ΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ τὰ ἄμετρα, τὰ ἀβυσσαλέα
βάθη, τὸ ἀγαπημένο κῆτος. Τὸν ὄγκο του ὠθεῖ μὲς στὸ νερὸ σηκώνοντας
τὴν ἄμμο ἀπ’ τὸν πυθμένα. Τὸν ὕπνο τῶν πεταλούδων τοῦ βυθοῦ ταράζει
καὶ σπᾶνε ἐκεῖνες τὰ κουκούλια καὶ φτεροκοποῦν τριγύρω φωσφορίζουσες.
Τὸ μάτι του θολὸ ἀπὸ δάκρυα θυμοῦ γιὰ τὰ μικρότερα ψαράκια ποὺ ἐνοχλοῦνε
τὴν πορεία του. Κάνει ἑλιγμοὺς νὰ τὰ ἀποφύγει ἐπιδέξιους. Τὸν μυρίζει
ἀπὸ μακριὰ τὸν φόβο ποὺ τριγύρω σπέρνει κι ἀκούει τῶν ὠκεανῶν τὸ
λάλον ὕδωρ ποὺ τοῦ μεταφέρει τὴν ἀπόγνωση μικρῶν ζωῶν.
Πτερύγια καὶ οὐρὰ ἔχει ἀπὸ
μετάξι. Γαλαζοπράσινο τὸ χρῶμα του μὰ τὸ κεφάλι φούξια, ξεχωρίζει.
Τὸ στόμα σὰν ἀνοίγει καταπίνει ὅλο τὸ πλαγκτὸν τῆς θάλασσας κι ὕστερα
ἀπὸ τὸν φυσητήρα του ἐκτινάσσει ἀπείθαρχα βροχὴ ἀστεριῶν ποὺ
σκᾶνε ἄλλα μέσα στὸ νερὸ καὶ ἄλλα, ἀκόμα πιὸ μεγάλα, ἔξω στὸν κατασκότεινο
οὐρανό.
Ἕνα πελώριο κῆτος. Πλέει πρὸς
τὰ ρηχὰ γιὰ νὰ μὲ βρεῖ. Ἕνας βαρὺς καὶ ἐξαίσιος ὑποβρύχιος κόσμος
θὰ ἐξοκείλει στὰ ρηχὰ καὶ θὰ μὲ καταπιεῖ γιατί ἄλλο σκοπὸ δὲν ἔχει
ἡ ὕπαρξή του καὶ ἡ πλεύση του αὐτὴ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη.
Εἶναι ἕνα κῆτος δικαστής. Μοῦ στέλνει τὴ φωνή του μὲ τὰ ρεύματα καὶ
σὲ συχνότητες ποὺ ξέρει πὼς διακρίνω ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά, ἐνῶ
τὸ περιμένω μὲ λαχτάρα, ἄοπλη ἐντελῶς – ὅπως αὐτὸς ποὺ ξέρει ὅτι
φταίει ποὺ τὰ ὅπλα του ἀπαρνήθηκε καὶ λαχταρᾶ τὴν τιμωρία, κι εἶναι
ἡ φωνὴ καὶ τὸ τραγούδι του κλάμα μωροῦ πού μοῦ ζητάει νὰ τὸ θηλάσω.
Τὸ νιώθω. Πλησιάζει. Δὲν εἶναι
ποὺ τὸ στῆθος μου φουσκώνει καὶ τὴν ἄφιξή του ἀναγγέλλει. Εἶναι
ποὺ ξέρει, τὸ ἀγαπημένο κῆτος, ὅτι δὲν ἀντέχω γιὰ πολὺ νὰ περιμένω.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιώτα Ἀναγνώστου (Ἀθήνα).
Τελείωσε τὴ Νομικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ζεῖ ἀπὸ τὴ δικηγορία.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου