Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η σοπράνο στο φλεγόμενο πλοίο

Του Γιώργου Χουλιάρα

 [λιμπρέτο εν περιλήψει]


(Σημείωση οικολογειν : Η ακρίβεια της αφηγήσεως είναι θέμα προσεχούς αστυνομικού ρεπορτάζ του εν όψει ιστότοπου )
Καπνοί γεμίζουν την αίθουσα της όπερας καθώς διασύρεται η αυλαία για να αρχίσει η μουσική εισαγωγή με συρίγματα και κόρνες πλοίων, κροταλισμούς ελικοπτέρων και ανεμιστήρων του καιρού που διαταράσσουν κομμώσεις και περουκίνια.


Μες στους καπνούς, στην πάνω γέφυρα, ολοφύρεται η ορφανή σοπράνο

Μόνη ταξίδευα. Το αυτοκίνητό μου στο αμπάρι. Όλα τα έχασα. Ούτε εσώρουχα δεν έχω. Συναγερμός δεν δόθηκε ποτέ, ούτε μας χτύπησαν τις πόρτες στις καμπίνες. Κανείς, κανείς δεν ειδοποίησε κανέναν, είναι τα λόγια της που επανέρχονται στην άρια που τραγουδά δίκην συνέντευξης, μέσω Skype, σε ψυχαγωγικό κανάλι, ενώ διασώστες, πυροσβέστες, πιλότοι, ναυτικοί, υπουργοί και παρουσιαστές εκπομπών μπαινοβγαίνουν με γεωμετρικές κινήσεις πανικού από τα παρασκήνια.

Η άρια διακόπτεται απότομα από διαφημίσεις στις συνεχείς οθόνες που καλύπτουν τοίχους και οροφές της αίθουσας, καθώς νέοι και νέες διατρέχουν τους διαδρόμους μεταξύ των θεατών, αρμονικά σταματώντας κάθε τόσο για να βγάλουν και να χαρίσουν τα εσώρουχά τους στο κοινό.


Ξύπνησα από τον καπνό που έμπαινε στο δωμάτιό μου. Όλα ήταν άσπρα. Δεν φαινόταν τίποτε, όπως στα όνειρα των τυφλών.
Φόρεσα παντελόνι – το φορά, ενώ συνεχίζει να τραγουδά – φόρεσα πουλόβερ – το φορά, ενώ συνεχίζει να τραγουδά – φόρεσα μπουφάν – το φορά, ενώ συνεχίζει να τραγουδά. Και βγήκα έξω – ρεφρέν που επαναλαμβάνεται χορωδιακά από αλλόφρονες και ξενόγλωσσους τραγουδιστές που τρέχουν μπρος πίσω στη σκηνή και στους διαδρόμους.

Πόρτες δεν άνοιγαν. Οι φλόγες μάς τριγύριζαν. Έβρεχε. Οι άνεμοι συναγωνίζονταν σε μποφόρ. Κάποια στιγμή άρχισε να χιονίζει, λες και ήταν Χριστούγεννα, όπως ήταν. Πολλές βάρκες δεν δούλευαν. Λίγες εγκατέλειψαν το φλεγόμενο πλοίο, απομακρύνοντας χορωδούς προς άλλες νότες του μπαντολεόν.


Πανικός. Δεν υπήρχε κανείς από το πλήρωμα. Μόνο ένα άτομο στα σωσίβια. Πήραν τα παιδιά μου, φώναζε μια κυρία. Μας κλωτσούσαν να βάλουν στη θέση μας Ιταλούς.
Κόλαση του Δάντη.

Ήμασταν στο πάνω κατάστρωμα. Περιτριγυρισμένοι από φλόγες. Όπως μια γάτα που έχει αγριέψει. Ήρθαν γύρω μας πλοία για να σβήσουν τις φωτιές και μας κατέβρεχαν πνίγοντας στους ήχους των νερών τις μελωδίες. Μας κλωτσούσαν Ιρακινοί και Τούρκοι που έτρεχαν να σωθούν πρώτοι. Με πέταξαν κάτω τρεις φορές. Σηκώθηκα.


Στο λιμάνι συγκέντρωναν τις σορούς των πνιγμένων. Έφεραν τον γιο του να αναγνωρίσει το πτώμα. Δεν είναι ο πατέρας μου ο νεκρός, είπε. Αυλαία.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου