Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Νυ­χτε­ρι­νὲς πε­ρι­στρο­φές

του Δη­μή­τρη Ἀ­δα­μί­δη


ΜΕΤΑ ΤΙΣ 10.30’ λιγοστεύουν οἱ πε­ρι­πα­τη­τὲς καὶ οἱ ἀ­θλού­με­νοι στὸ γή­πε­δο τῆς Νε­ά­πο­λης. Πε­ρι­φε­ρεια­κὰ τοῦ γη­πέ­δου λί­γοι προ­βο­λεῖς χω­μέ­νοι στὰ παρ­τέ­ρια προ­σφέ­ρουν δι­α­βαθ­μί­σεις τοῦ ἡ­μί­φω­τος στὸ ταρ­τάν. Κι­νού­με­να σώ­μα­τα δι­α­γρά­φον­ται στὸ μι­σο­σκό­τα­δο, περ­νοῦν ἀ­πὸ δί­πλα μου καὶ δι­α­κρί­νω κα­θα­ρὰ ἱ­δρω­μέ­να μέ­τω­πα, ἡ­λι­κί­ες, βλέμ­μα­τα κι ὕ­στε­ρα γί­νον­ται σκι­ὲς ποὺ σβή­νουν μα­κριά μου.
            Λαμ­πε­ρὸ πα­ρα­μέ­νει τὸ γρα­σί­δι κά­τω ἀ­π’ τὸ φεγ­γά­ρι. Τι­νά­ζον­ται ξαφ­νι­κὰ πί­δα­κες νε­ροῦ, γι­γάν­τι­ες βεν­τά­λι­ες δρο­σιᾶς, γιὰ νὰ πο­τί­σουν ὅ,τι πιὸ πο­λύ­τι­μο καὶ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο ἔ­χει αὐ­τὴ ἡ πό­λη: τὸ χῶ­μα. Γύ­ρω του γυ­ρί­ζουν ἄν­θρω­ποι μὲ τὰ ἀ­θλη­τι­κά τους ροῦ­χα, σὰν μπί­λι­ες σὲ μιὰ πε­λώ­ρια ρου­λέ­τα, ποὺ ἀ­να­βάλ­λει τὴν κλή­ρω­ση ἀ­πὸ νύ­χτα σὲ νύ­χτα. Τί νὰ πον­τά­ρουν σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­στρο­φές;
            Ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­σθμα­τι­κὸ λα­χά­νια­σμα νι­ώ­θω τὸν λυσ­σα­λέ­ο ἀ­γώ­να τοῦ ὀ­ξυ­γό­νου ἐ­νάν­τια στὴν πίσ­σα, ποὺ δὲν πα­ρα­χω­ρεῖ ἀ­μα­χη­τὶ οὔ­τε χι­λι­ο­στὸ ἀ­πὸ τὰ ἐ­δά­φη ποὺ κα­τέ­λα­βε στὰ πνευ­μό­νια ἑ­νὸς κα­πνι­στῆ με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια ἐ­ξάρ­τη­σης.
            Ὁ γρή­γο­ρος βη­μα­τι­σμὸς μιᾶς πα­ρέ­ας εὔ­σω­μων ἢ λι­γό­τε­ρο εὔ­σω­μων γυ­ναι­κῶν μὲ κο­λάν, προ­δί­δει τὸ πιὸ ἡ­μι­θα­νὲς ὄ­νει­ρό τους: νὰ χω­ρέ­σει κά­πο­τε ὁ ἀ­ξι­έ­ρα­στος ἑαυ­τός τους σὲ ἕ­να λι­πό­σαρ­κο σῶ­μα καὶ νὰ ἀ­γα­πη­θεῖ.

            Μὲ με­γά­λους δι­α­σκε­λι­σμούς, προ­ταγ­μέ­νο τὸ στῆ­θος καὶ τεν­τω­μέ­νο λαι­μὸ ἕ­να ἀρ­σε­νι­κὸ ποὺ πε­νην­τα­ρί­ζει κυ­νη­γᾶ ἕ­να νε­α­νι­κὸ καὶ σφρι­γη­λὸ σῶ­μα, ποὺ τὸν ἔ­χει προ­σπε­ρά­σει ἐ­δῶ καὶ δέ­κα χρό­νια, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νο πα­ρα­δι­νό­ταν σὲ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ τρα­πέ­ζια καὶ ἀλ­κο­ο­λι­κὰ ξε­νύ­χτια. Με­τα­το­πί­στη­κε σι­γὰ-σι­γὰ τὸ κέν­τρο βά­ρος τοῦ κορ­μοῦ του ἀ­πὸ ἕ­να μυ­ῶ­δες πλέγ­μα κοι­λια­κῶν καὶ ρα­χια­ίων σὲ ἕ­να συμ­πα­γὲς στρογ­γυ­λὸ στο­μά­χι, ποὺ τὸν τρα­βᾶ πρὸς τὰ κά­τω.
            Περ­νῶ μὲ ἕ­ναν ἑ­λιγ­μὸ ἕ­να σι­ω­πη­λὸ ζευ­γά­ρι φοι­τη­τῶν, δυ­ὸ ἀγ­κα­λια­σμέ­νες λε­πτὲς φι­γοῦ­ρες, ποὺ ὀρ­γώ­νουν τὴ νύ­χτα μὲ τὴν ἀ­πα­τη­λὴ ἀ­σφά­λεια μιᾶς δι­πλῆς συμ­μα­χί­ας.
            Φτά­νουν πρῶ­τα οἱ φω­νὲς ἑνὸς ξα­ναμ­μέ­νου δι­α­λό­γου ποὺ ἀ­να­μει­γνύ­ει τὸ φό­βο γιὰ τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ κα­τάρ­ρευ­ση μὲ τὴν πί­στη στὰ θαύ­μα­τα τῆς φαρ­μα­κο­λο­γί­ας καὶ λί­γες δι­α­τρο­φι­κὲς συμ­βου­λές. Στα­μα­τῶ γιὰ λί­γες δι­α­τά­σεις καὶ ἀ­φή­νω νὰ μὲ προ­σπε­ρά­σουν οἱ τρεῖς συ­νο­μι­λη­τές: συν­τα­ξι­οῦ­χοι ποὺ γλί­τω­σαν ἀ­πὸ ἕ­να ἔμ­φραγ­μα, ὄ­χι ὅ­μως καὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νο­η­σί­α τοῦ βί­ου τους.
            Ἔρ­χον­ται κι ἄλ­λοι μέ­σα στὴ νύ­χτα, πε­ρι­στρέ­φον­ται γιὰ λί­γο ἢ πο­λὺ καὶ χά­νον­ται πά­λι. Ἀ­να­νε­ώ­νε­ται αὐ­τὴ ἡ πε­ρι­φο­ρὰ ὣς τὰ με­σά­νυ­χτα.
            Ἐμ­φα­νί­ζε­ται κι ἕ­να ρω­μα­λέ­ο σῶ­μα —δε­μέ­νοι κι ὀ­ξυ­γο­νω­μέ­νοι μύ­ες πά­νω σὲ γε­ρὰ ὀ­στᾶ—, καὶ καλ­πά­ζει πε­ρή­φα­να πά­νω στὸ ταρ­τάν. Τοῦ χά­ρου ἡ ὀ­μορ­φό­τε­ρη με­ταμ­φί­ε­ση, ποὺ γεν­νᾶ τὸν φθό­νο ἢ τὸν πό­θο.
            Στα­μα­τῶ νὰ πα­ρα­τη­ρῶ τὸν κό­σμο, ξα­πλώ­νω σὲ ἕ­να πάγ­κο. Ἕ­να κα­τα­πο­νη­μέ­νο σῶ­μα ποὺ ἀ­να­σαί­νει τὴ νύ­χτα. Οἱ ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νοι προ­βο­λεῖς στὶς γω­νί­ες τοῦ γη­πέ­δου, τέσ­σε­ρις σβη­στὲς λαμ­πά­δες πά­νω σὲ ἕ­να γι­γάν­τιο μνῆ­μα, ὅ­που μέ­σα του θὰ ἀ­να­παυ­θοῦ­νε ὅ­λοι.
            Με­γά­λη πα­ρη­γο­ριά, ἂν μὲ σκε­πά­σει αὐ­τὸς ὁ ἐ­λα­φρὺς οὐ­ρα­νός.
 .
 Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Ἀ­δα­μί­δης (Ἔ­δεσ­σα, 1965) Ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀ­πὸ τὸ τμῆ­μα Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Πῆ­ρε ἕ­να με­τα­πτυ­χια­κὸ δί­πλω­μα στὴ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α (1993) ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τμῆ­μα καὶ ἕ­να ἀ­πὸ τὸ Πρό­γραμ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας (2013). Δι­δά­σκει ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση.

.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου