Μαριάννα
Χάλαρη [Adelheid
Duvanel, Ἀφιέρωμα
11/11] «Ο ΓΚΑΣΤΟΝ καθόταν μπροστὰ στὸν κομὸ καὶ εἶχε στυλώσει
τὸ βλέμμα στὸν καθρέφτη ποὺ ἦταν ἐνσωματωμένος σὲ ἕνα ξύλινο κασελάκι,
φτιαγμένο ἀπὸ ἕναν κατασκευαστὴ ἐγχόρδων ὀργάνων.» («Ὁ ξένος») «Τοῦ Κάσπαρ δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου
ὅταν ἡ ὁμίχλη ἔκρυβε τὶς κορυφὲς τῶν δέντρων καὶ ὁ ἄνεμος ἔκλεινε
τῶν λουλουδιῶν τὸ στόμα, ἔτσι ποὺ τελικὰ ἀπέμεναν πεταμένα στὴ γῆ
σὰν νεκρὰ πουλιά, τοῦ ἄρεσε ὅμως καὶ μὲ τὸ παραπάνω το ἐκθαμβωτικὸ
φῶς καθὼς διαχεόταν πάνω ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν καμπαναριῶν, τὰ λικνιστικὰ
κύματα τοῦ ποταμοῦ ὅπως ἕσφιγγαν πάνω τους τὶς κοιλιὲς τῶν πλοίων,
τὸ διαπεραστικὸ τραγούδισμα τῶν πουλιῶν.» («Τὸ καπέλο») «Τὸ παιδὶ-θαῦμα μποροῦσε τώρα
νὰ ἀντέξει τὴ σιωπή, τὸν οὐρανὸ ἀπὸ χρυσάφι, τὰ φεγγοβόλα δέντρα
καὶ τὰ μαραμένα τριαντάφυλλα μπροστὰ στὸ σπίτι ποὺ τὸ φιλοξενοῦσε
ἐδῶ καὶ μῆνες.» («Ἡ σιωπή») «Ξέρω τὰ πάντα γιὰ τὴ γειτόνισσά
μου.» («Ἡ γειτόνισσα») Οἱ χαρακτῆρες στὰ κείμενα τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανὲλ βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἀφάνεια μὲ ἐκρηκτικό, ἐκτυφλωτικὸ τρόπο. Παιδιά, γυναῖκες, ἄντρες ἀποκαλύπτονται πολὺ συχνὰ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη πρόταση, ἔχουν συνηθισμένα μικρὰ ὀνόματα καὶ ἡ εἴσοδός τους στὸ προσκήνιο συνοδεύεται ἀπὸ λίγες, ἀλλὰ πολὺ συγκεκριμένες πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή τους, οἱ ὁποῖες ἐνεργοποιοῦν στὴν ἀναγνώστρια καὶ τὸν ἀναγνώστη μιὰ σειρὰ ἀπὸ κυρίως δυσάρεστες εἰκασίες γιὰ τὰ μέχρι τώρα βιογραφικὰ στοιχεῖα τους. Σὲ κάθε ἱστορία πλάθεται μέσα σὲ ἐλάχιστες σελίδες ἕνας ὁλόκληρος μικρόκοσμος ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ μοναδικοὺς χαρακτῆρες. Ἡ ἀφήγηση δὲν ξεκινᾶ ὁπωσδήποτε in medias res: Οἱ εἰσαγωγικὲς προτάσεις αἰχμαλωτίζουν τὴν προσοχή μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀποτελοῦν ἀναγκαστικὰ τὸ ἐπίκεντρο τῆς πλοκῆς ἢ τὸ κέντρο βάρους τοῦ ἀφηγηματικοῦ νήματος. Οἱ τίτλοι ἔχουν ἐπίσης τὴ δική τους ξεχωριστὴ ὑπόσταση. Διαβάζοντας ξανὰ καὶ ξανὰ τὶς ἱστορίες ἀποκτᾶ κανεὶς τὴν ὑποψία ὅτι τὰ κείμενα ἐπιγράφονται πότε-πότε μὲ προσεχτικὰ ἐπιλεγμένα πασπαρτού. Στὸ κείμενο «Ἡ γειτόνισσα», γιὰ παράδειγμα, ὁ τίτλος μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται στὴ γυναίκα ἡ ὁποία περιγράφεται, εἶναι ὅμως ἐξίσου πιθανὸ νὰ ἀναφέρεται στὴν ἴδια τὴν ἀφηγήτρια. Ὁ ποιητὴς στὴν ὁμώνυμη ἱστορία εἶναι κατὰ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ συμφραζόμενα ὁ ἀφηγητής· μήπως ὅμως εἶναι καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἔγραψε ἐκείνη τὴ λέξη στὸ καπὸ τοῦ αὐτοκινήτου καὶ πυροδότησε τὴ συνέχεια καὶ κορύφωση τῆς ἱστορίας; «Τὸ Καταφύγιο», «Τὸ καπέλο», «Μιὰ ἐντελῶς συνηθισμένη μέρα μπουγάδας», «Ἡ σιωπή»: Τίτλοι «ἐντελῶς συνηθισμένοι», ἕνα κλείσιμο τοῦ ματιοῦ γιὰ τὴν ἰδιαίτερη χρήση καὶ θέση ποὺ τοὺς ἐπιφυλάσσεται στὴν πορεία τῆς κάθε ἱστορίας. Γιὰ νὰ ἀποτυπωθεῖ ἕνας μικρόκοσμος
χρειάζεται ἐκ τῶν πραγμάτων ὑψηλὸς βαθμὸς παρατηρητικότητας καὶ
ἐνσυναίσθησης. Πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν προτάσεις ὅπως:
«Οἱ ψυχίατροι μαδᾶνε τὰ δέρματα τῶν ἀσθενῶν, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο,
κι ἔπειτα τὰ καταβροχθίζουν» («Τὸ μουσεῖο μὲ τὰ γυαλιὰ ὁράσεως») ἢ
«(Ἡ νυχτερίδα) ἔφαγε ἄσπρο ψωμί, ἤπιε γάλα καὶ κοίταξε ἔξω ἀπὸ
τὸ παράθυρο, ἐκεῖ ὅπου οἱ χιονονιφάδες στροβιλίζονταν γύρω ἀπὸ
μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα ὅλο μάτια καὶ τὰ δέντρα πρόβαλαν μέσα ἀπὸ
τὴ γῆ σὰν χέρια θαμμένων» («Τὸ καπέλο»); Ἢ ἐκεῖνες οἱ ποιητικὲς περιγραφὲς
στὸ ἴδιο κείμενο, ὅταν τὸ καπέλο τῆς μητέρας ἀποκτᾶ τὴ δική του ζωή,
ἢ οἱ σαρωτικῆς ἔντασης εἰκόνες στὸ ἀπόσπασμα ποὺ κλείνει τὴν ἱστορία
«Ὁ ποιητής»; Ἂς σταθῶ λίγο, μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμή, στὰ ἀντικείμενα ποὺ
διαγράφουν τὴ δική τους ξεχωριστὴ τροχιὰ στὰ πεζά τῆς Ντυβανέλ: ἕνα
καπέλο ποὺ πετάει καὶ χάνεται στὸν οὐρανό, μιὰ παρτιτούρα ποὺ ἐμφανίζεται
ξαφνικὰ στὸ σκοινὶ τῆς μπουγάδας, «ἕνα μοναδικὸ ζευγάρι γυαλιά, τὸ
ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἀκόμη» εἶναι κάποια ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συναντᾶ κανεὶς
στὶς ἱστορίες οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐπιλεγεῖ γιὰ τὸ ἀφιέρωμα αὐτό. Ὅπως
ἔχει σημειώσει σὲ κείμενά του ὁ Peter von Matt (ἐνδεικτικά: Matt, στὸ
Duvanel 2004: 169 κ.ἑξ., καθὼς καί: Matt 2001: 302-303), τὰ καθημερινὰ
πράγματα ἀποκτοῦν τὴ δική τους ἰδιόρρυθμη μοίρα ἐντὸς τῶν ἱστοριῶν.
Ὅσο καὶ ἂν ἡ προσκόλλησή μας σὲ σχολικὲς μεθόδους ἀνάγνωσης μᾶς δελεάζει
νὰ τὰ θεωρήσουμε σύμβολα, ἡ αὐτόνομη ὕπαρξή τους ἀντιστέκεται,
ξεφεύγει πέρα ἀπὸ τὰ πλέγματα καὶ τὰ πλαίσια μὲ τὰ ὁποῖα εἴμαστε ἐξοικειωμένοι. Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τοῦ ἀπρόβλεπτου,
τοῦ ἀνεξέλεγκτου ἐπικρατεῖ στὰ κείμενα τῆς Ντυβανὲλ καὶ μᾶς παγώνει.
Ὁ τόνος ἐπίσης: Στακάτος χάρη στὴ συνήθως κατὰ παράταξη ἀνάπτυξη
τῶν προτάσεων, φυσικὸς καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀνησυχαστικός. Ὑπάρχει
διαρκῶς ἡ αἴσθηση τῆς ἐπικείμενης ἀπειλῆς, ἡ ἐντύπωση ὅτι τὰ
πράγματα δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξελιχθοῦν ἀλλιῶς, μὰ εἶναι ταυτόχρονα
καὶ τόσο ἀλλόκοτα, σὰν νὰ τὰ ἔχει πλάσει κανεὶς μὲ τὴ φαντασία του.
Τὰ ὅρια μεταξὺ φαντασίας καὶ πραγματικότητας εἶναι ἐξάλλου μᾶλλον
δυσδιάκριτα καὶ διαπερατά, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ στιγμιότυπα
στὰ ὁποῖα συγχέεται ἡ εἰκόνα μὲ μιὰ ψυχολογικὴ προβολή: «(...)
κι ὅταν ἀκόμα διασχίζει τὴ μεγάλη πλατεία κάτω, ταυτόχρονα βρίσκεται
πάνω, στὸ ὑπνοδωμάτιό της, στὸ γραφεῖο τῶν ὀνείρων της, καὶ στέκεται
στὸ παράθυρο. Παρατηρεῖ τὸν ἑαυτό της καθὼς κάθεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς
λευκὲς πλαστικὲς καρέκλες, ἀπομίμηση ἂρ νουβό, μπροστά σε ἕνα καφέ,
πίνει μιὰ κόκα κόλα καὶ καπνίζει» («Τὸ μουσεῖο μὲ τὰ γυαλιὰ ὁράσεως»)·
ἤ, ἀλλοῦ, μέσα ἀπὸ κάποιο ἄλλο παράθυρο: «Μιὰ φορά, τὴν ὥρα ποὺ ἡ
“ὑπερφορτωμένη ὑπάλληλος γραφείου” στεκόταν στὸ παράθυρο, εἶδε
πεσμένο στὸν δρόμο τὸν ἴσκιο ἑνὸς δέντρου καὶ σκέφτηκε πὼς ἦταν τάχα
ἡ ἴδια πεσμένη ἐκεῖ κάτω» («Ἡ “ὑπερφορτωμένη ὑπάλληλος γραφείου”»).
Δυσερμήνευτες οἱ ἱστορίες, δὲν ἔχουν κάποια διαφωτιστικὴ «γραμμή»,
κάποιο προγραμματικὸ μοτίβο, κάποια πεπατημένη τὴν ὁποία μπορεῖ
κανεὶς εὔκολα νὰ ἀκολουθήσει προκειμένου νὰ φτάσει σὲ κάποιον ὑποτιθέμενο
προορισμό. Τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα
τῶν κειμένων τῆς Ντυβανὲλ εἶναι αὐτὰ ποὺ προσδιορίζουν τὶς δυσχέρειες
καὶ στὶς μεταφραστικὲς ἐπιλογές. Ἡ πυκνότητα καὶ ἡ ἀκρίβεια τοῦ
λόγου εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει πρωτίστως νὰ γίνουν ἀντιληπτὰ καὶ νὰ ἀποδοθοῦν
στὴ συνέχεια καὶ στὴ μετάφραση, κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ δυσκολίες,
δεδομένης τῆς συχνῆς χρήσης γραμματικῶν καὶ συντακτικῶν δομῶν οἱ ὁποῖες
στὴ γερμανικὴ γλώσσα εἶναι φύσει πιὸ πυκνές, ἐνῶ στὸν ἑλληνικὸ λόγο
διατυπώνονται κυρίως περιφραστικὰ (π.χ. κάποιες μετοχὲς ποὺ ἀναλύονται
ἀναπόφευκτα σὲ ἀναφορικὲς προτάσεις). Ἡ ἀπροσδόκητη χρήση τῆς
γλώσσας σὲ ἀρκετὰ σημεῖα, ὅπως συμβαίνει στὶς πιὸ ποιητικὲς περιγραφὲς
τῶν κειμένων, ἐπίσης προκαλεῖ μιὰ κάποια ἀμηχανία κατὰ τὴ μετάφραση.
Ἡ λείανση, ὡστόσο, τοῦ λόγου προκειμένου νὰ καταστεῖ ἐνδεχομένως
πιὸ προσιτὸ τὸ κείμενο δὲν ὑφίσταται ὡς δυνατότητα: Ἡ ὁρμητικότητα
καὶ ἡ ἰδιορρυθμία ὀφείλουν μὲ κάποιον τρόπο νὰ βροῦν διέξοδο καὶ
στὸ ἑλληνικὸ κείμενο. Ἡ ἀνάγνωση τῶν πεζῶν της Ντυβανὲλ
προσκαλεῖ σὲ ἐκ νέου ἀνάγνωση, σὲ λίγη ἀκόμα ἀνάγνωση, σὲ πολλὲς
διαφορετικὲς ἀναγνώσεις· ὡστόσο ἡ σφοδρότητα καὶ ἡ πυκνότητα
τῶν ἐξαιρετικὰ σύντομων κειμένων της μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ἐπιτρέπει
πάντοτε – τουλάχιστον αὐτὴ εἶναι ἡ δική μου ἐντύπωση. Νιώθει κανεὶς
τὴν ἀνάγκη νὰ ἀφήσει λίγο χρόνο νὰ περάσει, νὰ πάρει ἀποστάσεις, ἴσως
καὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔντονη ἀναγνωστικὴ ἐμπειρία. Ταυτόχρονα
ὅμως προκύπτει καὶ μιὰ ἰδιότυπη ἕξη, ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν
χαρακτηριστικῶν. Συνειδητοποιῶ ἐπίσης ὅτι ὅσο περισσότερο
διαβάζω κείμενά της τόσο ἐντονότερη γίνεται ἡ παραδόξως ὄχι ἰδιαίτερα
ὀξύμωρη αἴσθηση πὼς κατανοῶ τί συμβαίνει καὶ συγχρόνως χάνω τὴν ἐποπτεία.
Παρόμοια σκέψη διατυπώνει ὁ Pino Dietiker σὲ πρόσφατο κείμενό του
(Dietiker 2021: 194-201): Ὅταν διαβάζει Ντυβανὲλ ξέρει πῶς λειτουργοῦν
τὰ κείμενά της, ὅταν ὅμως θέλει νὰ τὸ ἐξηγήσει σὲ κάποιον δὲν ξέρει
πῶς νὰ τὸ κάνει. Ποῦ ὀφείλεται αὐτό; Ὁ Ντίτικερ ἐντοπίζει ὁρισμένα
σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴ τὴν ἀδυναμία
τοῦ ἀναγνώστη: ἡ πληθώρα τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα σπάνια μποροῦν νὰ
θεωρηθοῦν γνήσια πρωταγωνιστικὰ κι ἔτσι εἶναι καταδικασμένα νὰ
παραδοθοῦν στὴ λήθη· ἡ μοναδικότητα, σχεδὸν αὐθυπαρξία τῶν προτάσεων·
ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπεραντοσύνη τῶν πιθανῶν συσχετισμῶν, ποὺ ἐπιτυγχάνεται
μεταξὺ ἄλλων μὲ τὴν προσφιλῆ στὴν Ντυβανὲλ παρατακτικὴ σύνδεση,
καθὼς ἔτσι δὲν ὁρίζεται αὐστηρὰ ἡ χρονικὴ ἢ αἰτιολογικὴ συνάφεια
τῶν «γεγονότων» καὶ δημιουργοῦνται ἄλυτες ἀπορίες. Μὲ αὐτοὺς τοὺς
καίριους προβληματισμοὺς τὰ πράγματα μοιάζουν νὰ μπαίνουν καὶ γιὰ μένα
σὲ μιὰ σειρά. Λύσεις καὶ διαπιστώσεις μὲ καθολικὴ ἰσχὺ ὡστόσο δὲν
ὑπάρχουν, ὅπως ἄλλωστε δὲν ὑπάρχουν λύσεις, ἀλήθειες καὶ ἠθικὰ ἢ
ἄλλου εἴδους διδάγματα στοὺς μικρόκοσμους τῆς Ντυβανέλ. Ἁπλῶς εἶναι
ἔτσι. Μαζὶ μὲ ἕνα κείμενό της πρὸς δημοσίευση, ἡ συγγραφέας
εἶχε στείλει κάποτε στὴν ἐφημερίδα WOZ
(4.2.1994, Gloor & Kretzen 2021: 207) ἕνα συνοδευτικὸ κείμενο, στὸ
ὁποῖο ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων τὸ ἑξῆς ἀφοπλιστικὰ διαφωτιστικό:
«Θὰ ἤθελα νὰ τὰ κάνω ὅλα νὰ γίνουν πιὸ ξεκάθαρα – κι ἀπὸ τὴν ἄλλη
πάλι ὄχι.» Βιβλιογραφία
– Dietiker, Pino: Was bleibt von Adelheid Duvanel?
Versuch einer Spurensuche. In: Narr. Das narrativistische Literaturmagazin 33,
S. 194-201. Das Verlag, Basel 2021.
– Duvanel, Adelheid: Beim Hute meiner Mutter. Erzählungen.
Mit einem Nachwort von Peter von Matt. Nagel & Kimche im Carl
Hanser Verlag, München 2004.
– Gloor, Lukas & Kretzen,
Friederike: Sechs
Briefe zu Adelheid Duvanel. In: Narr. Das narrativistische Literaturmagazin 33,
S. 202-218. Das Verlag, Basel 2021.
– Matt, Peter von: Schreiben und Sterben einer Autorin:
Adelheid Duvanel. In: Die
tintenblauen Eidgenossen. Über die literarische und politische Schweiz.
Carl Hanser Verlag, München 2001.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα 1983). Σπούδασε Φιλολογία
καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία, φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει
συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή
της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα
καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο
Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις της ἔχουν δημοσιευτεῖ
σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἡ συγγραφέας, πιθανόν τέλη ’70 - ἀρχές
’80. Φωτογραφία: André Muehlhaupt. Πηγή: ἐφημερίδα Neue Zürcher Zeitung,
https://nzzas.nzz.ch/kultur/adelheid-duvanel-die-beharrlichkeit-verlorener-seelen-ld.1632254?reduced=true
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου