|
|
του ΠΕΤΡΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΕΝ
ΘΥΜΑΜΑΙ τὴν τελευταία μου δήλωση. Ὑποθέτω πὼς δὲν ξέφευγε ἀπὸ τὰ
πεπατημένα. Δὲν ἔπεφτε μὲ τὸ γδοῦπο μιᾶς ταφόπλακας ἢ μὲ τὴν ὀργὴ
μιᾶς θεομηνίας. Ἴσως νὰ ἦταν κάπως ὀξύτερη ἀπ' ὅσο συνήθως – μὰ
καὶ πάλι, ἴσως ὄχι, δὲν θυμᾶμαι.
Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι καθαρά, λὲς καὶ τὸ βλέπω τώρα, ἦταν πὼς σηκώθηκα
ἀπὸ τὴν πολυθρόνα μου, ἐνόσω ἀκόμη μιλοῦσα, καὶ κατευθύνθηκα πρὸς
τὴν κρεβατοκάμαρα. Δὲν φανταζόμουν πὼς μὲ τὴν ἁπλὴ αὐτή κίνηση —ἐν
μέρει ἀυθόρμητη, ἐν μέρει προσποιητή— θὰ ἔμπηγα ἕναν πάσσαλο ἀνάμεσά
μας. Περίμενα νὰ κυλήσουν λίγα λεπτὰ κι ἔπειτα ν' ἀκούσω τὰ βήματά
της. Νὰ τὴν ἀκούσω καὶ —προτοῦ προλάβω νὰ τραβηχτῶ— νὰ πέσει στὴν ἀγκαλιά
μου. Τότε ὁ μετρητὴς θὰ μηδένιζε ὅλη τὴν ἔνταση. Τὰ σκληρά μας λόγια
θὰ ἔτρεχαν νὰ συναντήσουν ὅσα παρόμοια ἀνταλλάξαμε στὸ παρελθόν.
Νὰ ἀρχειοθετηθοῦν καὶ νὰ λησμονηθοῦν. Ν' ἀφήσουν μονάχα μιὰ μικρὴ
οὐλή, δίπλα στὶς τόσες ἄλλες. Ἄκουσα τὰ βήματά της, πράγματι, ἀλλὰ
δὲν τ' ἄκουσα νὰ πλησιάζουν. Τὰ ἄκουσα νὰ ξεμακραίνουν. Βρόντηξε τὴν
πόρτα πίσω της. Κι ἐντούτοις δὲν κουνήθηκα.
Ὑπολόγισα πὼς εἶχε μερικὰ ἀκόμη δευτερόλεπτα στὴ διάθεσή της ἕως
ὅτου καλέσει τὸ ἀσανσέρ, ἕως ὅτου τὸ ἀσανσὲρ ἀνέβει στὸν ἕκτο ὄροφο.
Θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ χτυπήσει ξανὰ τὸ κουδούνι. Τότε θὰ πεταγόμουν ἀπὸ
τὸ κρεβάτι μου. Πάλι ὁ μετρητὴς θὰ μηδένιζε. Ἴσως καὶ ἡ οὐλὴ —οὔτε
κἂν ἡ οὐλή— δὲν θὰ ἔμενε. Θὰ τὴν σκέπαζε ἡ λήθη.
Παρ' ὅλο ποὺ ἔχουν περάσει ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔφυγε,
δὲν ἔχω πάψει ν' ἀναρωτιέμαι μήπως κι ἐκείνη περίμενε πότε θὰ ἐπιστρέψω
στὸ σαλόνι, πότε θὰ πέσω στὴν ἀγκαλιά της.
Μήπως κι ἐκείνη ἦταν βέβαιη —ὅσο τὸ ἀσανσὲρ πλησίαζε— πὼς θ' ἀνοίξω
τὴν πόρτα μου καὶ θὰ τὴν τραβήξω ξανὰ κοντά μου. Μήπως οἱ δρόμοι μας χώρισαν
ἐπειδή —μόνο καὶ μόνο— ἡ σκέψη μας ἀκολούθησε τὴν ἴδια διαδρομή. .
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου