.
Η ΞΑΠΛΑ
ποὺ προτιμοῦσε ἦταν στὸν καναπὲ ἀντίκρυ στὸ παράθυρο. Κοιτάζοντας
τὸ ἡλιοβασίλεμα ὁ νοῦς του ἀνθοῦσε. Ἦταν ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος τῶν πιὸ
παραγωγικῶν του σκέψεων. Τὸ συγκλονιστικό του μυθιστόρημα-ποταμός,
τὸ σχεδὸν ἕτοιμο, αὐτῆς τῆς ξάπλας ἦταν καρπός. Δὲν ἀπόμεινε παρά, νὰ
στρωθεῖ νὰ τὸ γράψει
Νὰ βουλώσει τὶς κακὲς γλῶσσες στὴ «Λυκόβρυση» ποὺ τὸν θεωροῦν «κλασική
τεμπέλα». Καὶ νὰ μάθουν καὶ τί ἐστὶ ἕνας σύγχρονος Μαρσὲλ Προύστ.
Πάντως, πρέπει ν' ἀρχίσει νὰ τὸ γράφει. Ἔχει βαρεθεῖ καὶ ὁ ἴδιος τὰ
«τελειώνει πιά, τελειώνει» ὅταν ρωτᾶνε «πῶς πάει ὁ ποταμός». Ἔκαμε
καὶ τὸ λάθος νὰ μιλᾶ γιὰ χίλιες σελίδες. Εἶναι λίγες οἱ πεντακόσιες;
Ἄλλωστε ἕνας ποταμός, ὡς ἔννοια, εἶναι κάτι πολὺ σχετικό.
Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε Δούναβη, Ρῆνο, Βόλγα! Ἔχουμε Ἀχελῶο, Πηνειό,
Σπερχειό...
Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, σχολαστικὰ καὶ μὲ διακόσες σελίδες «ποταμὸ»
ἔχεις γράψει. Καὶ μὲ ἑκατὸ ἀκόμη λὲς πάρα πολλά. Παράδειγμα ὁ ποταμὸς
Μόρνος, ὑδρεύει τὴ μισὴ Ἑλλάδα. Ἐξάλλου διανύουμε περίοδο λιτότητας. Γιατί ὄχι
καὶ λογολιτότης; Καὶ πάταξη τῆς λογοδιαφυγῆς καὶ τοῦ λογοπληθωρισμοῦ;
Ἤξερε πὼς ἅμα διολισθαίνει στὰ τρελά του ἀναζητᾶ δικαιολογίες
καὶ μελαγχόλησε. Ἔβαλε στὸ κασετόφωνο Κάλλας στὴ Νόρμα, ἄναψε τσιγάρο,
πῆγε στὸ παράθυρο.
«Ἔπρεπε νὰ εἶμαι ποιητής, μοῦ πάει περισσότερο. Μὲ 264 λέξεις ὁ Καβάφης ἐποίησε
τὸ “Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους”.»
Νὰ δοκιμάσει νὰ γράψει ἕνα διήγημα μὲ τόσες πάνω-κάτω λέξεις; Γιατί
όχι, τί ἔχει νὰ χάσει; Ἄλλωστε μὲ τόσο λίγες λέξεις πετυχαίνεις τὸ
μέγιστον τῆς ἀφαίρεσης. Σχεδὸν τὴν τελειότητα!
Ἀλλὰ γιατί νὰ ἐπιδιώξει τὴν «σχεδὸν» καὶ ὄχι τὴν ἀπόλυτη; Ποιό εἶναι
τὸ ἐμπόδιο; Οἱ λέξεις!
Ἐὰν δὲ μεταχειριστεῖ καμία... Ποῦ φθάνει; Θεέ μου, στὴ σιωπή, στὴν ἀπόλυτη
σιωπή, στὴ «σιωπὴ ποταμός»...!
Μήπως ξανάρχισε τὰ τρελά του; Μελαγχόλησε πάλι, ξάπλωσε, κοίταζε
τὸ ἡλιοβασίλεμα.
«Ἔπρεπε νὰ εἶμαι... λάθος! Πιὸ καλὰ νὰ μὴν εἶμαι τίποτα...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου