ΝΑ ΠΡΩΙ ξύπνησα καὶ δὲν θυμόμουν
τίποτα. Εἶχα μόλις ἀνοίξει τὰ μάτια μου, καὶ πρὶν προλάβω ν’ ἀναρωτηθῶ
ποιό εἶναι τὸ ἄγνωστο δωμάτιο καὶ πῶς βρέθηκα ἐκεῖ, ἡ πόρτα ἄνοιξε
καὶ μπῆκε φουριόζα μιὰ ἀναμαλλιασμένη Κυρία —τὰ ροῦχα της ἦταν
ἔτσι βαλμένα ποὺ δὲν καταλάβαινες ἂν μ’ αὐτὰ εἶχε κοιμηθεῖ ἢ ἦταν
ντυμένη γιὰ ἔξω— ἡ ὁποία, μὲ ἐκπληκτικὴ βεβαιότητα, μοῦ εἶπε
νευριασμένα: «Σήκω γρήγορα, Ἄννα! Τί κάνεις; Θ’ ἀργήσεις.»
Πρὶν προλάβω κὰν ν’ ἀντιδράσω,
εἶχε βροντήξει τὴν πόρτα πίσω της κι εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ἐγὼ ὅμως
εἶχα ἤδη λάβει τὴν πρώτη πληροφορία γιὰ τὸ ἄτομό μου, ὅτι δηλαδὴ
μὲ λένε Ἄννα, καὶ ὅτι γιὰ κάποιο λόγο πρέπει νὰ βιαστῶ. Αὐτὸ τὸ
δεύτερο μοῦ δημιούργησε μιὰ κάποια δυσφορία. Θὰ προτιμοῦσα νὰ
εἶχα τὸν χρόνο νὰ περιεργαστῶ τὸ δωμάτιο.
Ἔτσι ὅπως ἦρθαν τὰ πράγματα,
δὲν εἶχα χρόνο γιὰ πολλὰ-πολλά. Σηκώθηκα γρήγορα, ἔριξα μιὰ κλεφτὴ
ματιὰ στὸν καθρέφτη, κι ἄνοιξα τὴ ντουλάπα γιὰ νὰ ντυθῶ. Φόρεσα
μιὰ μπλούζα κι ἕνα παντελόνι, πῆρα καὶ ἕνα παλτὸ κι ἄνοιξα τὴν
πόρτα.
Πρὶν ἀκόμη προλάβω νὰ φτάσω
στὸ κεφαλόσκαλο, ἡ ἴδια Κυρία πετάχτηκε ἀπ’ τ’ ἀριστερὰ καί,
πάντοτε φουριόζα, δίχως στιγμὴ νὰ σταματήσει, μοῦ φώναξε: «Τί νὰ
σοῦ ἔχω γιὰ μεσημέρι; Καὶ μὴ διανοηθεῖς νὰ κάτσεις μὲ τὶς ὧρες, ὁ
γιατρὸς τὸ εἶπε: Πρέπει νὰ ξεκουράζεσαι.» Ἡ φωνή της ἐρχόταν ἀπ’
τὰ δεξιά μου τώρα.
Ἤμουν πλέον στὸν πάνω ὄροφο. Τζαμαρίες παντοῦ καὶ
μπροστά μου ἕνας καναπὲς μὲ τὸ τραπεζάκι – τὸ καθιστικό. Ἀναρωτήθηκα
γιὰ λίγο ἂν πρέπει νὰ πάω ἀριστερὰ ἢ δεξιά, πάλι ὅμως ἤξερα πὼς ἀριστερὰ
εἶναι ἡ κουζίνα, καὶ πὼς ἐγὼ πρέπει νὰ φύγω. Προχώρησα λοιπὸν στὰ
δεξιὰ καί, δυὸ-τρία βήματα μετά, βρέθηκα σ’ ἕνα τεράστιο σαλόνι:
Ἐμπρὸς ἡ τραπεζαρία, στὸ βάθος δυὸ καναπέδες καὶ πέρα, στὴν ἄκρα
ἀριστερά, ἕνα πιάνο. Δίπλα του ἡ μπαλκονόπορτα καὶ παραδίπλα
μιὰ πόρτα, ἡ ἔξοδος. «Τί κρίμα», σκέφτηκα, «ποὺ δὲν ἔχω τὸν χρόνο νὰ
μάθω ἂν ξέρω πιάνο. Καὶ τὸ χειρότερο νὰ μὴν ξέρω γιατί βιάζομαι».
Ἡ Κυρία, βέβαια, δὲ φαινόταν πουθενά. «Στὴ βεράντα θὰ εἶναι μᾶλλον»
σκέφτηκα, «ἀλλά, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ρισκάρω. Ἄς φύγω,
τώρα ποὺ προλαβαίνω».
Προχώρησα ἴσια στὴν ἐξώπορτα
καί, πρὶν τὴν ἀνοίξω, κοντοστάθηκα καὶ φώναξα «Φεύγω», χωρὶς νὰ
πάρω ἀπάντηση. Μπῆκα στὸ ἀσανσὲρ καὶ πάτησα τὸ κουμπὶ τοῦ ἰσογείου.
Τέταρτος ὄροφος. «Ἄρα ἤμουν
στὸν πέμπτο». Καθὼς οἱ ὄροφοι κατέβαιναν, σκέφτηκα: «Καὶ τί χαίρομαι
ποὺ ξέφυγα, ἀφοῦ δὲν ξέρω ἀπὸ τί; Καὶ ποῦ θὰ πάω τώρα;... Γιατί φεύγω;...
Δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ πρέπει νὰ γυρίσω... Ἀφοῦ μὲ περιμένουν...»
Ἀπὸ τὸ ἀσανσὲρ βγῆκα στὸν διάδρομό
τῆς πολυκατοικίας, καὶ ἔψαξα τὶς τσέπες μου. Οὔτε χαρτιά, οὔτε
λεφτά, οὔτε τίποτα Δὲν ἤξερα κὰν σὲ ποιά πόλη καὶ σὲ ποιά χώρα
βρίσκομαι. Τὸ ἀποφάσισα. «Θὰ γυρίσω πίσω καὶ θὰ ρωτήσω.»
Μπῆκα στὸ ἀσανσὲρ καὶ πάτησα
τὸ κουμπὶ τοῦ πέμπτου. Καθὼς ἀνέβαινα ἔνιωθα ἀμήχανα. Ντρεπόμουν
νὰ ἐνοχλήσω πάλι αὐτὴν τὴν πολυάσχολη Κυρία, ποὺ τόσο ἀγωνιοῦσε
μὴν ἀργήσω. Δὲν εἶχα ὅμως ἄλλη ἐπιλογή.
Ἤμουνα πιὰ μπροστὰ στὴ μία καὶ μοναδικὴ πόρτα τοῦ
πέμπτου. Οὔτε ὄνομα, οὔτε ματάκι – τίποτα, μόνο το κουδούνι. Τὸ
χτύπησα, καὶ περίμενα. Δευτερόλεπτα μετὰ ἀκούστηκαν βιαστικὰ
βήματα, κι ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μπῆκα καὶ εἶδα τὴν πλάτη τῆς Κυρίας ν’
ἀπομακρύνεται βιαστικά, τρέχοντας σχεδόν. Φοβήθηκα ὅτι πάλι
θὰ ἐξαφανιστεῖ. «Ἐεεεε...», εἶπα, τρέχοντας κι ἐγὼ πίσω της.
«Γιατί γύρισες;», μοῦ φώναξε
δίχως νὰ σταματήσει. Ἤμασταν ἤδη στὸ καθιστικὸ καὶ τρέχαμε πρὸς
τὴν κουζίνα. «Μισὸ λεπτό», τῆς φώναξα, κι ἀμέσως ντράπηκα. «Πολὺ
δυνατὰ τὸ εἶπα», σκέφτηκα, καὶ αἰσθανόμουν χειρότερα ἀπὸ πρίν.
Κοντοστάθηκε, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μὲ κοίταξε. Τὰ μάτια
της ἦταν κοκκινισμένα καὶ γυάλιζαν. «Τί ἔγινε πάλι; Τί ξέχασες;»,
μοῦ εἶπε θυμωμένα, καὶ φαινόταν ἕτοιμη πάλι νὰ φύγει. Ξεροκατάπια.
«Συγγνώμη», τῆς εἶπα κομπιάζοντας, «Ποιὰ εἶσαι;».
Χαμήλωσε τὰ μάτια καὶ μεμιᾶς
σωριάστηκε στὴν πολυθρόνα. Γιὰ λίγο ἔμοιαζε νὰ ἠρεμεῖ. Μόνο γιὰ
λίγο. Ὕστερα ξαναθύμωσε, καὶ μοῦ φώναξε νευριασμένη: «Δὲν νομίζεις
ὅτι παρατράβηξε αὐτό; ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ! ΦΤΑ-ΝΕΙ! Πρέπει νὰ ξεχάσεις κάποια
στιγμὴ καὶ νὰ προχωρήσεις. Πές, ρὲ παιδί μου, ὅτι ξυπνᾶς μιὰ μέρα
καὶ τὰ ἔχεις ἀφήσει ὅλα πίσω. Πὲς ὅτι μιὰ μέρα ξυπνᾶς, καὶ δὲν θυμᾶσαι
τίποτα.»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἄννα Στρούλια (Βόλος,
1983). Σπούδασε Φιλολογία στὴ Θεσσαλονίκη (ΑΠΘ), Γλωσσολογία
(ΜΑ, Paris 8) καὶ Ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκπαίδευσης στὸ Παρίσι (ΜΑ,
Paris 5), Ἐπιμέλεια Κειμένων (ΜΙΕΤ) καὶ Καλὲς Τέχνες στὴν Ἀθήνα
(MA, ΑΣΚΤ), ὅπου ζεῖ καὶ ἐργάζεται. Ἔργα της ἔχουν ἐκτεθεῖ στὴν Ἑλλάδα
καὶ τὸ ἐξωτερικό.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου