ΤΑ ΞΥΛΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ, σώθηκαν. Ἔσβησε ἡ φωτιά. Σιγὰ-σιγὰ
ἁπλώθηκε στὴν κάμαρα, μιὰ νοτισμένη ψύχρα. Κρυῶσαν, ἔτσι ὅπως ἦταν
ξεσκέπαστα, τὰ γυμνὰ κοιμισμένα κορμιά τους. Ξυπνῆσαν, τὴν ἴδια στιγμή.
Ἔξω χιόνιζε. Σιωπηλά, σχεδὸν ὑποδόρια. Ἐκείνη τράβηξε ἀπάνω
τους τὸ βαρὺ πάπλωμα. Γυρίσαν στὸ πλάι καὶ βυθίστηκε ὁ ἕνας στὰ μάτια
τοῦ ἄλλου. Γρήγορα, τοὺς κυρίεψε πάλι ἡ ἴδια ὁρμή. Ξεπηδοῦσε, βαθιὰ
μέσα τους, σὰν ἕνας χείμαρρος ἀτιθάσευτος. Κυλώντας ἀπ΄ τὰ σκοτάδια,
ἔβγαινε στὸ φῶς καὶ γινόταν ἕνα ἁρπακτικὸ ποὺ γύρευε νὰ φάει, νὰ σπαράξει
τὴ σάρκα τοῦ ἄλλου. Ἄγριο πάθος, Λερναία Ὕδρα, φωτιὰ στὴ ψυχὴ καὶ στὸ
σῶμα τους.
Κι
ὅταν ξημέρωσε ἡ Δευτέρα, τὸ χιόνι σταμάτησε νὰ πέφτει. Ἐκεῖνος φόρεσε
τὸ κοστούμι του καὶ τὴ ζεστὴ παρτισού του, ἐκείνη τὸ τζίν της, τὸ μάλλινο
πουλόβερ της καὶ τὸ ἀντιανεμικὸ μπουφάν της. Ἐκεῖνος ἔβαλε τὰ καλογυαλισμένα
σκαρπίνια του, ἐκείνη τὶς ψηλὲς λουστρινάτες μπότες της, βγῆκαν καὶ
σφάλισαν πίσω τους, τὴν πόρτα. Ἐκεῖνος μπῆκε στὸ αὐτοκίνητό του, ἐκείνη
ἀνέβηκε στὴ βέσπα της καὶ χώρισαν.
Ἔμεινε
μόνη της ἡ ἀγροικία, σιωπηλή, νὰ στάζει ἀπ΄ τὴ στέγη της, τὸ χιόνι
ποὺ ἄρχισε νὰ λιώνει.
Τὰ
παράθυρα ἦταν ἀνοιχτά, τὰ παντζούρια κλειστά, ἔτριζαν οἱ κορμοὶ τῶν
δέντρων στὴν πλαγιὰ ἄπ΄ τὴν ἀφόρητη κάψα κι ὁ τζίτζικας καλοῦσε ράθυμα
τὸ ταίρι του. Μέσα, τὸ ρεῦμα ἀπ΄ τὰ ἀνοιχτὰ παράθυρα, κούναγε ἐλαφρὰ
τὶς κουρτίνες. Ἀγκαλιαστῆκαν, πνιγμένοι ὁ ἕνας στὸν ἱδρώτα τοῦ ἄλλου
κι ἔγινε τὸ κρεβάτι τους μιὰ θάλασσα ποὺ τοὺς τράβαγε μαυλιστικὰ
στὸν βυθό της. Ἔνιωθε ὁ ἕνας στὸ ἄγγιγμα, στὸ χάϊδεμα, στὸ ἅρπαγμα
τοῦ ἄλλου, σιγὰ-σιγὰ νὰ διαλύεται, σὲ ἄπειρες σταγόνες, σὲ κόκκους
ἀμέτρητους κι ὕστερα νὰ ξανασυντίθεται, νὰ γίνεται καὶ πάλι σιγὰ-σιγά,
μιὰ στάμνα γεμάτη δροσερὸ νερό, ἕνα καρβέλι φρεσκοψημένο, ἀκουμπισμένο
στὸ πρεβάζι ἑνὸς παραθύρου. Καὶ τούτη ἡ παράξενη ἀποσύνθεση κι ἡ
πιὸ παράξενη σύνθεση, ἐρχόταν καὶ ξανάφευγε, ἐρχόταν καὶ ξανάφευγε…κι
ὅταν ξημέρωσε καὶ πάλι ἡ Δευτέρα, εἶχε πάρει νὰ δροσίζει. Ἐκεῖνος
φόρεσε τὸ λινὸ κοστούμι του, ἐκείνη τὸ λευκὸ βαμβακερὸ φουστάνι
της, βγῆκαν καὶ σφάλισαν πίσω τους τὴν πόρτα. Ἐκεῖνος μπῆκε στὸ αὐτοκίνητό
του, ἐκείνη ἀνέβηκε στὴ βέσπα της καὶ χώρισαν καὶ πάλι.
Ἔμεινε
μόνη της ἡ ἀγροικία, σιωπηλή, ν΄ ἀντανακλᾶ στὰ κεραμίδια της, τὸ
λευκὸ φῶς τοῦ ἥλιου π΄ ἀνέτειλε.
***
Ποτὲ
δὲν θὰ μάθει ὁ ἕνας τὸ ὄνομα τοῦ ἄλλου. Ποτὲ δὲν θ΄ ἀγγίξει ὁ ἕνας τὸ
κορμὶ τοῦ ἄλλου. Ποτὲ δὲν θὰ μπεῖ ὁ ἕνας στὴ ψυχὴ τοῦ ἄλλου.
Δὲν
ὑπῆρξε ποτέ, ἡ σιωπηλὴ ἀγροικία.
Τὸ
φανάρι ἔγινε πράσινο. Χωριστῆκαν οἱ ματιές τους. Πρώτη ξεκίνησε
ἡ βέσπα κι ὕστερα τ΄ αὐτοκίνητο.
ΥΓ ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ. Γνωστοποιείται σε κάποιους οικολογούντες ότι το ανωτέρω διήγημα ουδεμία
σχέση έχει με ενεργητικά ή παθητικά
συστήματα ενεργειακής εξοικονόμησης, όπως ακριβώς το- δάκτυλο- που- δείχνει ουδεμία σχέση έχει με τη μαγεία του φεγγαριού…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου