Θέλοντας να κάνω κάποιες συνεντεύξεις με ορισμένους δημιουργούς
του ελληνικού κινηματογράφου, αποφάσισα να κάνω αυτές τις συναντήσεις και αυτές
τις συζητήσεις μαζί τους μιλώντας για το έργο τους και σχολιάζοντας παραστάσεις
και καταστάσεις της σημερινής ζωής σε σύγκριση με το παρελθόν. Με αυτές
τις συνεντεύξεις, ευελπιστώ να ανακαλυφθεί (ξανά) η δουλειά τους από μία νέα
γενιά ανθρώπων.
-Τι σε ώθησε να ασχοληθείς επαγγελματικά με τον κινηματογράφο και
την σκηνοθεσία; Ποιες ήταν οι αρχικές σου επιρροές;
-Δεν είχα ιδιαίτερη κλίση στον κινηματογράφο σαν μαθητής γυμνασίου, ούτε στη φωτογραφία και όλα αυτά τα σχετικά. Όμως, έγραφα αρκετά και διάβαζα πολύ. Έφτασε κάποια στιγμή που τέλειωσα το σχολείο και δεν ήξερα τι θα κάνω. Όλοι περίμεναν πως θα γίνω φιλόλογος, δημοσιογράφος, κλπ… Αλλά δεν με κάλυπταν αυτά, ήμουν ανήσυχος. Έλεγα πού θα διοριστώ, σε καμιά επαρχία… Έβλεπα ότι στένευαν οι ορίζοντες μου με αυτά τα επαγγέλματα και πίστευα πως δεν μπορούσα να χωρέσω σε ένα συμβατικό επάγγελμα. Έβλεπα την επαγγελματική ιδιότητα της ζωής μου σαν μία περιπέτεια, σαν ένα ταξίδι. Θα ήθελα να κάνω κάτι που με ευχαριστεί, με μαθαίνει, μου δίνει χαρά αλλά και με θέτει υπό αμφισβήτηση για τα «κατορθώματά» μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Μου είπε να διαλέξω ό,τι θέλω, αρκεί να τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Το έλεγα σε έναν δημοσιογράφο σε μια άλλη συνέντευξη και μου είπε ότι δεν το έλεγαν συχνά αυτό οι πατεράδες τότε. Μιλάμε τώρα για δεκαετία του ’70.
Γύριζα από εδώ και από εκεί ένα χρόνο μετά το σχολείο μέχρι που έπεσα πάνω σε μια ταινία, τον «Ιωάννη το Βίαιο» της Τώνιας Μαρκετάκη. Την βλέπω ένα απόγευμα στο Ριβολί και εντυπωσιάστηκα από τον ισχυρό λόγο του σεναρίου, καθώς μέσααπό μία αλχημεία είχε όλα τα είδη της ελληνικής γλώσσας: τη γλώσσα του σπιτιού, των εφημερίδων, των δικαστηρίων, απλή καθομιλουμένη, δημοτική, καθαρεύουσα, κλπ. Ο Ιωάννης, ο ήρωας της ταινίας, ζούσε με τη γιαγιά του, όπως και εγώ εκείνη την εποχή. Έτσι, λοιπόν, με έπιασε αυτό. Δεν ήξερα αν ήταν καλός ή κακός κινηματογράφος, απλώς είδα ότι με αφορούσε με έναν τρόπο, είτε πρόκειται για τη ζωή μου, είτε για τα διαβάσματά μου, είτε για την τότε εποχή. Μπορεί να μην είναι Ντοστογιέφσκι ή Αϊζενστάιν αυτό που μας αφορά πραγματικά. Μπορεί να είναι κάτι πιο απλό και καθημερινό, κάτι που έχει σχέση με τα δικά σου βιώματα και τον δικό σου ψυχισμό τη δεδομένη στιγμή που το διαβάζεις ή το βλέπεις.
Άκουσα κάποια στιγμή για μια σχολή κινηματογράφου, εκείνη του
Σταυράκου στην Πατησίων, ένα πολύ όμορφο νεοκλασικό κτήριο. Μου λένε εκεί πως
θα πάρω αναβολή από τον Στρατό. Με έπεισε αυτό για την αναβολή διότι πλησίαζα
τα είκοσι. Έτσι, αποφάσισα να κάνω εγγραφή, το ’73. Ήταν ενδιαφέρουσα η σχολή
και είχα καλούς καθηγητές, όπως τον Πάνο Γλυκοφρύδη, τον Παντελή Βούλγαρη, τον
Μικέ Δαμαλά στον ήχο, τον Γιώργο Καβάγια στη φωτογραφία, τον Βασίλη Ραφαηλίδη
και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο στα θεωρητικά, την Ευγενία Χατζίκου, με την
οποία γίναμε φίλοι και αργότερα δίδαξα στη σχολή της. Μάθαμε πράγματα στη
Σταυράκου. Μπορεί τα εποπτικά μέσα να ήταν πιο πενιχρά για εκείνα τα χρόνια,
είχαμε όμως και το στούντιο της σχολής για να γυρίζουμε τηλεοπτικά κομμάτια.
Εκεί γύρισα την πρώτη μικρού μήκους ταινία μου, τη «Λίζα και την Άλλη». Είχα
φίλους που έκαναν τους οπερατέρ, εγώ έκανα σκριπτ. Κάπως έτσι κόλλησα. ΣτηΣχολή
υπήρχαν λαϊκά παιδιά αλλά και παιδιά πλουσίων, μιας διαφορετικής οικονομικής
επιφάνειας από τη δική μου, γιοι εφοπλιστών, κόρες μεγαλογιατρών… Αυτοί δεν
έκαναν κινηματογράφο, ούτε μία μεγάλου μήκους ταινία δεν ολοκλήρωσαν, ήμουν από
τους λίγους εκεί μέσα που έκαναν ταινίες μεγάλου μήκους. Μετά πήγα στο Λονδίνο
και εκεί κόλλησα με τον Στιβ Ντβόσκιν, έναν θεωρητικό και σκηνοθέτη, ο οποίος
έκανε σεμινάρια κινηματογράφου. Είχε γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο για το
ανεξάρτητο σινεμά, το «Film is». Του έδειξα τις ταινίες μου,
τις πρόβαλλα στην κοοπερατίβα του και έκανα για ενάμιση χρόνο μαθήματα πάνω στη
θεωρία σεναρίου.
-Πες μου λίγα λόγια για τις ταινίες μικρού μήκους που έκανες στη
δεκαετία του ’70. Τι θυμάσαι από αυτές;
-Είχαν πάρα πολλή πλάκα! Με βοήθησε πολύ ο Νίκος Μουρατίδης, ο
οποίος έπαιζε και στις δύο ταινίες. Τότε δεν ήξερα ακόμα αν θα συνεχίσω να κάνω
ταινίες ή αν θα μείνω στον κινηματογράφο. Διαισθανόμουν ότι ήταν ένας πολύ
σκληρός χώρος, πολλοί σκηνοθέτες δεν εργάζονταν, έκαναν ταινίες σε αραιά
χρονικά διαστήματα και ύστερα χάνονταν. Αυτές τις ταινίες τις έκανα λίγο σαν
διαμαρτυρία διότι είχα βιώσει την διατεταγμένη ζωή της επαρχίας – κατηχητικά,
απαγορεύσεις, αν έβγαινες με μια κοπέλα την άλλη μέρα είχες παντρευτεί,
παράνομες ερωτικές σχέσεις με νόθα παιδιά – με λίγα λόγια μια δύσκολη εποχή.
Σήμερα αυτού του είδους τις ταινίες τις ονομάζουμε ορθώς gender performances.
Ήθελα νακοροϊδέψω με αυτό τον τρόπο τον επίσημο διαχωρισμό των φύλων με αυτές
τις εικόνες, δηλαδή, σαν να λέμε απλά, τους παλαιάς κοπής άντρες και τις
παλαιάς κοπής γατούλες του σεξ.
Με τη «Λίζα και την Άλλη» ένιωθα πολύ
ευτυχισμένος. Όταν την είδε η Επιτροπή – ναι, είχα το θράσος να τη δείξω στο
Υπουργείο Παιδείας το 1976 – είχαν μείνει άφωνοι οι άνθρωποι! Πέρασα βέβαια,
και ο Ραφαηλίδης είπε μεγαλοφώνως: «Μετά από αυτές τις ταινίες, να
κάψουμε τη Σχολή!». Πάει στον Καψάσκη και του λέει πως έχουν μερικά πολύ
πρωτοποριακά παιδιά στη Σχολή, δεν καταλαβαίνουν Χριστό, δεν νοιάζονται για
τίποτα και, μάλιστα, έκαναν μια ταινία όπου ένας είναι μεταμφιεσμένος σε Λίζα
Μινέλι και ο άλλος διαβάζει ένα σκανδαλιστικό κείμενο! Στην Επιτροπή κόντεψαν
να πάθουν εγκεφαλικό! Είχα την ταινία σε 8mm, κάνουμε μία προβολή, την βλέπει ο
συγχωρεμένος Καψάσκης, γυρίζει και μου χαμογελάει. «Αυτό είναι το ωραίο
θράσος», μου είπε. «Θα την πάρω». Η ταινία παιζόταν
για πέντε κυριακάτικα πρωινά στο πατάρι του Στούντιο. Επίσης, προβάλλονταν
ταινίες μικρού μήκους του Βελισσαρόπουλου, του Μουρατίδη της Λιάππα, του Κόρρα
και της Νικολακοπούλου. Είχαν επιτυχία εκεί αυτές οι προβολές και έτσι ήμουν με
ένα τρόπο και στο κατεστημένο, γιατί παίζονταν οι δουλειές μου σε έναν
mainstream κινηματογράφο κουλτούρας – το Στούντιο ήταν στις δόξες του – αλλά,
από την άλλη, ήμουν και στο underground, ανεπίσημος περιθωριακός. Αυτό με
ακολούθησε σε όλη την κινηματογραφική μου πορεία. Έκανα επισκέψεις πότε στο
κατεστημένο, π.χ. στην ΕΡΤ για να κάνω τηλεταινίες, και πότε έμενα στον δικό
μου κόσμο.
-Λίγο καιρό αργότερα, το 1981, έφτασε η στιγμή που έκανες το
μεγάλο μήκους ντεμπούτο σου, το «Στην Αναπαυτική Μεριά». Τι
θυμάσαι από εκείνη την εποχή και τι αισθανόσουν με αυτό το εγχείρημα; Τι πορεία
είχε η ταινία;
-Αυτή η ταινία μου είναι η λιγότερο γνωστή από όσες έκανα. Είχα
έρθει πίσω από το Λονδίνο και δεν ήξερα κανέναν, είχα αποσυνδεθεί από τους
φίλους της Σχολής. Έπρεπε να ξέρεις κάποιον σκηνοθέτη που να δουλεύει πιο συχνά
και να γίνεις βοηθός σε κάποια ταινία του. Δεν είχα δουλέψει αλλά ήθελα να κάνω
κάτι γιατί είχα φάει πολύ χρόνο στις Ταινιοθήκες με το σινεμά, έξω σε Παρίσι
και Λονδίνο. Λέω αφού το σπούδασα, γιατί να μην το δοκιμάσω, να μου φύγει η περιέργεια.
Έτσι, σκέφτηκα αυτή την ταινία, εντελώς αναπάντεχα και από το πουθενά. Την
έκανα με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων, του Φίλιππου Κουτσαφτή, της Δέσποινας
Μαρουλάκου, της Μπέσσυς Βουδούρη, τους οποίους γνώρισα τότε. Έκανα ιδιαίτερα
αγγλικών για να ζήσω. Είχα μεταφράσει το πτυχίο μου και δούλευα για να έχω
χαρτζιλίκι. Με αυτά τα λεφτά έκανα το «Στην Αναπαυτική Μεριά». Μου
είχε κοστίσει τότε 700.000 δραχμές. Η ταινία πέρασε στην προκριματική επιτροπή.
Στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης δεν είχε καλή υποδοχή, την κράζανε, λέγανε τι
είναι αυτό, κλπ… Αυτό με τραυμάτισε. Είχα βγει από την αίθουσα την ώρα της
προβολής. Ωστόσο, είχα πάρει καλές κριτικές από τον Μπακογιαννόπουλο, τη Σώκου
και τον Αντώνη Μοσχοβάκη που υποστήριζαν πως έχω αίσθηση της κινηματογραφικής
γραφής.
Η ιστορία αυτή έμοιαζε με εκείνη του Λαπαθιώτη και είχε κοινά με
τον αθηναϊκό ρομαντισμό με θέμα τους δύο ποιητές και την κοινωνία. Εδώ την
ιστορία την έλεγε ένα κείμενο off, διότι δεν υπήρχαν περαιτέρω χρήματα για την
παραγωγή. Το συνεργείο αποτελούνταν από ελάχιστα άτομα. Δεν ήμουν και εγώ τόσο
έτοιμος και έμπειρος να ξεκινήσω κάτι μεγαλύτερο. Ήταν ένα φιλμ αφηγηματικό
αλλά και πειραματικό. Ο ειδυλλιακός κόσμος δύο ποιητών και οι αλκυονίδες μέρες
της πρώτης νιότης τους που χάνονται με τη φθορά του χρόνου. Είναι ένα πρώτο
δείγμα της σπουδής μου πάνω στον αθηναϊκό ρομαντισμό και το θέμα που κυρίως με
απασχόλησε και στις τρεις ταινίες μου. Σε ένα φεστιβάλ μόλις λίγους μήνες
νωρίτερα, στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, έγινε ένα αφιέρωμα στο έργο
μου με αυτές τις τρεις ταινίες. Η επιλογή του Νίνου Μικελίδη ήταν πράγματι
εύστοχη διότι αυτές οι τρεις είναι η κύρια δουλειά μου. Απόδειξη ότι η επόμενη
ταινία μου, το «Μετέωρο και Σκιά», η οποία έχει ήρωα ένα
νεορομαντικό ποιητή της Αθήνας, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, είναι και η πιο
γνωστή μου δουλειά. Εκεί τα πράγματα γίνονται πιο σαφή σε σχέση με την πρώτη
μου ταινία, όπου τα πράγματα είναι περισσότερο υπαινικτικά και αφηρημένα.
Στη συνέχεια ασχολήθηκα με μαθήματα αγγλικών ξανά ώσπου βρέθηκε
μια εκπομπή του Τάσου Λέρτα, «Οι Ποιητές μας», στη ΕΡΤ, και
εκεί έκανα δύο ημίωρα πορτρέτα για τον Λαπαθιώτη και τον Τέλλο Άγρα. Άρεσαν
αυτά και πήγαν καλά όταν προβλήθηκαν στην τηλεόραση το 1983. Εν τω μεταξύ, είχα
μπλέξει τότε με τον Ταχτσή. Ήταν να κάνω τηλεταινία ένα ημιτελές διήγημά του
αλλά δεν τα βρήκαμε, και κάποια στιγμή η Αντουανέττα Αγγελίδη μου είπε να πάω
στον Παύλο Ζάννα στο Κέντρο Κινηματογράφου και να κάνω μια ταινία για τον
Λαπαθιώτη. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιδέα για αυτό το εγχείρημα. Ετοιμάζω μία σύνοψη,
γράφω κάποιους διαλόγους και πηγαίνω παραμονές Χριστουγέννων το ’83 στο Κέντρο
και μου ανακοινώνουν ότι πέρασε! Βγαίνει ένας τυπικός κύριος, ο Ζάννας – δεν
τον γνώριζα προσωπικά – και μου λέει: «Κύριε Σπετσιώτη, συγχαρητήρια,
το περάσαμε. Μας ενδιαφέρει να το δούμε και ολόκληρο. Μας ενδιαφέρει η ζωή ενός
εκκεντρικού σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής. Να το
προχωρήσετε». Στρώνομαι, το ετοιμάζω, το πηγαίνω και το χρηματοδοτούν.
Το γοργόν και χάριν έχει ήταν αυτό το έργο. Είχε έρθει η στιγμή του!
-Έτσι λοιπόν πραγματοποίησες το «Μετέωρο και Σκιά»,
την πιο γνωστή σου δημιουργία.
-Είχα μια παραγωγή πολύ προσεγμένη, θα έλεγα.
-Πες μου λίγα πράγματα γι’ αυτή την ταινία. Από την αρχή της μέχρι
την ολοκλήρωσή της.
-Όταν ασχολείσαι με κάτι, βλέπεις ταινίες, διαβάζεις, χωρίς να το
καταλάβεις, εν μέρει συνειδητοποιημένα εν μέρει ασυνείδητα, αποκτάς μια άποψη
και μια αισθητική για το πώς πρέπει να χειριστείς ορισμένα πράγματα. Εγώ έβλεπα
ότι αυτό που χώλαινε στις ελληνικές ταινίες ήταν το στοιχείο που άπτεται της
πραγματικότητας. Μην ξεχνάμε πως ο κινηματογράφος είναι η τέχνη της καταγραφής.
Παρατηρούσα ότι το ελληνικό σινεμά υστερούσε στο σενάριο. Ίσως ήταν η άποψή μου
αυτή επειδή είχα κάνει θεωρία σεναρίου. Στη συνείδηση μου, λοιπόν, υπερτερούσαν
οι ταινίες που βασιζόντουσαν σε πραγματικά γεγονότα και είχε καταγράψει ο Τύπος
και έτσι είχαν ισχυρή σεναριακή βάση, όπως έγινε με τον «Ιωάννη τον
Βίαιο» ή την «Αναπαράσταση». Είχα να κάνω με ένα
πραγματικό πρόσωπο, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, και υπήρχαν τότε, στη δεκαετία
του ’80, άνθρωποι που ζούσαν και τον είχαν γνωρίσει. Είχα βέβαια στη διάθεσή
μου μία τεράστια βιβλιογραφία, την οποία και ήξερα και είχα μελετήσει και με
γοήτευε. Ήταν δηλαδή ένα έτοιμο θέμα και απλώς έπρεπε να βρω τη σεναριακή δομή.
Είχα δει στην Ταινιοθήκη ένα συγκλονιστικό βωβό έργο, το «Πάθος της Ζαν
Ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγιερ, μια ταινία βασισμένη και αυτή σε
δικογραφία. Οι εποχές ήταν δύσκολες για να περάσουν αυτά τα θέματα –
ομοφυλοφιλία και ναρκωτικά. Θεωρώ μεγάλη νίκη του έργου αυτού όσα κατάφερε.
Παίχτηκε και στους κινηματόγραφους με επιτυχία, καθώς και τρεις φορές στην
τηλεόραση της ΕΡΤ τη δεκαετία του ’90, και οι άνθρωποι με συγχαίρανε. Δεν ήταν
εύκολο τότε σε σύγκριση με σήμερα που μιλάμε πιο ανοικτά για θέματα όπως ο
queer κινηματογράφος.
Όλο το εγχείρημα είχε δυσκολίες γιατί δεν είχα ζήσει εκείνη την
εποχή και έπρεπε να την αποδώσω στο σινεμά. Όφειλα να βρω εικόνες από βιβλία
και πίνακες ή και από άλλες ταινίες. Δεν έπρεπε να φοβηθώ να συναρμολογήσω όλα
αυτά τα στοιχεία. Κάποιος θεατής μου είχε πει ότι βρήκε καταπληκτική τη σκηνή
με το καρφί στο φέρετρο στο τέλος και πως τον παρέπεμπε στον Ρομπέρ Μπρεσόν και
στην ταινία του «Η Γλυκιά Γυναίκα». Εμένα δεν με παραπέμπει
στον Μπρεσόν, παρόλο που τον εκτιμώ. Με παραπέμπει κατευθείαν σε στίχους του
Λαπαθιώτη: «Το φέρετρό μου σανιδένιο δεν θα ‘χει καμιάν ομορφιά, θα το
καρφώσουν μάνι-μάνι με τα κοινότερα καρφιά». Δεν είναι ωραίο να
εικονογραφείς την ποίηση στο σινεμά, δεν κάνεις φιλολογικό μνημόσυνο, κάνεις
μια ταινία μυθοπλασίας. Χρησιμοποιείς όσα στοιχεία του ντοκιμαντέρ μπορείς να
αξιοποιήσεις, αυτό είναι για καλό, αλλά το εγχείρημα παραμένει μυθοπλαστικό. Το
έργο γυρίστηκε με πολύ κόπο μέσα σε δέκα εβδομάδες. Είχα ένα καταπληκτικό συνεργείο,
που έκανε φοβερή δουλειά!
-Πολλοί συνεργάτες σου από την προηγούμενη ταινία δούλεψαν ξανά
εδώ μαζί σου.
-Δούλευα με την ίδια ομάδα, τα πηγαίναμε καλά και με στηρίζανε.
Είχαμε στη διάθεσή μας πολλά χρήματα, τα οποία και ξοδεύτηκαν όλα. Η αμοιβή μου
ήταν εξαιρετικά μικρή. Τα έβαλα όλα στην ταινία, έβαλε μέχρι και ο πατέρας μου
γιατί εγώ είχα σταματήσει τις δικές μου βιοποριστικές εργασίες. Γυρίστηκε
αρκετά καλά και βρήκα τις απαραίτητες λύσεις. Είχε μια ποιητική ματιά και μια
διαφορετική αισθητική, δεν έμοιαζε σε καμία περίπτωση με σίριαλ, ήταν ξεκάθαρα
κινηματογράφος. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Χρειάστηκε κάποια στιγμή γερανός και
πήγαμε στο στούντιο του Σμαραγδή. Κάναμε μερικά ωραία πλάνα που πραγματικά
αγαπώ και χαίρομαι κάνοντας αναφορά σε αυτά. Εκτός αυτού, είχαμε πάρει και από
μια φίλη της σκηνογράφου Ντόρας Λελούδα διάφορες ταπετσαρίες, έπιπλα αντίκες
και σερβίτσια λιμόζ. Αυτές οι πορσελάνες στην ταινία είναι όλες πραγματικές –
και αρκετά ακριβές. Πήραμε ένα ακόμα άτομο για φύλακα, τον Στάθη Λαϊνά, ο
οποίος ήταν φρουρός εκεί, κοιμόταν στο στούντιο και φύλαγε όλα τα πολύτιμα
αντικείμενα. Ευτυχώς δεν συνέβη τίποτα.
-Για το ρόλο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη τι σχέδια είχες και πώς ήρθε
η απόφαση για τον Τάκη Μόσχο;
-Μου λέγανε ποιον θα βάλω για πρωταγωνιστή, μου έδιναν κάποιους
ηθοποιούς θεάτρου. Υπήρχε ο Τζούμας, που είχε υποδυθεί τον Λαπαθιώτη στο ημίωρο
τηλεοπτικό, είχε συμμετάσχει ως αφηγητής και στην «Αναπαυτική Μεριά». Ήθελα
κάποιον μικρότερο σε ηλικία, τι να του έλεγα… Οι συζητήσεις δίνανε και παίρνανε.
Περνάω έξω από το Αττικόν και βλέπω παίζεται ένα φιλμ με τίτλο «Γλυκιά
Συμμορία» σε σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη. Βλέπω ένα πρόσωπο, τον
Τάκη Μόσχο, λεπτό με μακριά δάκτυλα. Με το που τον είδα, λέω αυτός είναι ο
πρωταγωνιστής! Παίρνω ένα φίλο μου τηλέφωνο και του το λέω. «Βρήκα
Λαπαθιώτη!». «Ποιον;». «Τον Τάκη Μόσχο», του απαντώ. «Αυτόν
που παίζει στην «Γλυκιά Συμμορία». «Είσαι καλά; Θέλεις να καταστραφείς;»,
μου είπε. «Γιατί το λες αυτό;», απάντησα
εγώ. «Αυτά τα παιδιά είναι για να καβαλάνε μηχανές και να μπλέκουν με
συμμορίες, όχι να υποδύονται τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Εγώ, όμως,
είδα το βλέμμα, την κίνηση, το συνολικό physique του ενώ εκείνος επέμενε πως θα
καταστραφώ εντελώς…
-Άρα ήταν μια επιλογή που μόνο εσύ πίστεψες ότι θα έφερνε
αποτέλεσμα και υποστήριξες μέχρι τέλους.
-Δεν το κατάλαβε κανείς και με εκνεύριζαν όσοι δεν με άκουγαν.
Τους έλεγα ότι θα κάνω αυτόν τον μηχανόβιο της «Γλυκιάς Συμμορίας» να
κόβει λουλούδια στο πάρκο και να τραγουδάει όπερα! Δεν το πίστεψε κανείς. «Πάρε
τον ένα τηλέφωνο και ρώτα τον», μου λέει η Μπέσσυ Βουδούρη. «Ναι,
θα έρθω», μου λέει ο Μόσχος. Δίνουμε ένα ραντεβού στο
Μαγεμένο Αυλό. Φτάνει με μια μικρή καθυστέρηση. Μου λέει: «Με συγχωρείς
αλλά είχα μια μικρή περιπέτεια». «Τι συνέβη;», τον
ρωτάω. «Μην με πάρεις με κακό μάτι, με θες και για το ρόλο… Να, είχαμε
πάνω μας λίγη ποσότητα χασίς και μας πήγαν στο Τμήμα. Φτηνά την σκαπουλάραμε…». «Ωχ!», λέω
μέσα μου. «Να το πρώτο στοιχείο του ήρωα, ναρκομανής!». Αυτός
μαγεύτηκε από το λόγο μου, «γιατί
εξηγείς πολύ ωραία, έχω μπει ήδη στο κλίμα και τον φαντάζομαι αυτό τον
άνθρωπο», μου λέει.
-Δηλαδή δέχτηκε αμέσως το ρόλο και ήταν έτοιμος να παίξει στην
ταινία;
-Αυτό ακριβώς έγινε. Του άρεσαν αυτά που του έλεγα και είχε μπει
ήδη στο κλίμα της ταινίας. Μου είπε πως έχει ταλαιπωρηθεί, έτρεχε στη Γερμανία,
είχε τελειώσει νομικά, έκανε σκηνοθεσία και μερικά μαθήματα στο Actor’s Studio.
Τον ρωτάω πού μένει και μου λέει ότι είναι από την Χαλκίδα. Ύστερα τον ρώτησα
τι δουλειά έκανε ο πατέρας του και μου απάντησε πως ήταν αστυνομικός… Λέω στον
εαυτό μου: «Να το δεύτερο χαρακτηρολογικό στοιχείο ομοιότητας με τον
Λαπαθιώτη, ένστολος πατέρας!». Αυτά τα παιδιά, των στρατιωτικών και
των αστυνομικών, είναι σε ένα κοινό παρανομαστή και έχουν μια ίδια νοοτροπία
και ψυχολογία. Όλοι έχουμε τα καρμπόν μας σε αυτή την πλάση, δεν είμαστε τόσο
μοναδικοί. Του λέω ότι προσλαμβάνεται! Εκείνος γελώντας μου λέει: «Αλήθεια
το πιστεύεις τόσο πολύ; Εγώ έχω μία ατημέλητη φωνή, λίγο σαν του δρόμου».
«Προσλαμβάνεσαι και για ορθοφωνία και διδασκαλία», πρόσθεσα εγώ. Ο
Μόσχος ήταν τέρας εργατικότητας και με άκουγε πολύ. Κάναμε τρεις με τέσσερις
μήνες πρόβες. Ήμουν σχετικά ανασφαλής, δεν είχα κάνει ξανά τέτοιο εγχείρημα.
Ταινία πάνω από μιάμιση ώρα, σε 35mm, εποχής… Φοβόμουν. Δεν ήμουν ο Βισκόντι.
Οι πρόβες γινόντουσαν στο διαμέρισμα που έμενα τότε κοντά στην
Πάντειο αλλά και σε σπίτια άλλων. Ύστερα τρώγαμε στο Κουκάκι σε ένα μικρό
εστιατόριο. Είχαμε μια αρμονική σχέση με τον Τάκη. Τον είχα χάσει τα τελευταία
χρόνια αλλά πάντα μου τηλεφωνούσε από την Σκόπελο, όπως και λίγο πριν
αρρωστήσει και πεθάνει. Μου είχε τηλεφωνήσει πολύ ενθουσιώδης όταν είδε το
ντοκιμαντέρ μου «Κώστας Ταχτσής» για τη σειρά Εποχές
και Συγγραφείς το 2018.
Το «Μετέωρο και Σκιά» άρεσε στο κοινό, η ερμηνεία
του Μόσχου τους συγκίνησε στη Θεσσαλονίκη. Βγήκαμε από την αίθουσα στο Φεστιβάλ
και με πλησιάζει η Νίκη Τριανταφυλλίδη και μου λέει τι φοβερός ηθοποιός είναι
αυτός! «Αυτό είναι σκηνοθεσία», μου είπε ο καθηγητής μου, ο Πάνος
Γλυκοφρύδης, ο οποίος ακόμα με θυμόταν. «Σε θυμάμαι με το Μουρατίδη και
τις μικρού μήκους ταινίες σας και πάντα έλεγα πως ό,τι και να κάνουν αυτά τα
παιδιά, θα είναι δύσκολο να μην ακουστούν», μου είπε. Ήρθε και ο
Βακαλόπουλος, το κερασάκι στην τούρτα, λέγοντάς μου ότι έκανα έναν ηθοποιό να
μιλάει με τη φωνή μου. Το κλίμα ήταν ευχάριστο. Μπορεί να μην πήρα το Βραβείο
Σκηνοθεσίας, αλλά πήρα Βραβείο Καλύτερης Παραγωγής από το Υπουργείο Πολιτισμού,
το οποίο ήταν μεγάλο χρηματικό βραβείο και ξελάσπωσα από τα χρέη. Έλαβε αρκετά
βραβεία δικαίως για την ερμηνεία του Μόσχου, την ενδυματολογία, την
σκηνογραφία.
-Αν θυμάμαι σωστά, η ταινία είχε καλή πορεία και στο εξωτερικό και
συγκεκριμένα στις ΗΠΑ.
-Την βρήκε ο Μάικ Στίμλερ, ο διανομέας των ταινιών του Παζολίνι
στην Νέα Υόρκη. Εκείνο τον καιρό, αρχές του 2000, σκηνοθετούσα μια επιτυχημένη
παράσταση στο Χυτήριο, την «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου» του
Ροΐδη, με τον Μητρούση. Μια μέρα, η Βούλα Γεωργακάκου μου λέει να περάσω από το
γραφείο της να μου πει κάποια ευχάριστα νέα. Πήγα και είδα ένα συμβόλαιο
αμερικάνικο να μου δίνουν 30% για να βγάλουν ένα DVD το «Μετέωρο και
Σκιά» στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα καλό ποσοστό. Έτσι, τυπώθηκαν 4000 DVD
από την Water Bearer και εξαντλήθηκαν όλα μέσα σε τρία χρόνια! Μου στείλανε για
εμένα ένα ποσό της τάξεως των 20.000 δολλαρίων.
-Μετά από την επιτυχία, το 1985, τι ακολούθησε;
-Έκανα μια τηλεταινία, το 1987, με τίτλο «Εις το Φως της
Ημέρας». Ήταν μια καλή επιλογή στην ΕΡΤ. Είχε δημοσιευτεί τότε το
μοναδικό διήγημα του Καβάφη, το «Εις το Φως της Ημέρας», που έχει
στοιχεία του φανταστικού κινηματογράφου. Μου το εγκρίνανε. Έγινε και πήγε καλά,
καθώς κατάφερε να πουληθεί σε δυο-τρεις τηλεοράσεις, δεν θυμάμαι ακριβώς ποιες,
πάντως είχα πάρει κάποια λεφτά. Μετά σταμάτησε να προβάλλεται, το ξέχασε και η
ΕΡΤ και παίχτηκε πολλά χρόνια μετά, το 2011, γεγονός που έμαθα τυχαία μέσω μιας
φίλης, και μετά το 2013, στο έτος Καβάφη. Μάλιστα, μου δώσανε κάποια χρήματα –
δικαιώματα σεναρίου και σκηνοθεσίας.
-Λίγο αργότερα, το 1991, θα ακολουθούσε η επόμενη ταινία σου,
τα «Κοράκια». Πες μου μερικά πράγματα για αυτό το φιλμ.
-Αρχές δεκαετίας του ’90, έβαλα πλώρη για τα «Κοράκια». Η
πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει. Στο ΠΑΣΟΚ είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά…
Το σινεμά τελικά πάει με την περιρρέουσα οικονομική και πολιτική
πραγματικότητα, κακά τα ψέματα… Αν το δεις μέσα από την ιστορία, αυτό γίνεται
πάντα. Είχα βρει αυτό το μαύρο διήγημα «Το Παράπονο του
Νεκροθάφτη» του Ροΐδη, το οποίο μου άρεσε πολύ, και ήθελα να κάνω κάτι
πιο λαϊκό. Μια διαφορετική ιστορία αυτή τη φορά, χωρίς ρομαντικούς ποιητές. Στο
επίκεντρο η εσωτερική μετανάστευση. Βρήκα και εγώ την στιγμή να την κάνω…
Μεγάλο σφάλμα, πόσο εκτός πραγματικότητας… Αυτά που εγώ γκρέμιζα, οι πολιτικοί
προσπαθούσαν να τα χτίσουν τότε… Το έχω έτοιμο, το στέλνω και το εγκρίνουν! Μου
δίνουν ένα ποσό για να κάνω την προεργασία. Διαβάζω το σενάριο σε ανθρώπους
μου. Μου λένε να το στείλω, είναι καλό. Γίνεται μεγάλος καβγάς στο Κέντρο αν θα
περάσει ή όχι. Χωρίς σκεπτικό, όλοι έλεγαν πως πρόκειται για ένα καλό σενάριο.
Τελικά δεν πέρασε. Δεν είχαν να μου πουν τίποτα… Τότε πέσανε δίπλα μου διάφοροι
άνθρωποι με πρώτο τον Σταύρο Τσιώλη. Πήγα στο σπίτι του και του το
διάβασα. «Μανάρι μου», μου λέει, «σαν να εξαρτάται η
ζωή σου από αυτό. Λίγο ακόμα και θα έκλαιγες. Άσχημα βέβαια το διάβασες, αλλά
πολύ συγκινητικά. Μη φοβάσαι, όμως, θα την κάνουμε την ταινία. Θα σε πάω στον
Αλέκο Παπαγεωργίου και θα την κάνεις!».
Έτσι, νίκησε η επανεκκίνηση, οργανώνουμε ένα συνεργείο και
γυρίζουμε την ταινία πολύ επιμελώς σε Σύρο και Αθήνα. Εν τω μεταξύ, χάσαμε ένα
σπίτι, έτσι για πλάκα… Βάλαμε τα λεφτά στην ταινία. «Μείναμε μπατιράκια», έλεγε
ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Οι τεχνικοί βοήθησαν πολύ, παρόλο που έλαβαν ένα
πολύ χαμηλό μισθό. Έρχεται η ώρα να πάρουμε την ελληνικότητα και να πάμε στη
Θεσσαλονίκη να προβληθεί η ταινία. Ήταν το τελευταίο Φεστιβάλ Ελληνικού
Κινηματογράφου, την επόμενη χρονιά έγινε διεθνές. Μου είπε η λογίστρια ότι δεν
μπόρεσε να βάλει πολλούς στο ΙΚΑ με τα λεφτά που διαθέταμε. Έβαλε δύο ηθοποιούς
και δύο τεχνικούς. «Θα πας», μου λέει, «στον έλεγχο για να
πάρεις την ελληνικότητα και άλλα θα λες του ελεγκτή εσύ και άλλα θα
καταλαβαίνει αυτός. Πιστεύω να την σκαπουλάρεις».
-Και όμως, τα καταφέρατε στο τέλος και η ταινία προχώρησε. Στη
Θεσσαλονίκη πώς πήγε η προβολή της;
-Τα «Κοράκια» χειροκροτήθηκαν από το κοινό στη
Θεσσαλονίκη, αλλά οι κριτικοί είχαν ενστάσεις. Το αντιμετώπισαν ως μελό, ως
κάτι ασήμαντο και δεν το υποστήριξαν. Κακά τα ψέματα, επειδή το Κέντρο δεν είχε
μπει ως συμπαραγωγός, αυτές τις νόθες, ας πούμε εξωκοινοβουλευτικές ταινίες,
δεν τις φροντίζανε. Αυτό με απογοήτευσε κάπως. Είχα, όμως, το κοινό μου.
Μάλιστα, κάποια στιγμή βγαίνουμε από την αίθουσα Μέλαθρον και νιώθω ένα χτύπημα
στην πλάτη μου. Γυρίζω και βλέπω τον Γιώργο Φούντα μαζί με τη γυναίκα του. Ο
Φούντας ήταν ο αγαπημένος μου ηθοποιός. «Καλό, ωραίο», μου
λέει. «Ευχαριστώ πολύ, κύριε Φούντα», του λέω εγώ. «Όχι
κύριε Φούντα. Γιώργο, αγόρι μου», απάντησε εκείνος.
-Θεωρείς ότι είναι σχετικά υποτιμημένη;
-Δεν ξέρω. Έχει τη μορφή μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, μέσα
από μια δόση ρομαντισμού. Η εσωτερική μετανάστευση από τη Σύρο στην Αθήνα έχει
τραγική κατάληξη. Το διήγημα αυτό δεν το γνώριζαν πολλοί εκείνη την εποχή…
-Το διήγημα το ήξερες και το είχες διαβάσει ή στο πρότεινε
κάποιος;
-Το είχα διαβάσει εγώ και μου άρεσε πολύ. Σκεφτόμουν πως την
κοινωνική και πολιτική ζωή στην Ελλάδα την έχουμε δει πολλές φορές ήδη στο
σινεμά. Από την μεριά του νεκροθάφτη, όμως, είχε ένα ενδιαφέρον και μία
δυναμική. Δεν έπρεπε να γίνει σκέτη κωμωδία αυτό, δεν το ήθελα. Διάβασα
αργότερα στον θεωρητικό Κάρελ Κόσικ («Η Κρίση της Νεωτερικότητας») την
εξής τοποθέτηση: «Η πολιτική δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε τέχνη, αλλά
περισσότερο ένα παιχνίδι για την εξουσία και ένα παιχνίδι από θέση ισχύος. Το
παιχνίδι αυτό δεν είναι διασκεδαστικό, αλλά θανάσιμα σοβαρό και για το λόγο
τούτο εμπεριέχει συχνότερα θάνατο, φανατισμό και υπολογισμό παρά χιούμορ και
γέλιο». Αυτός το έπιασε, αυτό ακριβώς είναι τα «Κοράκια». Δεν
σου πεθαίνουν επτά παιδιά και βάζεις τα γέλια… Οι πολιτικοί δεν μας έχουν
χαντακώσει; Ένας ψηφοφόρος αντιμέτωπος με ένα σύστημα που δεν λέει να αλλάξει.
Ή θα την πατήσεις ή θα ωφεληθείς. Αυτό ίσχυε στην εποχή του Ροΐδη, αυτό γινόταν
το ’91, αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει στη σημερινή εποχή. Πόσοι άνθρωποι έχασαν
λεφτά στο χρηματιστήριο; Είναι λίγοι αυτοί που έχασαν τα σπίτια τους από τις τράπεζες;
Πολιτική δεν είναι αυτό; Χωρίς να το συνειδητοποιούμε ξεκάθαρα, έχουμε μία
εξάρτηση από τους πολιτικούς, είναι ένα περίεργο οιδιπόδειο.
-Σε πολλές από τις ταινίες σου διακρίνω το στοιχείο του θανάτου
που παραμονεύει τους ήρωες, όπως επίσης οι ιστορίες σου βασίζονται σε γεγονότα
περασμένων χρόνων που μιλάνε για σύγχρονα θέματα. Έχεις φυσικά στο επίκεντρο
και τον ρομαντισμό.
-Δεν ήθελα να κάνω, όπως μας κατηγορούν πολλοί στο Νέο Ελληνικό
Κινηματογράφο, προσωπικές ταινίες. Ήθελα να κάνω ταινίες που συμβάλλουν στη
γενικότερη παιδεία. Με ενδιέφερε η ενασχόληση με τη λογοτεχνία και ήθελα τα
έργα μου να μην είναι αποκλειστικά για σινεφίλ κοινό.
-Τι πορεία πιστεύεις θα έχουν τα σινεμά στα επόμενα χρόνια;
-Κοίταξε, εγώ μεγάλωσα με τις αίθουσες. Ο κινηματογράφος ήταν μια
κοινωνική εκδήλωση. Έβλεπες ταινία με τον διπλανό σου θεατή και πολλές φορές
γνωριζόσουν στο σινεμά με κόσμο και έπιανες τη συζήτηση ανταλλάσσοντας απόψεις.
Έτσι το έζησα εγώ το σινεμά. Δεν φαντάστηκα ποτέ μου ότι θα βλέπαμε τις ταινίες
μέσα από υπολογιστές και κινητά ή ότι θα αποθηκεύονται σε σκληρούς δίσκους. Όλο
και σε μικρότερη οθόνη. Από αυτοκρατορία που ήταν κάποτε κατέληξε σε ένα μικρό
κρατίδιο! Φυσικά, δεν μπορείς να μείνεις στο τότε και να είσαι ένας ρηχός
νοσταλγός. Το σινεμά είναι συνυφασμένο με την τεχνολογία, η οποία προχώρησε
πολύ και συνεχίζει να εξελίσσεται. Σήμερα, ωστόσο, ζούμε φαινόμενα ερημοποίησης
της κοινωνικής ζωής, η αποξένωση είναι τεράστια. Οι άνθρωποι σου τηλεφωνούν
λιγότερο και όλο και πιο σπάνια. Ορισμένα πράγματα είναι μη φυσικά. Η ζωή έχει
αλλάξει και έχει καταπιεί τον κινηματογράφο έτσι όπως παραδοσιακά
αντιμετωπίζονταν ως τρόπος θέασης. Τι θα
επικρατήσει, δεν έχω ιδέα. Δεν ασχολούμαι πάρα πολύ, κουράζομαι να βλέπω πια
πολλές ταινίες.
-Σε αυτό το σημείο θέλω να
σε ρωτήσω αν είχες κάποιο απωθημένο συνεργασίας με κάποιο ή κάποια πρόσωπα του
κινηματογράφου και αυτή η συνεργασία δεν έγινε ποτέ. Υπάρχει κάποια περίπτωση;
-Ναι, έχω ένα πρόσωπο. Είναι μία γυναίκα ηθοποιός, την οποία μια
ουδέτερη γκρίζα μέρα μπήκα στο λογιστικό γραφείο της συγχωρεμένης Μαρίνας
Ηλιάκη στη Βικτώρια και την κοιτούσα να κάθεται σε μία καρέκλα απέναντι στη
λογίστρια. «Ναι, αυτή είναι», λέω μέσα μου. Αυτή χαμογέλασε
που με είδε και πλησίασα προς το μέρος της. Με είδε η κυρία Μαρίνα και της λέει
ότι είμαι νεαρός σκηνοθέτης. Ήταν η Λίλη Παπαγιάννη. «Είστε η αγαπημένη
μου ηθοποιός», της λέω εγώ. «Σας ευχαριστώ πολύ», μου
απάντησε. «Μου αρέσατε και στο «Η δε Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα» και
στην «Εκδρομή». «Α, τα δύο διαφορετικά είδη!», απάντησε εκείνη. Ήταν
το 1996 αυτό. Ήταν αρκετά καλοδιατηρημένη, με αυτό το καρέ μαλλί πάντα.
Κάνω μια γιορτή, λοιπόν, στο καφέ Παράσταση στα Εξάρχεια εκείνη τη
χρονιά. Έξι φίλες του Ταχτσή και η ανιψιά του Έλλη. Είχα βγάλει ένα βιβλίο, ένα
χρονικό για τον Ταχτσή. Λέω θα το στήσω αυτό σαν
performance και καλώ τη Βίλμα Κύρου, τη Ροζίτα Σώκου, τη Μαργαρίτα
Παπαγεωργίου, τη Νίκη Καναγκίνη, την Καίη Τσιτσέλη και την ανιψιά του Έλλη, που
σπούδαζε σοπράνο στη Λυρική, να διαβάσουν ένα διήγημα, το «Κόκκινο
Παλτό», για το πώς δεν έμαθε ο Ταχτσής πιάνο. Θα βάλω, λέω, και
την Παπαγιάννη – αφού δεν μπορούσε η Σμάρω Στεφανίδου. Της τηλεφωνώ. «Αχ,
θα ήθελα πάρα πολύ να έρθω. Αλλά από τότε που πέθανε ο Αντρέας (Φιλιππίδης), ο
άντρας μου, έχω κλειστεί και δεν βγαίνω, ούτε τηλεόραση βλέπω. Δεν θα ήθελα να
σας απογοητεύσω, αλλά θα με φέρετε σε πολύ δύσκολη θέση. Ωστόσο, στείλτε μου το
βιβλίο», μου είπε. Εγώ της το έστειλα, δεν ξέρω αν το έλαβε βέβαια,
δεν μου απάντησε ποτέ. Ήθελα να συνεργαστώ σε αυτή τη γιορτή μαζί της.
Δυστυχώς, δεν έγινε ποτέ.
- Η
συνέντευξη έγινε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου