
ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς ἐπαναλάμβανε «μὴν κοιτᾶτε πῶς κατάντησα τώρα,
στὰ νιάτα μου νὰ δεῖτε πὼς ἤμουν, Μάρλον Μπράντο, θὰ σᾶς δείξω καμιὰ φορὰ
φωτογραφίες καὶ θὰ μὲ θυμηθεῖτε».
Ἔπρεπε
νὰ ἀνδρωθοῦμε, νὰ ἀποκτήσουμε τὶς δικές μας ἐμπειρίες στὴ ζωὴ γιὰ νὰ
ἀποκαθηλώσουμε τὸν θεῖο Μηνᾶ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ πολύξερου καὶ πολύπειρου
«Δὸν Ζουάν» καὶ νὰ τὸν δοῦμε στὶς πραγματικές του διαστάσεις. Ἦρθαν μὲ
τὸν καιρὸ καὶ κάποιες πληροφορίες ποὺ διέρρευσαν ἀπὸ τὸ ἴδιο του τὸ
οἰκογενειακὸ περιβάλλον, οἱ ὁποῖες μᾶς μετέβαλαν αὐτομάτως ἀπὸ
θαυμαστὲς σὲ αὐστηροὺς κριτές του.
Οἱ πληροφορίες
αὐτὲς ἔριξαν φῶς σὲ σκοτεινὲς καὶ ἀνερμήνευτες πλευρὲς τοῦ θείου, ὅπως
ἦταν ἡ παθητικὴ στάση τοῦ ἀπέναντι στὴν τσαούσα θεία Μαρία. Ἡ θεία
μου συχνὰ τὸν ἀπόπαιρνε καὶ τοῦ μιλοῦσε προσβλητικὰ μπροστὰ μας κι ἐκεῖνος
δὲν ἀντιδροῦσε. Ἐπιπλέον τὸν βλέπαμε νὰ κάνει ἕνα σωρὸ δουλειὲς στὸ
σπίτι ποὺ δὲν ἦταν συνηθισμένες τότε γιὰ ἕναν ἄντρα. Μαγείρευε, ἔστρωνε
τραπέζι, ἐπλένε τὰ πιάτα καὶ σκούπιζε τὴν κουζίνα, ἐνῶ ἡ θεία πήγαινε
καὶ ξάπλωνε στὸ κρεβάτι γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ, παίρνοντας παραμάσχαλα
ἕνα περιοδικὸ μόδας. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἡ σκληρότητα τῆς θείας ἔφτανε
σὲ ἀκραῖα σημεῖα. Ἀπέφευγε παραδείγματος χάριν νὰ τὸν φροντίζει ὅταν
ἦταν ἄρρωστος, μὲ τὴν δικαιολογία μὴν κολλήσει κι αὐτή. Ἤ, ἂν τὸν πονοῦσε
ἡ μέση ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία στὴ δουλειὰ καὶ τὰ βαριὰ καζάνια ποὺ σήκωνε,
ἀρνοῦνταν κατηγορηματικὰ νὰ τὸν τρίψει μὲ vix, γιατί μύριζαν ἄσχημα
τὰ σεντόνια. Ἀρχικὰ ἀποδώσαμε τὴ στάση αὐτὴ στὴ μπερμπάντικη ζωὴ
τοῦ θείου, ἡ ὁποία δὲν φαίνεται νὰ εἶχε ποτὲ σταματήσει. Πιθανότατα
ἡ θεία τὸ πληροφορήθηκε καὶ τὸ ἐκμεταλλευόταν κάνοντάς τον ὅ,τι ἤθελε.
Τελικά,
ὅπως ἀποκαλύφθηκε, τὰ πράγματα ἦταν πιὸ σύνθετα. Τὸν καιρὸ ποὺ ὁ θεῖος
Μηνᾶς ζοῦσε στὴν Ἀθήνα, εἶχε ἀφήσει ἔγκυο μία κοπέλα, τὴν ὁποία ὅμως
δὲν ἤθελε γιὰ γυναίκα του. Ἡ κοπέλα τὸν πῆγε στὰ δικαστήρια, ὅπου ὅμως
κατάφερε νὰ ἀθωωθεῖ, καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει περαιτέρω μπελάδες καὶ
πιέσεις ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ γύρισε πίσω στὰ Τρίκαλα.
Μιὰ ξαδέλφη
του τὸν προξένεψε στὴ θεία μου, ποὺ εἶχαν περάσει λίγο τὰ χρόνια της, ἀλλὰ
διέθετε μιὰ ἀξιόλογη προίκα. Ἔτσι προέκυψε ὁ κεραυνοβόλος ἔρωτας
καὶ ὁ ἐσπευσμένος γάμος. Ἡ προίκα τῆς θείας μετὰ τὰ στέφανα ἀποτέλεσε
καὶ τὸ βασικὸ κεφάλαιο γιὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἑστιατορίου.
Ἡ ἐγκυμονούσα
κοπέλα ὅμως ἀποφάσισε νὰ κρατήσει τὸ παιδί. Γέννησε ἕνα ἀγόρι, τὸ
ὁποῖο μεγάλωσε, σπούδασε καὶ κάποια στιγμὴ ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ τὸν
πατέρα του. Κατάφερε νὰ ἔχει μιὰ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία μαζί
του καὶ ζήτησε νὰ γνωρίσει τὸν ἴδιο καὶ τὰ ἀδέλφια του. Ὁ θεῖος ἀρνήθηκε
κατηγορηματικὰ καὶ τὴν ἐπικοινωνία καὶ τὸ ὅτι ἦταν παιδί του. Τὸ
περιστατικὸ βέβαια ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴ θεία Μαρία, στὴν ὁποία
δικαιολογήθηκε ὅτι κάποτε εἶχε πάει μὲ μιὰ «πόρνη» ποὺ ἦταν ἔγκυος
καὶ προσπάθησε νὰ τοῦ φορτώσει τὸ παιδί. Ὅταν τὸν πῆγε στὰ δικαστήρια,
παρουσίασε τρεῖς φίλους του ὡς μάρτυρες ποὺ ὑποστήριξαν ὅτι εἶχαν
κοιμηθεῖ μαζί της, καὶ ἔτσι ἀθωώθηκε.
Ἀπὸ τότε
ἄλλαξε ἐντελῶς ἡ στάση τῆς θείας. Φυσικὰ ἄλλαξε καὶ ἡ δική μου, ὅταν
ἔμαθα τὰ σχετικά. Ἀπέφευγα νὰ πηγαίνω στὸ σπίτι τους. Ὄχι μόνο γιὰ
τὴν ἀνυποληψία τοῦ θείου μου. Ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ αὐτὴ μὲ εἶχε
πειράξει ποὺ ἡ θεία Μαρία δὲν ἔδειξε γενναιοψυχία καὶ δὲν ἐπικοινώνησε
ἡ ἴδια μὲ τὸ παιδί, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπέλεξε σιωπηρά τα ἔμμεσα βασανιστήρια
τοῦ θείου.
Τὸν θεῖο
Μηνᾶ τὸν ἐπισκέφτηκα ἕνα ἀπόγευμα, μετὰ τὸν θάνατο τῆς θείας Μαρίας.
Ἦταν μόνος. Τὰ παιδιά του ριγμένα μὲ τὰ μοῦτρα στὴ βιοπάλη, πάλευαν
στὶς λαϊκὲς τῆς Ἀθήνας νὰ ζήσουν τὶς δικές τους οἰκογένειες. Εἶχε ἤδη
ὑποστεῖ δύο ἐγκεφαλικὰ ποὺ τοῦ ἄφησαν κάποιο πρόβλημα στὸ δεξὶ πόδι
καὶ χέρι. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ μεγάλη στροφή του πρὸς τὴν ἐκκλησία.
Στὸ κομοδίνο δίπλα στὸ κρεβάτι του εἶχε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἕνα σωρὸ
πατερικὰ βιβλία.
«Αὐτὰ διαβάζω
τώρα», εἶπε δείχνοντάς μου τὴ στοίβα μὲ τὰ βιβλία. Καθὼς κουβεντιάζαμέ
μου περιέγραψε σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν ἄγγιξαν.
Φεύγοντας,
ὡς ἀναλαμπὴ ἄστραψε μέσα μου ἡ σκέψη ὅτι, ὅσα μοῦ περιέγραψε, δὲν ἦταν
χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ σκηνὲς ἀπὸ τὴν ταινία «ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
τὴν Ναζαρὲτ» τοῦ Τζεφιρέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου