ΟΥ ΕΙΧΑΝ ΠΕΙ ΟΤΙ σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο
γινόταν ἡ συναλλαγή. Τὸ ἀκούμπησε στὸ παγκάκι κι ἀπομακρύνθηκε.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια δὲν τὸ ἀκούμπησε, τὸ πέταξε, ὄχι ἀπὸ μεγάλο ὕψος,
πάντως τὸ πέταξε. Ἔκανε δέκα εἴκοσι βήματα, στάθηκε, γύρισε
πίσω νὰ κοιτάξει. Τὸ βιβλίο τοῦ φάνηκε σοκαρισμένο, ὅλο ἕνα παράπονο
γι’ αὐτὴν τὴν ἐγκατάλειψη. Τὸ εἶχε σκεφτεῖ καιρὸ πρὶν πάρει τὴν ἀπόφαση,
ἔπρεπε νὰ στερηθεῖ κάτι πολύτιμο, μιὰ προσφορὰ στὴ θάλασσα τοῦ
κόσμου. Μιὰ ριπὴ ἀνέμου τὸ ξεφύλλισε, τὸ ἐμπροσθόφυλλο καὶ λίγες
ἀκόμα σελίδες. Ἀπορία. Ἔκλεισε πάλι. Στὴν τρίτη σελίδα ἦταν ἡ
ἀφιέρωση μὲ μπλὲ μελάνι ἀπὸ τὸ φιλόλογό του. Τοῦ εὐχόταν μία
ζωὴ γεμάτη περιπέτειες, εἶχε ὑπογράψει μὲ μεγάλα γράμματα: ὁ
Δάσκαλός σου. Ἕνας περαστικὸς σταμάτησε, ἔσκυψε, χάζευε τὸν τίτλο.
Συνέχισε τὸν δρόμο του.
Ἐπέστρεψε στὸ παγκάκι. Στριμώχτηκε
δίπλα στὸ βιβλίο, τὰ πόδια ἑνωμένα καὶ τὰ χέρια ἀνάμεσα. Δίστασε
μία στιγμή, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἀκούμπησε πάνω στὸν γοφό του. Ἔνιωσε
τὴ ζεστασιά του νὰ διαπερνᾶ τὸ ὕφασμα τοῦ παντελονιοῦ, μιὰ διάχυση
στὸ δέρμα. Ἀποπλάνηση. Δὲν ἤτανε ἀγνώμων, εἶχε γίνει ἀφορμὴ ν’
ἀνοίξει μία πόρτα στὴ ζωή, τοῦ ἔδειξε ἕναν τρόπο νὰ ἀκουμπᾶ τὰ
πράγματα: δυὸ δόσεις γλύκας, ἴσες δόσεις πόνου. Τὸ ἔσπρωξε μὲ τὴν
ἀνάποδη τῆς παλάμης σὰν ἀπὸ ἔγκαυμα. Ἐκεῖνο χοροπήδησε στὸ
παγκάκι, λίγο καὶ θὰ ‘πέφτε. Σηκώθηκε, τάχυνε τὸ βῆμα. Ἄλλο καὶ
τοῦτο…, ἄκουγε τσιρίδες, ἤθελε νὰ κλείσει μὲ τὰ χέρια του τ’ αὐτιά.
«Δὲν τὸ πιστεύω!» —αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ γύριζε μὲ τίποτα— «Αὐτὸ τὸ βιβλίο
δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἐξαντλημένο. Δὲν φαντάζεσαι πόσο καιρὸ τὸ ψάχνω!».
Ἡ φωνὴ ἐκτόξευε βεγγαλικά.
Ἔφτασε στὸ ἁμάξι, ἄνοιξε τὴν πόρτα
καὶ χώθηκε μέσα. Γυαλιὰ ἡλίου κι ἕνα γκριζομάλλικο κεφάλι εἰσέβαλαν
στὸν μπροστινὸ καθρέφτη. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ βάλει
μπρός, δύο κορίτσια ἀνοιξιάτικα περνοῦσαν ἀπὸ δίπλα του. Ἡ μελαχρινὴ
μὲ τὴν μπλὲ τούφα κρατοῦσε μία μεγάλη ὑφασματένια τσάντα. Τὸ βιβλίο
του ἀπομακρυνόταν ἀκολουθώντας τὴν κυματιστὴ κίνηση τῶν ἐφηβικῶν
βημάτων. Στὴν πάνω γωνία τὸ μεγάλο «Ὁ» τοῦ τίτλου, τὸ μισό, τοῦ ἔκλεινε
τὸ μάτι.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀλέξανδρος Βαλκανάς. Γεννήθηκε
στὴ Μελβούρνη τῆς Αὐστραλίας καὶ μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ
ζεῖ. Σπούδασε Ἑλληνικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Κρήτης, παράλληλα
έκανε σπουδὲς στὸ τραγούδι καὶ τὴ θεωρία τῆς Μουσικῆς. Ἐργάστηκε
στὴν ἰδιωτικὴ ἐκπαίδευση ὡς καθηγητὴς φιλόλογος. Διηγήματα
καὶ ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ
(ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ) ἐνῶ κείμενα καὶ θεατρικά του ἔργα ἔχουν
ἀνέβει σὲ θεατρικὲς καὶ μουσικὲς σκηνὲς τῆς Ἀθήνας. Θεατρικά
του ἔχουν διακριθεῖ στοὺς Διαγωνισμοὺς Θεατρικοῦ Ἔργου τῆς Ἕνωσης
Σεναριογράφων Ἑλλάδας («Τὸ Κουτὶ» Α΄ βραβεῖο 2018, «Μιὰ Σχεδὸν Ἀληθινὴ
Ἱστορία» Ἔπαινος 2017). Ὡς ἑρμηνευτὴς συμμετεῖχε στὸν δίσκο
(EP) Ὁ Κῆπος ποὺ Ἔσβησε
κι Ἐχάθη, σὲ ποίηση Ναπολέοντος Λαπαθιώτη καὶ μουσικὴ
σύνθεση Anastazios.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου