ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕνα παγωμένο βράδι,
σεργιανώντας, ἔπειτα ἀπὸ ἕνα λυτρωτικὸ μεθύσι μὲ φίλους. Κάπνιζε
ἔξω ἀπὸ ἕνα ὑπόγειο ἀπ' ὅπου ἀκούγονταν τὸ Three O' Clock in the
Morning τοῦ Ντέξτερ Γκόρντον. Ἕνας μάλλινος πλεκτὸς σκοῦφος, χωμένος
μέχρι τ' αὐτιά, ἔκρυβε μέρος τοῦ προσώπου της. Ἦταν σέξι μ' ἑλκυστικὸ
σῶμα, ἂν κι ὄχι ἰδιαίτερα ὄμορφη. Τίναζε τὶς στάχτες σὲ μιὰ γλάστρα-τενεκέ,
μέσα στὴν ὁποία σάπιζε ἕνα παχύφυτο. Τ' ἀνθισμένα νυχτολούλουδα
ἀπὸ τὸ διπλανὸ ἀλσύλλιο ἀπελευθέρωναν λεπτὰ ἀρώματα λεμονιοῦ,
βανίλιας καὶ μελιοῦ, ποὺ ἀνακατεύονταν μὲ τὴν ὑγρασία τῆς νύχτας.
«Ἔλα, ἔχει βραδιὰ ἀνάγνωσης»
μὲ παρότρυνε γέρνοντας ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι πρὸς τὸ κατώφλι. Αἰφνιδιάστηκα.
Τῆς χαμογέλασα ἐνστικτωδῶς. Ἀνταπέδωσε, καθὼς μὲ παρατηροῦσε.
Κατέβηκα τὰ σκαλιὰ κι ἔσπρωξα τὴν τζαμένια πόρτα. Ὁ χῶρος ἔφερνε
σὲ αὐτοσχέδιο μπάρ. Καμιὰ τριανταριὰ ἄτομα ἔπιναν καὶ κάπνιζαν,
μόνοι ἢ σὲ παρέες. Μύριζε μπάφο κι ἀλκοόλ. Μιὰ γυναίκα σ' ἕνα μικρὸ
ξύλινο βάθρο κρατοῦσε στὰ χέρια της μερικὲς σκισμένες σελίδες
βιβλίου καὶ διάβαζε δυνατά. Γύρω της εἶχαν μαζευτεῖ κάποιοι ποὺ
τὴν ἄκουγαν, γελώντας καὶ σχολιάζοντας. Τὸ βιβλίο ἦταν πεταμένο
δίπλα της. Πλησίασα καὶ τὸ σήκωσα. Οἱ Σημειώσεις ἑνὸς Πορνόγερου, τοῦ
Μπουκόφσκι. Ἔνιωσα στὸ χέρι μου τὸ ἐπιτηδευμένο στριφογύρισμα
τῆς κυλινδρικῆς ἐπιφάνειας μπουκαλιοῦ. Κατάλαβα πὼς ἦταν ἐκείνη.
Μόλις γύρισα μοῦ χαμογέλασε καὶ ζήτησε κάνοντάς μου νόημα, τὸ
βιβλίο. Τὸ ἀνταλλάξαμε μὲ τὴν μπύρα, χέρι μὲ χέρι. Τὴν κοιτοῦσα
νὰ ἀπομακρύνεται μέσα στὴν τσιγαρίλα πρὸς μιὰ αὐτοσχέδια βιβλιοθήκη
στὸ βάθος. Ἐπέστρεψε χωρὶς τὸ βιβλίο, ἕνα μὲ δύο λεπτὰ ἀργότερα.
Μ' ἐπιασε ἀπ' τὸ μπράτσο.
«Ἐλπίζω νὰ μὴν εἶσαι πολὺ ξενέρωτος»
μου εἶπε. Ἦταν περισσότερο πείραγμα, νομίζω, ἂν καὶ δὲν ὑπῆρχε
κάποια ἔνδειξη στὴν ἔκφραση καὶ στὸ ὕφος της ποὺ νὰ ἐπιβεβαίωνε
ἐκείνη τὴν ὥρα κάτι τέτοιο.
Σὲ μία ἀπὸ τὶς παρέες μὲ σύστησε
ὡς Θησέα. Εἶπε πὼς εἶμαι φίλος της καὶ πὼς ἦρθα γιὰ νὰ τὴ "μαζέψω".
Βγαίνοντας ἀπ' τὸ μπὰρ εἶχε ἤδη
ἀρχίσει νὰ φυσάει καὶ νὰ ψιχαλίζει. Περπατήσαμε μερικὰ τετράγωνα
πίνοντας ἐναλλὰξ μπύρα ἀπὸ τὸ μπουκάλι. Δὲν κατάλαβα πότε πέρασα
τὸ χέρι μου γύρω ἀπὸ τὴ μέση της καὶ πάνω στοὺς γοφούς της. Ἀνεβήκαμε
στὸ διαμέρισμά της.
«Οὐίσκι;» ρώτησε.
«Ναί».
«Πάγο;»
«Ὄχι».
Δὲν ἔβαλε οὔτε ἐκείνη. Τράβηξε
τὸν σκοῦφο ἀποκαλύπτοντας τὸ γυμνό, ξυρισμένο κρανίο της. Τὰ
μαλλιὰ της εἶχαν πέσει. Τὴν κοιτοῦσα ἀμήχανα.
«Εἶναι αὐτὸ ποὺ σκέφτεσαι.» Τὸ
βλέμμα της ὁδήγησε τὸ δικό μου στὸ στῆθος της.
Παρέμεινα ἀμήχανος, χωρὶς
νὰ μπορῶ νὰ πῶ κάτι.
«Θὲς νὰ δεῖς;»
Ἔγνεψα καταφατικά. Ἔβγαλε
τὴν μπλούζα καὶ τὸ φανελάκι. Φάνηκαν δύο ἐκτενεῖς διαγώνιες οὐλές,
μία σὲ κάθε στῆθος. Ἄγγιξα διστακτικά. Τὰ δάχτυλά μου ἀντέδρασαν
στὴν τραχύτητα τῆς οὐλῆς. Ἀργὰ καὶ τρυφερά, πίεσε τὶς παλάμες
μου πάνω της, πλέκοντας τὰ δάχτυλά της ἀνάμεσα στὰ δικά μου. Ἡ αἴσθηση
τῆς τραχύτητας ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ, μέχρι ποὺ ἐξαλείφθηκε. Φιληθήκαμε.
Κάναμε ἔρωτα ξανὰ καὶ ξανὰ ἐκεῖνο
τὸ βράδι… Τὸ πρωί, μόλις ἄνοιξα τὰ μάτια, ἦταν ἀπὸ πάνω μου καὶ μὲ
παρατηροῦσε.
«Καλημέρα. Εἶμαι ἡ Ἀριάδνη»
εἶπε χαμογελώντας. Ρώτησα ἂν θὰ τὴν ξαναέβλεπα.
«Ἴσως», μοῦ ἀπάντησε. «Ξέρεις
ποὺ συχνάζω.»
Δυὸ βράδια ἀργότερα κατηφόρισα
πρὸς τὸ αὐτοσχέδιο μπάρ. Ἔμοιαζε ἐγκαταλειμμένο. Ἡ τζαμαρία
του ἦταν βαμμένη μ' ἕνα ἄσπρο χρῶμα ποὺ τὴν ἔκανε ἀδιαφανῆ. Κάποια
διαλυμένα βαρέλια ποὺ ἔπαιζαν τὸ ρόλο τραπεζιῶν καὶ πάγκων, ἦταν
παρατημένα πάνω στὸ πεζοδρόμιο. Τὸ βάθρο ἀνάγνωσης κι αὐτὸ πεταμένο
μπροστὰ στὴν εἴσοδο. Μαῦρες σακοῦλες σκουπιδιῶν ξέχειλες ἀπὸ ἄδεια
μπουκάλια, στοιβάζονταν δίπλα στοὺς μπλὲ καὶ πράσινους κάδους ἀπορριμμάτων.
Ἀπὸ ἕνα περίπτερο λίγο παρακάτω ἔμαθα πὼς ὁ χῶρος λειτουργεῖ
σὰν περιστασιακὸ στέκι, κατὰ διαστήματα νοικιάζεται καὶ γίνονται
διάφορες ἐκδηλώσεις. Ὁ τύπος ποὺ ρώτησα δὲ φάνηκε νὰ ἤξερε κάτι
περισσότερο.
Ἐπέστρεψα γιὰ ἕνα τελευταῖο
τσιγάρο. Βολεύτηκα δίπλα στὴ γλάστρα-τενεκέ. Μέσα ἀπὸ τὸ ἀχνὸ φῶς
τῆς φλόγας τοῦ ἀναπτήρα διέκρινα στὴ βάση τῆς γλάστρας κάτι ποὺ
μοῦ φάνηκε γνώριμο. Τὸ πῆρα στὰ χέρια μου. Ἀσυναίσθητα γύρισα
στὴν πρώτη σελίδα. Βασικά, στὴ σελίδα ποὺ ἐκεῖνο τὸ βράδι εἶχε
συγκυριακὰ βρεθεῖ πρώτη. Στὸ ἐπάνω της περιθώριο ὑπῆρχε γραμμένο
κάτι: «Τελικὰ εἶσαι τυχερός! Ἢ πεισματάρης κι αἰσιόδοξος… Τὸ ἴδιο
μοῦ κάνει. Σίγουρα πάντως τζέντλεμαν. Τὴ διεύθυνση γιὰ νὰ μοῦ ἐπιστρέψεις
ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὶς σημειώσεις τοῦ πορνόγερου, τὴ θυμᾶσαι φαντάζομια.»
Ἔσβησα τὸ τσιγάρο στὴ γλάστρα-τενεκέ. Ξεκίνησα, ἔχοντας στὸ μυαλό
μου κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ νὰ πάρω τὸν τενεκέ, νὰ τὸν καθαρίσω καὶ νὰ
τοῦ χαρίσω γιὰ συντροφιὰ μιὰ ἀλοκάσια. Ὡς ἰδανικὸ φόντο τῆς θέσης
ποὺ θὰ ἔμπαινε σκεφτόμουν τὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου, ἔτσι ὅπως αὐτὸς
φαίνεται ἀπὸ τὸ μπαλκόνι της.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Σπύρος Κρόκος (1973). Σπούδασε
μαθηματικὰ στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων καὶ ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικὸς
στὸ Μουσικὸ Σχολεῖο Ἀθήνας. Ἔχει ὁλοκληρώσει μεταπτυχιακὲς
σπουδὲς στὴ Μαθηματικὴ Ἐκπαίδευση (MSc), στὶς Ἐπιστῆμες τῆς Ἀγωγῆς
(MEd) καὶ στὴ Δημιουργικὴ Γραφὴ (MA). Συμμετέχει ἐπίσης στὸν πρῶτο
ἐτήσιο κύκλο τῆς Σχολῆς Πυροδότησης Θεατρικῆς Γραφῆς τῶν Βαγγέλη
Χατζηγιαννίδη καὶ Θανάση Τριαρίδη, τοῦ Θεάτρου Πορεία. Μικρῆς
φόρμας ἔργα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὲς ἰστοσελίδες.
Σχετικὲς ἀναφορές:Τὸ
automotrice τοῦ χρόνου, Southern
Point, Chop
Chop Square, Ἀριάδνη
στὸν ἱστοχῶρο, Ἱστορίες Μπονζάι — Ἡ Αἰσθητική του Μικροῦ· Θραύσματα & Ἀναμνήσεις
στὴν ἱστοσελίδα Eyelands· Ὁ
Κόσμος τῆς Λίμνης στὸν ἱστότοπο Literature. Τὰ διηγήματά
του Ὁ Ἀφρικάνικος
Ζακὸ καὶ Τελευταῖο
Δρομολόγιο ἔχουν συμπεριληφθεῖ στὶς συλλογὲς διηγημάτων
«Δώματα μὲ Θέα» (ἐκδ. Παράξενες Μέρες) καὶ «Ἱστορίες στὶς Ράγες»
(ἐκδ. Παράξενες Μέρες) ἀντίστοιχα. Ζεῖ στὴν Ἀθήνα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου