Πέρασα στὸν προθάλαμο. Βούλιαξα στὸν πολυκαιρισμένο μὼβ βελούδινο
καναπέ, προσπαθώντας νὰ ἐπαναμελετήσω τὶς ἑπόμενες κινήσεις. Ὄφειλα
νὰ καθυστερήσω τὴν ἔξοδο, διαφορετικὰ ἐὰν ἔφευγα ἀμέσως μπορεῖ
οἱ φύλακες κάτω νὰ μὲ ὑποψιάζονταν μιὰ ὥρα ἀρχύτερα. Ἀποχώρησα
σὰν νὰ μὴ τρέχει σύκο μετὰ ἀπὸ εἴκοσι λεπτά. Χαιρέτισα τοὺς φύλακες,
μὲ ἕνα ὑποτονικὸ νεῦμα, κάτι ἔλεγαν, σταμάτησαν τὴν ὥρα ποὺ μὲ εἶδαν
νὰ κατεβαίνω, ἀνταπέδωσαν τὸ νεῦμα. Καθὼς ἀπομακρυνόμουν εἶδα τὸν
ἕναν νὰ ἀνεβαίνει στὸ κτίριο. Δὲν θὰ ἀργοῦσε νὰ πέσει σὲ θέαμα αἱματηρό.
Ἐπιτάχυνα τὸ βῆμα μου, ἀνακατεύτηκα μέσα στὸν κόσμο σκοπεύοντας
νὰ κατέβω στὸ μετρὸ δύο τετράγωνα παρακάτω, ὅταν ἕνα ταξὶ σὰν ἀπὸ
μηχανῆς θεὸς πετάχτηκε μπροστά μου —ἢ ἐγὼ μπροστά του— καθὼς πήγαινα
νὰ διασχίσω τὸ δρόμο, παραλίγο νὰ μὲ πατήσει, ἄλλαξα τὸ σχέδιο,
μπούκαρα μέσα. «Πήγαινέ με ὅπου θέλεις ταξιτζή», ἔκλεισα τὸ μάτι γιὰ
νὰ συνοδέψω τὸ κρύο ἀστεῖο, ὁ ταρίφας ἔμοιαζε μὲ ἀπολίθωμα δύο χιλιάδων
ἐτῶν —ἀσπρισμένο ἀραιωμένο κεφάλι, γυαλιὰ ματομπούκαλα, ἀσθενικὴ
ἀδύνατη κράση, ξεθωριασμένο πουκάμισο μὲ κίτρινες ρίγες καὶ προπολεμικὸ
γκρὶ ὑφασμάτινο παντελόνι— ἔριξε ἕνα γελάκι φανερώνοντας ὅτι
χρειάζεται μασέλα. «Κατὰ προτίμηση πρὸς τὸ Παγκράτι», συμπλήρωσα
γιατί ὁ τύπος ὄντως μπορεῖ νὰ μὲ πήγαινε ὅπου ἤθελε. Ἀνταλλάξαμε ἀερολογίες,
τὸ εἶχα ἀνάγκη ὥστε νὰ ἐλαφρύνω τὴν ἔνταση τῆς στιγμῆς, νὰ νιώσω ὅτι
δὲν ἔκανα κάτι φοβερό, ὅτι ὁ κόσμος βρίσκεται ἀκόμα στὴ θέση του, ὅτι
ὅλα εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικὰ καὶ οἱ ταρίφες ἔχουνε πάντοτε ὄρεξη
νὰ σὲ πρήξουν μὲ τὶς μποῦρδες ποὺ ἀραδιάζουν, ἀρκεῖ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνεις.
Κάτι τέτοιες στιγμὲς τὸ σινάφι τους μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ κόσμος μπορεῖ
νὰ ζήσει μὲ ἕνα μέντιουμ ἀστρολόγο λιγότερο, σιγὰ τὸ σινάφι.
Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ παντρευόμουν,
πῆγε λέει σὲ αὐτὴ τὴ γριὰ γιὰ νὰ δεῖ τὸ μέλλον. Ἡ γριὰ τῆς εἶπε ὅτι δὲν θὰ
εὐτυχήσει καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ παντρευτεῖ.
Πάντα
πίστευε σὲ τέτοιες ἀηδίες, ἀλλὰ θαρροῦσα πὼς δὲν ἐπρόκειτο γιὰ χούι
σοβαρό, πολλὰ τέτοια γυναικεῖα χαζοπράγματα δὲν καταλαβαίνουν οἱ
ἄντρες. Καὶ ὅμως. Λάκισε πιστεύοντας στὸ μέντιουμ. Καὶ ἡ μάνα της τὴ
συμβούλεψε νὰ μὴν ἀγνοήσει τὶς προβλέψεις. Αὐτὸ τὸ μέντιουμ εἶναι ἐπικίνδυνο, σκέφτηκα.
Εἴχαμε πάρει διαμέρισμα καὶ οἰκογενειακὸ αὐτοκίνητο μὲ δάνειο,
εἴχαμε ἀγοράσει καινούργια ἔπιπλα καὶ τηλεόραση πλάσμα σαράντα ἰντσῶν,
εἴχαμε βρεῖ τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν ποὺ θὰ ἀποκτούσαμε στὸ μέλλον,
μόνο βέρες ἔμενε νὰ ἀλλάξουμε. Ὄχι, σίγουρα δὲν ἔπρεπε νὰ ἀφήσω τὴν
ἀστρολόγα νὰ κλείσει καὶ ἄλλο σπίτι. Ἔτσι, πῆρε αὐτὸ ποὺ τῆς ἄξιζε.
Μιὰ σφαίρα στὸ κεφάλι ποὺ τὴν ἔκανε νὰ δεῖ πολλὰ ἀστράκια.
ΠΗΓΗ : Περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου