ΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ γιὰ τὸν θάνατο
τῆς Κοκκινοσκουφίτσας καὶ τῆς γιαγιᾶς της, ὅλοι ἐλπίσαμε ὅτι τὸ μαχαίρι
θὰ ἔφτανε ὣς τὸ κόκκαλο καὶ ὅτι δὲν θὰ συγκαλύπτονταν οἱ τεράστιες
εὐθύνες τῆς μητέρας ἢ καὶ τοῦ (ἀνύπαρκτου) πατέρα, καὶ δὲν θὰ φορτώνονταν
μονομερῶς στὸν μεγάλο κακὸ λύκο.
Ἐξηγοῦμαι ἀπ᾿ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ
μὴν ὑπάρχῃ καμμία παρεξήγηση: Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι ὁ λύκος κατάπιε
τὴν Κοκκινοσκουφίτσα καὶ τὴν γιαγιά της — ἐξ ἄλλου αὐτὴ εἶναι ἡ φύση
του καὶ ἡ δουλειά του — διερωτῶμαι ἁπλῶς ποιά ἦταν ἐκεῖνα τὰ μέτρα
ποὺ ἐλήφθησαν ὥστε νὰ μὴν διευκολυνθῇ ἡ ἀνθρωποβόρα δραστηριότητά
του.
Ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἄποψη, κάνει ἰδιαίτερη
ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἀνακριτικὲς ἀρχὲς δὲν ἐπιχειροῦν οὔτε
κατ᾿ ἐλάχιστον νὰ δώσουν ἀπάντηση σὲ δύο εὔλογα ἐρωτήματα:
α) Γιατί ἡ γιαγιὰ μένει στὸ δάσος
καὶ δὲν εἶναι ἐγκατεστημένη στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὴν κόρη καὶ τὴν ἐγγόνα
της;
β) Γιατί ἡ Κοκκινοσκουφίτσα,
μὲ τὴν ἀποστολή της στὸ δάσος, ἐκτίθεται στὸν προφανῆ κίνδυνο νὰ
φαγωθῇ ἀπὸ τὸν λύκο;
Ἡ ἀπάντηση καὶ στὰ δύο ἐρωτήματα
ἀναδεικνύει τὶς τεράστιες ἕως ἐγκληματικὲς εὐθύνες τῆς μητέρας
καὶ ἐμβάλλει σὲ ὑποψίες γιὰ ἐνδεχόμενο δόλο, ἤτοι γιὰ πρόθεσή
της νὰ ἀπαλλαγῇ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν γιαγιὰ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα.
Ἡ ἄρνηση τῶν ἀνακριτικῶν ἀρχῶν
νὰ θέσουν — πόσῳ μᾶλλον νὰ ἀπαντήσουν — τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα
προϊδεάζει γιὰ μιὰ ἐπιχείρηση συγκάλυψης τῆς ἀλήθειας ἐκ μέρους
τους, κάτι πού, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δὲν συμβαίνει γιὰ πρώτη φορά. Νωπὴ
εἶναι ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν περίπτωση Κοντορεβιθούλη, ὅπου καταβλήθηκε
προσπάθεια — καὶ τελικῶς ἐπιτεύχθηκε — νὰ ἀποσιωπηθῇ ἐντελῶς
ὁ ἐγκληματικὸς ρόλος τῶν γονέων στὴν ἐγκατάλειψη τῶν παιδιῶν
τους στὸ δάσος.
Τὰ παραμύθια περὶ τελικῆς σωτηρίας
τοῦ Κοντορεβιθούλη καὶ τῶν ἀδελφῶν του ἢ περὶ συρραφῆς τῆς γεμάτης
μὲ πέτρες κοιλιᾶς τοῦ λύκου (!) καὶ συνακόλουθης καταβαράθρωσής
του δὲν πείθουν κανένα, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν εἶναι ἱκανὰ ἀπὸ
μόνα τους νὰ ἀθωώσουν τοὺς βασικοὺς ὑπεύθυνους αὐτῆς τῆς συγκεκαλυμμένης
ἀνθρωποκτονίας.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Χρῖστος Δάλκος (Τρόπαια Ἀρκαδίας,
1951). Σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάστηκε ὡς φιλόλογος
στὴ Μέση Δημόσια Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε: Μικρὲς βιομηχανικὲς ἱστορίες (Διηγήματα,
Ἀθήνα, 1987), Τὰ ἰδεολογήματα τῆς
νέας γλωσσολογίας (Δίαυλος, 1995), Νευρόσπαστο τηλεχειριστηρίου (Ποιήματα,
Πλανόδιον, 2007) κ.ἄ. Τελευταῖα του βιβλία τὸ πεζό Μελανθώ (Μελάνι,
2016) καὶ τὸ δοκίμιο Γλωσσικὴ
διδασκαλία: μήπως ἦρθε καιρὸς νὰ διορθώσουμε τὰ λάθη μας; (Παρασκήνιο/Δίθυρον,
2019).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου