ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ξημερώσει καὶ φορώντας
τὴν ἄσπρη φανέλα βγῆκε στὸν κῆπο. Τὸ στόμα του ἦταν τόσο στυφὸ ποὺ
δὲν τὸ ἔνιωθε, σὰν νὰ τοῦ εἶχαν κάνει τοπικὴ ἀναισθησία. Οὔτε τὸ
κρύο αἰσθανόταν, παρὰ τὸ ὅτι φοροῦσε μόνο τὴν κάτω πιτζάμα του,
τὴ φανέλα καὶ τὰ ἄρβυλα τοῦ στρατοῦ χωρὶς κάλτσες. Πρὶν βγεῖ στὸν κῆπο,
πρὶν φτάσει μέχρι τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὰ τσουβάλια μὲ
τὰ κούτσουρα γιὰ τὴν ξυλόσομπα, εἶχε φτιάξει καφέ: σὲ ἕνα ποτήρι
κρύο νερὸ τρεῖς τεράστιες κουταλιὲς νὲς καφέ. Ἡ κουζίνα μύριζε
καπνὸ καὶ οὖρα. Αὐτὴ εἶχε φαίνεται ξεχάσει πάλι τὸ δοχεῖο της ἔξω
ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο.
Τὴν ὥρα ποὺ ἔπινε μὲ μεγάλες
γουλιὲς τὸν καφέ του, ὁ ἦχος ἀπὸ τὸ ρολόϊ τοῦ τοίχου γλίστρησε μέσα
ἀπὸ τοὺς κροτάφους του καὶ σφηνώθηκε κάπου στὸ βάθος τῶν αὐτιῶν
του. Τρεῖς μέρες τώρα τὸν σφυροκοποῦσε ὁ πονοκέφαλος.
Κάθε μεσημέρι τὸν ἔβλεπαν νὰ
περπατάει μέχρι τὴν ἄκρη τῆς πόλης μὲ τὴ φανέλα καὶ τὸ τσιγάρο στὸ
στόμα. Μιλοῦσε μέσα ἀπὸ τὰ δόντια του, ἀλλὰ τὸ τσιγάρο δὲν ἔπεφτε.
Μιὰ φορὰ μόνο πῆγαν νὰ τὸν πειράξουν οἱ μικροὶ μπάσταρδοι μὲ τὰ ποδήλατα.
Συνέχισε νὰ βαδίζει χωρὶς νὰ τοὺς δίνει σημασία, μέχρι ποὺ μιὰ
πέτρα τὸν βρῆκε στὸ πόδι, πίσω ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο. Σταμάτησε στὴ
μέση του δρόμου καὶ ἄρχισε νὰ βγάζει ἀργὰ ἀργὰ τὸ παντελόνι καὶ ἔπειτα
τὸ ἐσώρουχο. Τὸ δίπλωσε προσεκτικὰ καὶ τὸ ἔβαλε στὸν ὦμο του. Ἔτσι
ὁλόγυμνος βάδισε ἀνάστροφα, πρὸς τὴν πλευρὰ τῶν παλιόπαιδων ποὺ
εἶχαν κερώσει ἀπὸ τὸ φόβο τους. Τότε Ἐκείνη εἶχε ἔλθει τρέχοντας
νὰ τὸν τυλίξει μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἦταν ἀηδιαστική, τὸ στόμα της εἶχε
σαπίσει ἀπ’ τὶς πολλὲς βρισιές. Ἔβριζε τὶς κότες, τὸ γέρο, τὶς
πόρτες ποὺ εἶχαν σκεβρώσει, ἔβριζε τὸ χῶμα καὶ τὰ δέντρα, τοὺς ἀρουραίους
καὶ τὶς γυναῖκες στὸ μπακάλη καὶ στὴν ἐκκλησία. Ἔβρισε καὶ τὰ παλιόπαιδα
ποὺ εἶχαν λουφάξει σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας. Μόνο σὲ αὐτὸν δὲν εἶχε
κακομιλήσει τὰ τελευταῖα χρόνια. Τοῦ ἔβρεχε τὸ μέτωπο μὲ ἕνα
κίτρινο πανὶ καὶ τοῦ μπάλωνε τὶς κάλτσες.
Ξέχασε νὰ βάλει ζάχαρη στὸν καφὲ καὶ εἶναι τὸ στόμα
του ἀπὸ θειάφι καὶ πίσσα, σκέτη κόλαση. Ὅμως γιὰ τὴν κόλαση καὶ τὸ
διάβολο μιλάει μόνο Ἐκείνη, ἀπειλώντας τὸ γέρο του ὅτι θὰ πάει
ἄλιωτος «ἐκεῖ κάτω».
Γιατί ἵδρωσε τώρα; Ἱδρώνει
μόνο ἀφοῦ πάρει τὰ ἕξι χάπια του, ἀλλὰ τρεῖς μέρες τώρα δὲν πῆρε
κανένα χάπι. Γι’ αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ ἀκούει τόσο καλὰ τὶς σταγόνες
ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ φύλλα τῆς μανταρινιᾶς, τὴ γάτα ποὺ θηλάζει στὴν
πίσω αὐλή, τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὰ ρουθούνια τοῦ μπάρμπα-Σπύρου ποὺ κοιμᾶται
κάπου πενήντα μέτρα μακριά, στὸ σπίτι μὲ τὸ φοίνικα καὶ τὴν τεράστια
σιδερένια ἐξώπορτα.
Πότε ἄκουγε τόσο καθαρά; Μόνο
τότε ποὺ ἔβαζε ἕνα πανὶ μὲ καθαρὴ βενζίνη στὴ μύτη καὶ περίμενε
νὰ τὸν πιάσει ἡ τρικυμία, ἡ ἀπόλυτη ἐγρήγορση ἀπέναντι στοὺς
μακρινοὺς ἤχους. Τότε ἔνιωθε τὸν ἴδιο μεταλλικὸ κυματισμὸ ποὺ
καθάριζε τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ περιττὰ βάρη, γιὰ νὰ μετουσιώσει στὸ
στῆθος τοῦ βενζινόπληκτου τοὺς ἐλάχιστους παλμικοὺς τόνους ἀπὸ ἕνα
κλειδὶ ποὺ γυρίζει ἢ ἀπὸ τὸ τακούνι τῆς γειτόνισσας ποὺ συντρίβει
τὸ κοιμισμένο σαλιγκάρι.
Τὸ ὅπλο ἦταν κρεμασμένο στὸ
πίσω μέρος τῆς ἀποθήκης. Μύριζε γράσο καὶ κλεισούρα. Στὸ ξύλινο
κοντάκι ὁ γέρος εἶχε χαράξει μὲ σουγιὰ τὸ μικρό του ὄνομα. Ἦταν
καλλιγράφος, ὅπως ὅλοι σχεδὸν τῆς γενιᾶς τοῦ παλιοῦ σχολαρχείου,
ἀγροτόπαιδα καὶ γιοὶ οἰνοποιῶν, ραφτάδων καὶ ἐμποροϋπαλλήλων.
Σὲ λίγο θὰ ἄναβε τὸ φωτάκι τῆς
κουζίνας. Δὲν ὑπῆρχε καιρός, ἔπρεπε νὰ βιαστεῖ. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε
στὸ σπίτι παραλίγο νὰ πατήσει ἕνα ψόφιο ποντίκι. Ἀηδία! Γιατί
ἦταν ὅλα τόσο βρώμικα σὲ αὐτὸ τὸ μέρος; Ἔδωσε μιὰ δυνατὴ κλωτσιὰ
μὲ τὴν ἀρβύλα καὶ σημάδεψε τὴν ἀκαθόριστη μάζα τῶν γέρων πάνω
στὸ ἀρχαῖο κρεβάτι.
Ὅταν τὸν βρῆκαν ἔλειπε τὸ μισό
του πρόσωπο. Πρὶν βάλει τὸ ὅπλο στὸ στόμα, εἶχε φροντίσει νὰ κάψει
στὴ σόμπα φανέλα, πιτζάμα καὶ ἐσώρουχο. Τὸ κρεβάτι τοῦ φόνου ἦταν
στρωμένο καὶ τὰ πτώματα τῶν γέρων τοποθετημένα μὲ τάξη σὲ ἕνα
μεγάλο στρῶμα στὸ πάτωμα. Ὁ ἐνωμοτάρχης ἔκανε ἕνα σχόλιο γιὰ τὰ
ἄψογα γυαλισμένα στρατιωτικὰ ἄρβυλα ποὺ φοροῦσε ὁ δολοφόνος
καὶ αὐτόχειρας. Τὰ εἶχε δέσει κανονικὰ πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταία
πράξη τοῦ δράματος. Τὸ κακό, σκέφτηκε —ὄχι χωρὶς κάποιο θαυμασμὸ—
ὁ ἐνωμοτάρχης, δὲν εἶχε ξεριζώσει τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα ποὺ κοιμόντουσαν
στὴν ψυχὴ τοῦ παλιοῦ ἔφεδρου ἀνθυπολοχαγοῦ τῶν τεθωρακισμένων.
Ἂς εἶναι. Μποροῦμε ἴσως νὰ συμπεράνουμε ὅτι τὸ σκότος καὶ τὸ χάος
δὲν θὰ ἐπικρατήσουν ποτὲ κατὰ κράτος.
Πηγή: Γυναίκα
μὲ ποδήλατο (μικρὰ πεζά, διηγήματα καὶ βινιέτες
(2014, Πόλις)
Νικόλας Σεβαστάκης (1964, Καρλόβασι
τῆς Σάμου). Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ποίηση, τὸ φιλοσοφικὸ δοκίμιο,
τὴν κριτικὴ καὶ τὴν πολιτικὴ Θεωρία. Εἶναι καθηγητὴς Πολιτικῆς
Φιλοσοφίας στὸ τμῆμα Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν τοῦ Ἀριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἔχει ἐκδώσει τὶς μελέτες: Ἡ ψυχὴ καὶ τὰ εἴδωλα
(Κριτική. 1997). Πρὸς
τὴ ρομαντικὴ κρίση (Ἐρασμος, 1998), Ἡ ἀλχημεία τῆς εὐτυχίας
(Πόλις, 2000), Κοινότοπη
χώρα (Σαββάλας, 2004), Φιλόξενος
μηδενισμὸς (Ἑστία, 2008), Λαϊκισμός, ἀντιλαϊκισμὸς καὶ κρίση
(Νεφέλη, 2012), κ.ἄ. Τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Οἰκεῖο φεγγάρι (Ἠριδανός,
1987), Λάφυρο ἀγαπημένων
ἡμερῶν (Νεφέλη, 1993), Βέβηλες
σκέψεις (Ἀλεξάνδρεια, 1993) καὶ Οἱ χειμῶνες τῆς μνήμης
(Πανοπτικόν, 2010).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου