Της Γεωργίας Κολοβελώνη*
Tί κάνεις τώρα στὴν Ἑλλάδα;
— Συλλέγω φιλιὰ ἀπὸ ὄμορφες κοπέλες
μὲ λευκὸ δέρμα.
Χαμογέλασε καὶ φάνηκαν τὰ κατάλευκα δόντια του. Κον
τρὰστ μὲ τὸ σκοῦρο πρόσωπό του. Στὴν πραγματικότητα
ἦταν πιὸ μελαχρινὸς ἀπ’ ὅ,τι φαινόταν στὴν ὀθόνη. Καθόμουν
μιὰ θέση ἀκριβῶς πίσω του, μὲ πλήρη θέα στὴν καμπύλη τοῦ λαιμοῦ του. Τὸν ἔβλεπα νὰ μιλάει γιὰ τὴ ζωὴ του ἐκεῖ, ἐδῶ, ποιὸς ξέρει ποῦ ἀλλοῦ. Ἀπαντοῦσε μὲ ἄνεση στὶς ἐρωτήσεις τοῦ δημοσιογράφου.
Μὲ τὴν ἴδια ἄνεση ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζε σὲ λίγο τὶς ἐρωτήσεις τοῦ κοινοῦ μετὰ τὴν προβολή. Ἡ ταινία παιζόταν
τὴν πρώτη μέρα τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ φεστιβάλ. Στὸ ὑπαίθριο πάρκο
κόσμος περιδιάβαινε τὰ περίπτερα, συζητοῦσε, παρακολουθοῦσε ὁμιλίες, δοκίμαζε
ἔθνικ γεύσεις ἢ ἐπέμενε στὸ ἐγχώριο σουβλάκι.
Συγχρωτίστηκε μὲ τὸ πλῆθος, ἀφήνοντας τὴν ὁμήγυρη νὰ ἀναλύει ἐμβριθῶς τὴν ἐπικαιρότητα. Τὸν ἀκολούθησα. Τὸν φαντάστηκα
σκυμμένο πάνω σ’ ἕναν τεράστιο χάρτη, νὰ σημαδεύει κουκίδες, χῶρες, ἀνθρώπους, συνήθειες,
διαδρομές· εὐθεῖες καὶ καμπύλες – δρόμων καὶ γυναικῶν μὲ λευκὸ δέρμα. Στὴν οὐρὰ γιὰ τὰ φαλάφελ, γύρισε καὶ μὲ κοίταξε. Μοῦ ἔτεινε τὸ χέρι. Φαντάστηκα
τὴ γλώσσα του στὸ στόμα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου