Του Κώστα
Δεσποινιάδη
ΔΙΑΣΧΙΖΩ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ Ν. παρέα μὲ τὸν φίλο μου τὸν Θ. Βλέπουμε
χτυπημένο ἕνα σπουργίτι ποὺ προσπαθεῖ μάταια νὰ πετάξει.
Αποφασίζουμε νὰ τὸ πᾶμε σὲ κάποιον κτηνίατρο ἢ σὲ κάποια φιλοζωικὴ ὀργάνωση.
Εἶναι Κυριακὴ καὶ ὅποιο τηλέφωνο καλοῦμε δὲν ἀπαντᾶ. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ
τηλεφωνήματα, μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Κ.Κ. καὶ προσφέρεται νὰ μᾶς βοηθήσει. Ἕνας
ξανθὸς πιτσιρίκος, μὲ γαλανὰ ἔξυπνα μάτια, ποὺ ἔπαιζε ἐκεῖ δίπλα,
μᾶς φέρνει ἕνα κουτὶ ἀπὸ χαρτόνι. Ἀνοίγουμε τρεῖς τέσσερις τρύπες
στὸ χαρτονένιο κουτί, πιάνουμε ἁπαλὰ τὸ χτυπημένο πουλὶ καὶ τὸ βάζουμε
μέσα. Καλοῦμε ἕνα ταξὶ καὶ λίγο πρὶν μποῦμε μέσα ἐγὼ κι ὁ Θ., ὁ μικρὸς
μὲ κοιτάει στὰ μάτια καὶ μοῦ λέει μὲ κάποιο παράπονο: «Θέλω νὰ ζήσει
τὸ πουλάκι, κύριε». «Θὰ ζήσει», τὸν διαβεβαιώνω, χαϊδεύοντάς του
τὸ κεφάλι καὶ κλείνω τὴν πόρτα. Σὲ λίγο φτάνουμε στὴ συνοικία Ντ.,
βρίσκουμε τὸν Κ.Κ. καὶ τοῦ δίνουμε τὸ χτυπημένο σπουργίτι. Τὸ ἐξετάζει
προσεκτικά. «Εἶναι χτυπημένο τὸ μάτι του, ἡ φτερούγα του, πιθανότατα
καὶ ἡ σπονδυλική του στήλη», μᾶς λέει καὶ πρόσθέτει: «Ἔχει, ἐλάχιστες
πιθανότητες νὰ ζήσει, ἀλλὰ ἀφῆστε το ἐδῶ νὰ δῶ τί μπορῶ νὰ κάνω.» Σὲ
τρεῖς μέρες ξαναπαίρνω τηλέφωνο τὸν Κ. Κ. καὶ τὸν ρωτάω γιὰ τὸ σπουργίτι.
«Πέθανε λίγες ὧρες ἀφότου τὸ φέρατε», μοῦ ἀπαντᾶ.
Λίγες μέρες μετά, περνῶ καὶ πάλι ἀπὸ τὴν πλατεία Ν. Βλέπω ἀπὸ μακριὰ
τὸν μικρὸ ποὺ μᾶς εἶχε βοηθήσει μὲ τὸ πουλάκι, νὰ μὲ πλησιάζει τρέχοντας.
«Τί ἔγινε, κύριε, ἔζησε τὸ πουλί;», ρωτᾶ μὲ ἐμφανῆ ἀγωνία. «Ἔζησε·
ἔζησε χάρη σὲ ἐσένα», τοῦ ἀπαντῶ καὶ προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τὸ βλέμμα
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου