ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ἀπὸ μικρὴ τὰ φοϐόμουνα. Στὸ
χωριὸ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη κερασιὰ ἀπ᾿ τὴ δικιά μας. Μιὰ ἀγριοκερασιὰ
ποὺ ἔκανε κάτι μεγάλα σὰ χειροϐομϐίδες πετροκέρασα. Τὸ θέρος ἅπλωνε
βαρὺ τὸν ἴσκιο της στὴν αὐλὴ καὶ μᾶς ἔσωζε ἀπ᾿ τὰ λιοπύρια. Στὶς χοντρές
της κλάρες δέναμε σκοινιὰ κι αἰωρούμασταν ὁλημερὶς μὲ τ᾿ ἀδέλφια
μου. Ἀπ᾿ τὰ χλωρά της κλωνάρια φτιάχναμε σπαθιά. Τοὺς γειτόνους ἀπ᾿
τὸ δικό μας δέντρο τοὺς φιλεύαμε κι οἱ γυναῖκες ἑτοίμαζαν κερασόπιτα.
Καὶ τὸ ψυχοσάϐϐατο τῆς Πεντηκοστῆς μ᾿ αὐτὰ γλυκαίνανε τὸν κόσμο
γιὰ ὅσους πέθαναν νέοι, ἄκλαυτοι καὶ μόνοι στὰ βουνὰ καὶ στὶς θάλασσες.
Ἡ θειά μου ἡ Ἀσήμω μὲ τὴ μαύρη
τὴ μπολίδα, καθισμένη στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, τ᾿ ἄλεθε μιὰ χαρὰ
στὸ ἄδειο ἀπὸ δόντια στόμα της καὶ δυὸ-δυὸ μοῦ τὰ κρέμαγε σκουλαρίκια
στ᾿ αὐτιά, χτυπώντας παλαμάκια μὲ ρυθμό:
Ἀνέϐηκα στὴν κερασιά,
Μαρί- Μαρία, Μαριγώ,
νὰ κόψω ἕνα κεράσι
– βάι τζιγκιτζέλα, βάι τζιγκιτζό.
T᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνηκε,
νὰ ζήσει, νὰ γεράσει.
Νὰ κάνει δώδεκα παιδιά,
δώδεκα παλικάρια.
Νὰ κάνει κι ἕνα ϑηλυκὸ
νὰ μὴ χαθεῖ τὸ σόι.
Πέντ᾿-ἕξι θά ᾿μουνα τότε. Κείνη
τὴ μέρα ὁ ἥλιος ἔψηνε τὴν πέτρα. Ψήθηκα κι ἐγὼ στὸν πυρετό. Κάπου-κάπου
ἐρχόταν ἀπὸ μακριὰ τοῦ γκιόνη τὸ λάλημα. Ἔφθανε βλέπεις ὁ καιρὸς
τοῦ θερισμοῦ. Τὸ κάμα δυνάμωνε, δυνάμωνε κι ἐμένα ὁ κοιλόπονος,
ὥσπου ἡ κοιλιά μου ἔγινε τούμπανο. Μόνο μὲ κεράσια ξεγελάγαμε τότε
τὴν πείνα μας. Τὴ νύχτα μὲ κράτησε κοντά της ἡ καψερή, ταμπουρωμένη
στὸν καταρράκτη τῆς καλύϐας της νὰ λέει ὅλη τὴν ὥρα παραμύθια γιὰ
χάρη μου, μέχρι ποὺ ἀποκοιμήθηκα στὰ χέρια της. «Ἡσύχασε, πουλάκι
μου.» Μιὰ νεκρικὴ σιωπὴ ποὺ ἔλιωνε τὰ σωθικὰ ἁπλώθηκε τριγύρω.
«Κοιμήσου, Μαριγούλα μου…»
Ξάφνου οἱ σκιὲς μεγάλωσαν κι ἕνας
ὁλάκερος στρατὸς ἀπὸ ἀγριοκερασιὲς παρέλασε ἀπὸ μπροστά μου.
Γιγαντόδεντρα ποὺ ἀπ᾿ τὰ κλαδιά τους κρέμονταν, ἀντὶ γιὰ ἄλικες μπαλίτσες,
σκιάχτρα ἀπὸ γυναῖκες καὶ μωρά. Χοροστάσι ἀπὸ κεράσια σκέπασε τὸν
τόπο, πλημμύρισε τὶς ροῦγες, τὶς μάντρες, ἔπνιξε τοὺς ἀνθρώπους στὰ
σπίτια τους. Σὲ λίγο ὅλα θὰ τὰ τύλιγαν οἱ φλόγες.
Κι εἶδα δεκάδες κορμιὰ νὰ σέρνουν
τὸν πύρινο χορὸ μὲς στὸ λάλαρο τοῦ θέρους. Κι εἶδα τοὺς γονιούς μου νὰ
αἰωροῦνται ἄψυχοι στὸ ἀψηλότερο κλαρὶ τῆς κερασιᾶς. Κι εἶδα τ᾿ ἀδέλφια
μου λογχισμένα στὸ ξύλινο κορμί της. Κι εἶδα τὶς μυλόπετρες ν᾿ ἀλέθουν
σὰν πίτουρο τὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Κι εἶδα τὸ αἷμα νὰ κοχλάζει σὰ νερὸ
ἀπ᾿ τὴ χούρχουλη τοῦ μύλου. Κι εἶδα τὸν παππούλη μὲ τὰ ράσα δέντρο καρϐουνιασμένο
στὸν στρόγυρα τοῦ ἁλωνιοῦ.
Ἀθέριστα ἀπομείνανε κεῖνο
τὸ καλοκαίρι τὰ χωράφια κι ἀτρύγητα τ᾿ ἀμπέλια τὸ Σεπτέμϐρη. Κι ὁ
ἥλιος, τὸ ἄλλο πρωινὸ ποὺ ξεμυτίσαμε ἀπὸ τὴν καταπακτή, δὲν ἔλεγε
νὰ ξημερώσει. «Πατέρα! Μάνα! Μαγδαληνή! Σωτήρη!» φώναζα. Κανεὶς
δὲν ἀποκρίθηκε, κανείς. Μανταλωμένες οἱ ψυχὲς μὲς στὴν καυτὴ ἀντηλιά.
Καὶ τὰ πρόσωπα δίχως πρόσωπο. Μόνο τὸ κόμμι, τὸ ἀσημένιο δάκρυ τῆς
ἀγριοκερασιᾶς, δὲν ἔπαψε νὰ κυλᾶ ἄφθονο κάθε σούρουπο ἀπὸ τὶς
πληγές της καὶ νὰ τὸ συνάζουν ὑπομονετικὰ οἱ γυναῖκες γιὰ νὰ φτιάξουν
καταπλάσματα καὶ βάλσαμα γιὰ τὶς δικές τους πληγές.
Δεκαετίες κύλησαν ἀπὸ τότε.
Κι ἐγὼ καταδικάστηκα νὰ ζῶ πεθαμένη ἀνάμεσα στοὺς ἀποθαμένους,
μετρώντας μὲ τὰ δέντρα τὰ χρόνια μου. 6, 12, 18, 81… Τὰ δέντρα μὲ τοὺς
κρεμασμένους, τὸ γενεαλογικό μου δέντρο. Ὅσο θυμᾶμαι δὲν πεθαίνω.
Κι αὐτὸ εἶναι βάσανο μεγάλο. Μόνο ἡ σκιὰ τῆς κερασιᾶς κατοικεῖ τὶς
ἄδειες κάμαρες τοῦ νοῦ μου. Οἱ δυό μας ἀπομείναμε μονάχα· αὐτὴ κι
ἐγώ. Ποτὲ δὲν ξανάϐαλα κεράσια στὸ στόμα μου, ἂν καὶ τότε —τ᾿ ὁμολογῶ—
αὐτὰ μοῦ σῶσαν τὴ ζωή. Οὔτε σκουλαρίκια κρέμασα οὔτε παιδιὰ ἔκαμα,
γιὰ νὰ κλείσουν τάχατες τὰ δικά μου τραύματα. Σταυρὸ φίλησα στὸ γενεαλογικό
μου δέντρο.
Νὰ κάμει κι ἕνα ϑηλυκὸ νὰ μὴ
χαθεῖ τὸ σόι, μὲ ταχτάριζε κεῖνο τὸ βράδυ ἡ θειά μου ἡ Ἀσήμω.
Νὰ μὴ χαθεῖ τὸ σόι… τὸ σόι… τὸ
σόι τὸ σόι τὸ σόι τὸ σόι τὸ σόι τὸ σόι τὸ σόι τὸ σόι…
Τὸ ἴδιο πάντα ψέμα.
Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Σπουδὴ στὸ κίτρινο (ἐκδ.
Τὸ Ροδακιό, 2018).
Δημήτρης Χριστόπουλος. Ἐργάζεται
ὡς φιλόλογος στὴ Μ.Ε., ἐνῶ σπουδάζει Δημιουργικὴ Γραφὴ στὸ Πανεπιστήμιο
Δ. Μακεδονίας. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγήματων Δημόσιες Ἱστορίες (ἐκδ.
Πήγη, 2013) καὶ Σπουδὴ
στὸ κίτρινο (ἐκδ. Ροδακιό, 2018). Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ
στοὺς ἱστοχώρους καὶ τὰ περιοδικὰ Πλανόδιον,
Φρέαρ, Δέκατα, Bookpress καὶ στὸ Fractal. Διατηρεῖ
τὸν φιλολογικὸ ἱστότοπο Ἠλεκτρονικὴ
Τράπεζα Φιλολογικῶν Θεμάτων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου