Του Αλέξανδρου
Μιστριώτη
ΚATEBAINEI
κάθε μέρα τοὺς τέσσερις ὀρόφους μὲ τὰ πόδια γιὰ νὰ πάει στὸ περίπτερο.
Τὴν περιμένουν. Ἔχει μόνιμα μιὰ καρέκλα ποὺ τὴν περιμένει. Ἀπὸ τότε
ποὺ ἔσπασε τὸ πόδι της εἶναι δύσκολο τὸ περπάτημα. Ἡ φωνή της εἶναι
δυνατὴ καὶ τὰ γυαλιὰ ἡλίου ποὺ φορᾶ κρύβουν τὰ θολὰ ἀπὸ τὴν ἡλικία
μάτια της. Ἕνα κορίτσι ποὺ μένει στὸν πέμπτο τὴν χαιρετᾶ καὶ τελικὰ τὴν
βοηθᾶ νὰ κατέβει, ἔχουν τὸ ἴδιο ὕψος. Ἡ κυρία Κ. εἶναι ἕνας ἄνθρωπος
ταξιδεμένος καὶ κομψός, ὑπερήφανος. Νὰ διαβάσετε τὸ τελευταῖο βιβλίο
του, δὲν εἶναι τὸ καλύτερο ἀλλὰ ἐμένα μοῦ ἄρεσε! Ναί, ἡ πόλη ἄλλαξε
ἀλλὰ ἐμένα μοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ πόλη, τὴν ἀγαπῶ. Τί εὐχὴ εἶν’ αὐτὴ νὰ
τὰ ἑκατοστίσεις; Στὴν ἡλικία μου ξέρω πὼς αὐτὸ εἶναι κατάρα. Μοῦ λένε
τ’ ἀνίψια μου, χρυσὰ παιδιά, νὰ πάρω μιὰ ἀποκλειστική. Τί νὰ τὴν κάνω;
Γιὰ νὰ τῆς κάνω παρέα; Κι αὐτὴ πῶς θὰ περνᾶ τὴν ὥρα της; Θὰ πρέπει νὰ τῆς
πάρω τηλεόραση, δὲ θὰ μπορῶ νὰ ἡσυχάσω, οὔτε συζήτηση. Κόρη μου δὲν
θὰ μπορεῖς νὰ κάνεις τίποτα μιὰ μέρα καὶ θὰ εἶσαι βάρος, ἀλλὰ μὴ τὸ σκέφτεσαι.
Ἄκου κεῖ νὰ τὰ ἑκατοστίσεις! Φτάνοντας στὸ ἰσόγειο λάμπουν καὶ οἱ δύο.
Στὴν εἴσοδο τῆς παλιᾶς πολυκατοικίας ὁ ἥλιος πανηγυρίζει, ἔχει ἕνα
μικρὸ κῆπο, ἔχει γιασεμιὰ καὶ γάτες ποὺ παίζουν. Τὸ χαμόγελο αὐτό, ὅμως,
εἶναι συνεννόηση, δὲν ἔχει νὰ κάνει μ’ αὐτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου