Μια επιλογή του Γιάννη Ζήβα από
διήγημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ
....Εκείνη
η ψιλή βροχούλα τά 'κανε όλα, απ' αυτήν
γίνηκαν όλα. Πήρε πάλι τον κατήφορο
για τη ρεματιά, πήρε τον ανήφορο
για το δάσος. Εκεί τον έπιασε
η μπόρα. Στάθηκε όσο να περάσει---πέρασε
γρήγορα, πήρε πάλι τον ανήφορο σιγά-σιγά
για το ξέφωτο. Ο ήλιος πρόβαλε πάλι, ο
τόπος απόμεινε υγρός, μπροστά του όλο
το μικρό λιβάδι. Έκατσε
στη συνηθισμένη του θέση---ήτανε σήμερα
πολύ λυπημένος, δεν τ' άνοιξε το
δισάκι του---καθόταν εκεί θλιμμένος .
Κι ολότελα
ξαφνικά τα 'δε μπροστά του.Σηκώθηκε, τα κοίταξε,
ξανακοίταξε---δε μπορεί να γελιότανε, τα 'ξερε.
Ήταν αυτά. Τ' αρκουδίστικα χνάρια, τα μεγάλα
της πέλματα. Αυτή ήταν.Η αρκούδα του
Σμόλικα, του Πάπιγκου, της Πολιάνας, --η Μάρω
της Πίνδου. Και ζούσε ακόμα. Ζούσε κι
αυτή. Η λύπη του σκόρπισε μονομιάς---η
καρδιά του κτύπησε δυνατά, στον παλμό
της βουνίσιας του ράτσας, της δικής του
της γής. Σαν τώρα μονάχα να 'φτασε
εκεί, σαν τώρα μονάχα να 'χε γυρίσει.
Αυτά τα χνάρια φαίνονταν τώρα , ξαναφαίνονταν
μετά, η σιγουριά του η χαμένη πως
είχε φτάσει σε τόπο που δεν ήταν
ανύπαρκτος, πού δεν ήτανε της νοσταλγίας
του μόνο, της φαντασίας του , η σιγουριά
που 'χε χάσει μέσα σ' αυτούς
τους τρελούς, τους μισούς, τους αφιονισμένους ,
τους νικημένους ανθρώπους , αυτή τη
σιγουριά την βρήκε γυρίζοντας.
Πήγε
ως την άλλη άκρη απ' το ξέφωτο,
έφτιασε λίγο τον τόπο με τις
παλάμες του, άδειασε εκεί το δισάκι του.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε απ' το πρωί,
---το ψωμί, το τυρί, που της άφησε, δεν
ήταν εκεί. Της έφερε πάλι και
ζάχαρη. Και τις άλλες μέρες, κάθε μέρα.
Εν όψει : Αρκούδα της Πίνδου, ευτυχώς όχι η τελευταία, που σκοτώθηκε πρόσφατα από αυτοκίνητο...
Μέρα με
τη μέρα το φαϊ της
το άφηνε στην ίδια θέση. Ώσπου την
είδε. Ξεπρόβαλε μέσα απ' τα δέντρα. Στάθηκε
μία στιγμή και ύστερα τράβηξε για τη
θέση που της άφηνε το φαϊ. Τον
είδε, τρόμαξε, έκανε να φύγει πίσω αλλά
έμεινε εκεί. Αυτός την κοιτούσε ασάλευτος.
Πρέπει να ήταν μικρή, θηλυκιά ,δε θα
'ταν ακόμη δύο χρόνων. Έμειναν έτσι
και κοιτάζονταν. Ο τελευταίος άνθρωπος του
Ντομπρίνοβου κι η αρκουδίτσα της
Πίνδου στάθηκαν εκεί στο ξέφωτο εκείνο
του δάσους, από τις δύο μεριές του
και κοιτάζονταν. Δύσπιστα, δισταχτικά και καχύποπτα,
χωρίς να μπορούν να φύγουν , δεν
μπορούσαν άλλωστε εύκολα να κουνηθούν.
Την
άλλη μέρα άρχιζε πια το μεγάλο παιχνίδι :
Γέμισε τον τορβά του, πήρε μαζί του
και μεγάλο δίκοπο μαχαίρι, έκατσε στη
θέση του και περίμενε. Την ίδια ώρα
τη χθεσινή, το ζώο ξαναπρόβαλε μέσα απ' τα
δέντρα. Ξανασταθήκανε μια στιγμή και
κοιταχτήκανε. Άνοιξε το δισάκι του, του πέταξε
ένα κομμάτι ψωμί. Το ζώο το πήρε, πήγε
τώρα κοντύτερα. Και τρίτο---ακόμη κοντύτερα. Ήτανε τόσο
κοντά, που χρειάστηκε να κρατάει τη λαβή
του μαχαιριού του. Του πέταξε ύστερα
μία σακουλίτσα ζάχαρη---όλα πήγανε καλά σήμερα.
Και
πήγανε και τις άλλες μέρες. Και το
ζώο πλησίαζε κάθε φορά περισσότερο, τρία μέτρα,
δύο μέτρα, ένα μέτρο, μισό. Άπλωσε πιά και
το χέρι του δίνοντας στην αρκουδίτσα
μία χούφτα ζάχαρη. Η αρκούδα πήγε και
το 'γλειψε. Και την άλλη και την
παράλλη, κι εκείνη έμεινε δίπλα του
περιμένοντας. Και τότε αυτός άπλωσε τα
χέρια του και της αγκάλιασε το κεφάλι.
Το ζώο τ' άφησε με εμπιστοσύνη μέσα
στα χέρια του. Ξεχείλισμα της δικής του
λύπης, της μοναξιάς, της απελπισίας του. Έσφιξε
τ' αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του.
Η αρκουδίτσα τανύστηκε κι
εκείνος ένιωσε μέσα στα χέρια
του ένα σπαρτάρισμα του ζώου. Έτσι όπως
ήταν έσκυψε και το φίλησε στο κούτελο,
το ζώο μούγκρισε, στα δικά του τά
μάτια ανέβηκαν δάκρυα, τόσο καιρό κρατημένα.
Χωρίστηκαν ήρεμα....
...Το
φθινόπωρο έφθανε πάντα γρήγορα στην Πίνδο,
τον Οκτώβρη συννεφιάζει πιά, αρχίζει το κρύο.
Ο Σκουρογιάννης κατάλαβε, η ώρα της
αρκούδας του για τον χειμωνιάτικο ύπνο
της κόντευε. Έβλεπε τα μάτια της και
μισόκλειναν , το κεφάλι της βάραινε. Κάθεται
δίπλα του, του γλείφει για μια στιγμή
το χέρι, μα το φαί του από μέρα
σε μέρα όλο και λιγότερο γίνεται.
Αυτή
τον οδήγησε στη χειμωνιάτικη τρύπα
της--μία μεγάλη κουφάλα και τρία πεύκα
τριγύρω. Αυτός κουβάλησε ζάχαρη, της την έβαλε
σε μία γαβάθα για να την βρεί
ξυπνώντας την άνοιξη. Ξάπλωσε το ζώο, του
χάϊδεψε αυτός το κεφάλι στο κούτελο,
όπως χαϊδεύουνε τα σκυλιά. Η αρκουδίτσα
μισάνοιξε μία φορά τα μάτια της ενώ
όλο και βάραινε μέχρι που έγειρε το
κεφάλι της. Αυτός έκυψε , το χάϊδεψε
δυό φορές και εκείνη κοιμήθηκε. Τέλειωσε.
Σηκώθηκε να φύγει. Ξαναστάθηκε μια στιγμή
στην άκρη της κουφάλας και είπε :
---Κοιμήσου
εσύ, έρμο πουλάκι μου. κοιμήσου τώρα. Θα
ξεναβρεθούμε την άνοιξη. Εμείς οι δυό
απομείναμε σ' αυτόν τον τόπο, κανένας άλλος
, δεν έμεινε τίποτε εδώ.
Και
κατέβηκε στο ερημωμένο χωριό....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου