του Δημήτρη Ἀδαμίδη
ΜΕΤΑ
ΤΙΣ 10.30’ λιγοστεύουν οἱ περιπατητὲς καὶ οἱ ἀθλούμενοι στὸ γήπεδο τῆς
Νεάπολης. Περιφερειακὰ τοῦ γηπέδου λίγοι προβολεῖς χωμένοι στὰ
παρτέρια προσφέρουν διαβαθμίσεις τοῦ ἡμίφωτος στὸ ταρτάν. Κινούμενα
σώματα διαγράφονται στὸ μισοσκόταδο, περνοῦν ἀπὸ δίπλα μου καὶ διακρίνω
καθαρὰ ἱδρωμένα μέτωπα, ἡλικίες, βλέμματα κι ὕστερα γίνονται
σκιὲς ποὺ σβήνουν μακριά μου.
Λαμπερὸ παραμένει τὸ γρασίδι κάτω ἀπ’ τὸ φεγγάρι. Τινάζονται ξαφνικὰ
πίδακες νεροῦ, γιγάντιες βεντάλιες δροσιᾶς, γιὰ νὰ ποτίσουν ὅ,τι πιὸ
πολύτιμο καὶ ἀπαγορευμένο ἔχει αὐτὴ ἡ πόλη: τὸ χῶμα. Γύρω του γυρίζουν
ἄνθρωποι μὲ τὰ ἀθλητικά τους ροῦχα, σὰν μπίλιες σὲ μιὰ πελώρια ρουλέτα,
ποὺ ἀναβάλλει τὴν κλήρωση ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα. Τί νὰ ποντάρουν σὲ αὐτὲς
τὶς περιστροφές;
Ἀπὸ ἕνα ἀσθματικὸ λαχάνιασμα νιώθω τὸν λυσσαλέο ἀγώνα τοῦ ὀξυγόνου
ἐνάντια στὴν πίσσα, ποὺ δὲν παραχωρεῖ ἀμαχητὶ οὔτε χιλιοστὸ ἀπὸ τὰ
ἐδάφη ποὺ κατέλαβε στὰ πνευμόνια ἑνὸς καπνιστῆ μετὰ ἀπὸ χρόνια ἐξάρτησης.
Ὁ γρήγορος βηματισμὸς μιᾶς παρέας εὔσωμων ἢ λιγότερο εὔσωμων γυναικῶν
μὲ κολάν, προδίδει τὸ πιὸ ἡμιθανὲς ὄνειρό τους: νὰ χωρέσει κάποτε ὁ
ἀξιέραστος ἑαυτός τους σὲ ἕνα λιπόσαρκο σῶμα καὶ νὰ ἀγαπηθεῖ.
Μὲ μεγάλους διασκελισμούς, προταγμένο τὸ στῆθος καὶ τεντωμένο λαιμὸ
ἕνα ἀρσενικὸ ποὺ πενηνταρίζει κυνηγᾶ ἕνα νεανικὸ καὶ σφριγηλὸ σῶμα,
ποὺ τὸν ἔχει προσπεράσει ἐδῶ καὶ δέκα χρόνια, ὅταν ἐκεῖνο παραδινόταν
σὲ οἰκογενειακὰ τραπέζια καὶ ἀλκοολικὰ ξενύχτια. Μετατοπίστηκε
σιγὰ-σιγὰ τὸ κέντρο βάρος τοῦ κορμοῦ του ἀπὸ ἕνα μυῶδες πλέγμα κοιλιακῶν
καὶ ραχιαίων σὲ ἕνα συμπαγὲς στρογγυλὸ στομάχι, ποὺ τὸν τραβᾶ πρὸς τὰ
κάτω.
Περνῶ μὲ ἕναν ἑλιγμὸ ἕνα σιωπηλὸ ζευγάρι φοιτητῶν, δυὸ ἀγκαλιασμένες
λεπτὲς φιγοῦρες, ποὺ ὀργώνουν τὴ νύχτα μὲ τὴν ἀπατηλὴ ἀσφάλεια μιᾶς
διπλῆς συμμαχίας.
Φτάνουν πρῶτα οἱ φωνὲς ἑνὸς ξαναμμένου διαλόγου ποὺ ἀναμειγνύει τὸ
φόβο γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κατάρρευση μὲ τὴν πίστη στὰ θαύματα τῆς φαρμακολογίας
καὶ λίγες διατροφικὲς συμβουλές. Σταματῶ γιὰ λίγες διατάσεις καὶ ἀφήνω
νὰ μὲ προσπεράσουν οἱ τρεῖς συνομιλητές: συνταξιοῦχοι ποὺ γλίτωσαν
ἀπὸ ἕνα ἔμφραγμα, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ἀνοησία τοῦ βίου τους.
Ἔρχονται κι ἄλλοι μέσα στὴ νύχτα, περιστρέφονται γιὰ λίγο ἢ πολὺ καὶ
χάνονται πάλι. Ἀνανεώνεται αὐτὴ ἡ περιφορὰ ὣς τὰ μεσάνυχτα.
Ἐμφανίζεται κι ἕνα ρωμαλέο σῶμα —δεμένοι κι ὀξυγονωμένοι μύες
πάνω σὲ γερὰ ὀστᾶ—, καὶ καλπάζει περήφανα πάνω στὸ ταρτάν. Τοῦ χάρου
ἡ ὀμορφότερη μεταμφίεση, ποὺ γεννᾶ τὸν φθόνο ἢ τὸν πόθο.
Σταματῶ νὰ παρατηρῶ τὸν κόσμο, ξαπλώνω σὲ ἕνα πάγκο. Ἕνα καταπονημένο
σῶμα ποὺ ἀνασαίνει τὴ νύχτα. Οἱ ὑπερυψωμένοι προβολεῖς στὶς γωνίες
τοῦ γηπέδου, τέσσερις σβηστὲς λαμπάδες πάνω σὲ ἕνα γιγάντιο μνῆμα, ὅπου
μέσα του θὰ ἀναπαυθοῦνε ὅλοι.
Μεγάλη παρηγοριά, ἂν μὲ σκεπάσει αὐτὸς ὁ ἐλαφρὺς οὐρανός.
.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου