.
Στιγμιότυπα
τοῦ βίου του καὶ γραφὴ τοῦ στιγμιότυπου
του Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ
.
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ τοῦ Peter Altenberg
(1859-1919), ὁρισμένως ἑβραίου, ὁρισμένως κοσμοπολίτη καὶ ἀνέστιου
σκιτσογράφου τῆς καθημερινότητας, εἶναι Richard Engländer.
Μόνιμος πλέον κάτοικος τῆς Βιέννης καὶ θαμώνας τοῦ Café Central, ὅπου
μᾶς ὑποδέχεται σήμερα ὑπὸ μορφὴν πεπιεσμένου χαρτιοῦ, ἐνδεδυμένος
ροῦχα ἐποχῆς, ἀνέγγιχτος στὴν αἰωνιότητα. Τὸν θαύμασαν ὁ Karl Kraus,
ὁ Arthur Schnitzler, ὁ Hugo von Hofmannsthal, ἡ Βιέννη τοῦ τέλους
τοῦ 19ου αἰώνα. Γιὰ τὸν Rilke εἶναι ὁ πρῶτος ἀγγελιαφόρος τῆς μοντέρνας
Βιέννης: κατὰ κάποιον τρόπο ἡ πόλη χτίζεται πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ θεμέλια
τὰ ἐσώτερα στοιχεῖα της. Τὸν ἔκριναν μὲ συμπάθεια ὁ Thomas Mann
καὶ μὲ κατανόηση οἱ συμπολίτες φίλοι ποὺ συντήρησαν μὲ πολλὲς δυσκολίες
τὴν πέννα του, τὴν ἀνθρωπιστικὴ ματιὰ στὸ ταπεινὸ καὶ τὸ φευγαλέο. Ἥρωές
του οἱ ἀνώνυμοι, οἱ παραδομένοι στὴ φθορά, οἱ σιωπηλοί. Ἕνας θυμόσοφος
Σωκράτης τῶν βιεννέζικων δρόμων καὶ καφενείων, αὐτοῦ τοῦ ὑποδοχέα
καὶ ἀντηχείου τῶν θορύβων τῆς Belle Époque, τοῦ Fin de siècle,
τοῦ δημοσιογραφικοῦ πληθωρισμοῦ. Περπάτησε στὴ μεσαία γραμμὴ τῆς
Βιέννης, ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ἔβλεπαν στὴν πόλη τὴν ἁρμονία καὶ
τὴν ὡραιότητα, καὶ ἐκείνους ποὺ τὴν θεωροῦσαν προκεχωρημένο παράδειγμα
αὐτοαναίρεσης τοῦ πολιτισμοῦ. Λησμονημένος, τὴν ἐπαύριο κιόλας
τοῦ θανάτου του, ὁ Altenberg (τὸ ὄνομά του σημαίνει τὴν πέτρα, τὸ
ἀρχαῖο βουνό, τὸν σκληρὸ ὄγκο) ἐπιστρέφει μὲ τὸ πικρό, εἰρωνικό του
χαμόγελο στὸ γύρισμα τοῦ νέου αἰώνα. Πρόσφατα κυκλοφορήθηκαν
στὴν Γερμανία ἅπαντα τὰ σκίτσα του σὲ καλαίσθητη τρίτομη
ἔκδοση (Das Buch der Bücher, Wallstein Verlag, Göttingen
2009).
Καλλιέργησε ἀποκλειστικὰ τὴ «σύντομη ἱστορία», αὐτὴν ποὺ διασώζει
τὸ τυχαῖο ἀνάμεσα στὰ θορυβώδη θραύσματα τῶν παράλληλων μονολόγων
τῶν θαμώνων τοῦ καφενείου, ἀπαιτώντας τὴ μικρότερη δυνατὴ δαπάνη.
Ἄθελά του (;) ὑπονόμευσε τὴ μακρόπνοη ἀφήγηση, τὴ μεγάλη λογοτεχνία,
τὴ σύνθετη πλοκή, προκρίνοντας τὸ σύντομο, νευρῶδες, αἱρετικὸ ἀφήγημα
κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Poe καὶ τοῦ Baudelaire.
Ἀπέναντι στὴν τάξη
τῶν γιγάντων τῆς λογοτεχνίας, ἀπὸ τὸν Dostojevski ὣς τὸν Thomas
Mann, εἶναι ὁ kleiner Mann, ὁ βραχύσωμος γραφιὰς τῶν ἄναρχων feuilletons,
τῶν ἀλλεπάλληλων ὁμοιωμάτων καὶ ἀντιγράφων ποὺ καταργοῦν τὴν ἔννοια
τοῦ πρωτοτύπου. Μὲ ἄλλα λόγια, δημοσιογραφῶν ὁ Altenberg, αὐτὸς
ὁ «ἀφροερευνητὴς τῆς καθημερινότητας», περιόρισε τὶς ἔμμονες ἰδέες
του σὲ ἀγγελίες τοῦ ἡμερήσιου τύπου, σὲ τηλεγραφήματα πρὸς ἀνώνυμους
δυνητικοὺς ἀγοραστές, σὲ ἀναλφάβητους καὶ σὲ ὦτα μὴ ἀκουόντων.
Στὸν πρακτικὸ τομέα τῆς ζωῆς δὲν κατόρθωσε νὰ ὁλοκληρώσει κάτι. Ἐγκατέλειψε
τὶς σπουδὲς στὴ Νομικὴ καὶ μιὰ καλὴ θέση σὲ βιβλιοπωλεῖο οἰκογενειακοῦ
φίλου. Πρώτη ἰατρικὴ διάγνωση: «Ὑπερευαίσθητο νευρικὸ σύστημα».
Εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ μοναχικοῦ δρόμου ἑνὸς γνήσιου μποέμ. Τὸ πρῶτο του βιβλίο
(Wie ich es sehe [Ὅπως τὸ βλέπω ἐγώ]) κυκλοφορήθηκε
τὸ 1896: πένα λεπτὴ ποὺ διστάζει ἀνάμεσα στὸ ρεπορτὰζ καὶ τὴ χαμηλὴ
λογοτεχνικὴ φωνή. Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ἰδιοτυπία (στὰ καθ’ ἡμᾶς θυμίζει
τὸν Μητσάκη τὴν ἴδια ἐποχὴ στὴν Ἀθήνα) θὰ τὸν ἀναγορεύσει σύντομα
σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους αὐστριακοὺς συγγραφεῖς τῆς στροφῆς
τοῦ αἰώνα. Ὁ Altenberg ἀκολουθεῖ τὸ ρεῦμα τοῦ Simplicissimus,
συνεργάζεται μὲ τὰ περιοδικὰDie Fackel (Ὁ πυρσός)
τοῦ Karl Kraus καὶ Die Schaubühne (Ἡ σκηνή, Βερολῖνο). Ὁ
E. Friedell τοῦ ἀφιερώνει μία μονογραφία. Τίτλος: Ecce
poeta. Παραμερίζουν καὶ στὴν Βιέννη, «γιὰ νὰ περάσει ὁ ποιητής».
Ὑπερβολές; Ὁ Alban Berg μελοποιεῖ «πέντε εἰκόνες» του. Tὶς ἐνορχηστρώνει
ὁ Arnold Schönberg. Εἰσόδια στὸν ναὸ τοῦ μοντερνισμοῦ. Γρήγορα,
ὅμως, θὰ τὸν καταβάλουν τὸ ποτό, ἡ ἀνέχεια, ἡ ἐνδογενὴς μόνωση. Ἀπὸ
τὸ 1910 περιφέρεται σὲ κλινικὲς καὶ ἱδρύματα. Κύκνειον ἀσμάτιον: Mein
Lebensabend. Ἡ δύση τῆς ζωῆς μου (1919).
.
Τὸ
σύντομο διήγημα τοῦ Altenberg. Ἐπιταγὴ τοῦ Fin de siècle;
.
Ὅταν τοῦ ζητήσουν νὰ ἐξηγήσει τὴν ἐμμονή του στὴ «μικρὴ φόρμα», ἀπαντᾶ: «Οἱ ἐντυπώσεις μου δὲν ἔχουν διάρκεια. Εἶναι ἕνα εἶδος ‘ὀργανικῆς
ἀδυναμίας’ […]. Ὁ κόσμος παραέγινε πλούσιος, γιὰ νὰ χάνει
τὸν καιρό του μὲ ὁτιδήποτε. Ἔχω ἕναν ἐπιταχυμένο
μεταβολισμό! Δὲν μπορῶ νὰ μακρηγορῶ. Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνας
ἰδανικὸς κινηματογράφος» (ἀχρονολόγητη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν μουσικολόγο
Robert Hirschfeld [1857-1914]). Πύκνωση τῆς ποιητικῆς του ἀλλὰ
καὶ σύμπτωμα τῆς ἐποχῆς του, τοῦ Fin de siècle ποὺ ἐπέβαλε τὴ σύντομη
φόρμα πλάϊ στὸ σύντομο (ἀντιεπικὸ) ποίημα, τὸν ἀφορισμό, τὸ πεζοτράγουδο,
τὸ συνοπτικὸ δοκίμιο. Ἐδῶ ἡ προσωπικότητα τοῦ λογοτέχνη συναντιέται
μὲ τὸ Zeitgeist, τὴν ἀπόλυτη ‘χρονικὴ λιτότητα’. Λογοτεχνικὴ
ἀντανακλαστικὴ ἀρχὴ ἑνὸς μετανατουραλιστικοῦ ρεύματος τοῦ ὑποκειμενισμοῦ.
Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς «νεαρότατης Γερμανίας» [Das jüngste Deutschland],
οἰκοδομημένης μὲ κρατίδια-θραύσματα, ἀλλὰ καὶ τῆς νεαρῆς Βιέννης
[Das junge Wien] μὲ ἰσχυρὰ ἀκόμη τὰ ἐρείσματα τοῦ ρομαντισμοῦ.
Ὁ ρομαντισμὸς παρατείνεται ὣς τὸ τέλος τοῦ αἰώνα, ἐνῶ τὸ κοσμοείδωλο
δίνει τὴ θέση του στὸ στιγμιότυπο. Ἀπέναντι στὴν πολιτική, τεχνολογική,
ἐπιστημονικὴ ὁλότητα ὁ τεθραυσμένος ψυχικὸς ‘μικρόκοσμος’ ἐμφανίζεται
σύνθετος καὶ παράλογος. Τὸ θραῦσμα ἀποτυπώνεται στὴ γραφή. Τὴν ὀνομάζουν,
ἐλλείψει εἰδολογικοῦ προσδιορισμοῦ, «Studie», «Fragment»,
καί, προπάντων, «Skizze». Ὁ Altenberg ἐπινοεῖ ἀκόμη τὸν ὅρο
«πεντάλεπτη σκηνή», ὅταν ὑπάρχουν διαλογικὰ χωρία. Σὲ ἐπιστολὴ
πρὸς τὸν φίλο του H. Bahr μιλᾶ γιὰ «ἤρεμα τηλεγραφήματα τῆς ψυχῆς».
Ἐπιτείνει τὴ σύγχυση καὶ μὲ ἄλλα βαπτιστικά: παραμύθι, μῦθος, μπαλάντα,
ἔκθεση ἢ παραβολή. Ἀκόμη καὶ «ἄνυδρη πραγματεία». Ἐπικρατεῖ ὅμως
τὸ «σκίτσο» ποὺ τὸ 1900 φαίνεται νὰ ἀποδίδει τὴν πιὸ διαδεδομένη, ἐπίκαιρη,
στυλιζαρισμένη ἐκφραστικὴ μορφή. Ἄλλοι συγκρίνουν τὴ γραφή του μὲ
τὴν ἰαπωνικὴ περιγραφικὴ ἀφαίρεση. «Εἶναι ἕνας Ἰάπωνας, ἢ γνήσιο
βλαστάρι τῶν Ἰαπώνων, ἕνας προρραφαηλίτης» (O. Stoessl, Das
Magazin für Literatur, 1896). Οὕτως ἢ ἄλλως, κρίνει ὁ E. Friedell,
«ἀνοίγει ὁ δρόμος γιὰ τὴ λογοτεχνία τοῦ μικροῦ σχήματος, ἐπειδὴ ὁ
σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν θέλει ἕνα βιβλίο ποὺ ληστεύει τὸν χρόνο, ἀλλὰ
τὸν ἐξοικονομεῖ. Βιβλίο ‘ἀπολαυστικὸ’ ποὺ αἰχμαλωτίζει,
δὲν καταπονεῖ καὶ ‘συγκρατεῖ’ τὸν χρόνο». Ἡ ἀκριβὴς στὰ μέτρα γραφῆς
τοῦ Altenberg γραφή.
.
Ἑκατὸ
χρόνια μετά, στὸ νέο Fin de siècle, ἡ ἔκρηξη τοῦ μικροῦ (ἢ ὑπέρμικρου)
διηγήματος (βλ. «Ἡ ἱστορία ἑνὸς ‘ὅρου’», Πλανόδιον, Ἰούνιος
2011, τχ. 50, 296) ἀναγνωρίζει πολλοὺς θιασῶτες ἀλλὰ ὄχι γεννήτορες.
Στὸν μᾶλλον λησμονημένο σήμερα Peter Altenberg (καὶ τὸν βιεννέζικο
κύκλο του) θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ ἡ τιμὴ τοῦ θιασώτη, τουλάχιστον γιὰ
τὸ πάθος καὶ τὴ συνέπεια ποὺ ἔδειξε, ἀνάλογα μὲ τὴν εἰλικρινὴ ἀφοσίωσή
του στὸ ταπεινό, ἀνώνυμο ὑπηρετικὸ προσωπικὸ τῶν μικρῶν ξενοδοχείων.
Στὴν ἐποχή μας τὸν θαύμασε ὁ Thomas Bernhard (1931-1989), θιασώτης
καὶ αὐτὸς τοῦ βιεννέζικου καφενείου, ἀναχωρητὴς τοῦ Gmunden (ὅπου
πέθανε), ὁδηγημένος ἐκεῖ πιθανὸν ἀπὸ τὰ ἐξαίσια «σκίτσα» τοῦ Altenberg.
Ἡ ἀντισυμβατικὴ στάση, ἡ ροϊκή, θραυσματικὴ γραφὴ τοῦ Altenberg
ἐπιβιώνουν καὶ στὸν χαρακτήρα τῶν κειμένων τῆς Elfriede Jelinek
(1946). Γραφὴ βιωματική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι καθορίζεται ἀπὸ μία ἰδιαίτερη
στάση καὶ ἕναν ἰδιαίτερο ψυχισμὸ τῶν τριῶν (τοῦ Altenberg, τοῦ
Bernhard, τῆς Jelinek) ἀπέναντι στὸν κοινωνικὸ περίγυρο καὶ
τὰ ἐπίμονα αἰτήματα τῆς ἐποχῆς των.
.
Λιψία,
Ἰούλιος 2011
.
Πηγές:
Egon Friedell, Das Altenberg-Buch, Wien
1922.
Peter Altenberg, Die
Lebensmaschinerie. Ἐπίμετρο Elke Erb, Reclam, Leipzig 1980.
Irene Köwer, Peter
Altenberg als Autor der literarischen Kleinform [Ὁ P.A. ὡς συγγραφέας τῆςμικρῆς λογοτεχνικῆς φόρμας]. Ἐκδ. Peter Lang, Frankfurt <M.>, Bern,
New York, Paris 1987.
Peter Altenberg, Sommerabend
in Gmunden. Ἐπίμετρο B. Spinnen, Schöffling & Co., Frankfurt
<M.> 1997.
Peter Altenberg, Die
Selbsterfindung eines Dichters. Briefe und Dokumente
1892-1896. Ἐπιμέλεια καὶ ἐπίμετρο Leon A. Lensing,
Wallstein Verlag, Göttingen 2009.
Rainer Maria
Rilke, «Μοντέρνα ποίηση» [1898], Μικρὰ δοκίμια γιὰ τὴν τέχνη. Μτφρ. Ἰ. Παρασκελίδη, ἐπιμ. Π. Τσινάρη, Printa,
Ἀθήνα 2010.
.
Πηγή: ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ Πρώτη δημοσίευση.
Σταμπουλοῦ, Συμεὼν Γρ. Μετάφραση, φιλολογικὴ μελέτη. Σπούδασε
Ἑλληνικὴ Φιλολογία στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάστηκε ὡς φιλόλογος στὴ Μέση
Δημόσια Ἐκπαίδευση. Δίδαξε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ λογοτεχνία
στὸ πανεπιστήμιο τῆς Λιψίας. Δημοσίευσε: Πηγὲς τῆς πεζογραφίας
τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα. Ὁ λόγος τῆς σιωπῆς στὴ σκηνὴ τοῦ μεσοπολέμου (ΣΩΒ,
2006)·Ὁ ἴσκιος τῆς γραφῆς. Μελέτες καὶ σημειώματα
γιὰ τὸν Γιάννη Σκαρίμπα (Ἄγκυρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, Ἀπὸ τὴν ἐλεγεία στὸ ἐρεβῶδες ποίημα. Πρόλογος-μετάφραση
(Ἄγκυρα, 2012)· Νοβάλις, Σκέψεις. Μετάφραση-ἐπιλεγόμενα-σχόλια
(Στιγμή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐλεγεῖες ἀπὸ τὸ Ντουΐνο. Μετάφραση-ἐπιλεγόμενα-σχόλια
(Στιγμή, 2012)· Φρήντριχ Χαίλντερλιν,Ποιήματα. Μετάφραση-Ἐπίμετρο-Σημειώσεις
(Στιγμή, 2013).
Εἰκόνα: Πορτραῖτο τοῦ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ. Ἔργο (1909) τοῦ ζωγράφου Gustav Jagerspacher
(; -1929).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου