ΕΤΑΡΤΗ
ΑΠΟΓΕΥΜΑ στὶς φυλακὲς ὑψίστης ἀσφαλείας. Σιωπὴ ἀσυνήθιστη στὴν
πτέρυγα μελλοθανάτων. Ἀπὸ ἕνα κελὶ μόνον ἀκούγονταν
ὁμιλίες. Οἱ ἄλλοι ἔχουν στήσει αὐτί.
«Ἔρχεται τὸ φαγητό;»
«Ὄχι. Εἶναι τὸ καρότσι μὲ τὰ βιβλία.»
«Ἔχεις δίκιο. Τὸ ἄλλο τρίζει ἀλλιώτικα.»
«Τί θὰ διαβάσεις; Μὴν πάρεις τὸν Ὀδυσσέα, δὲν προλαβ...»
«Σκάσε! Πονάει τὸ κεφάλι μου. Χίλιες βελόνες μὲ τρυπᾶνε.»
«Χαϊκοῦ. Ἐνδείκνυνται. Σύντομα καὶ φιλοσοφημένα.»
«Βούλωσέ το, ἠλίθιε! Ἔμαθες νὰ σχολιάζεις καὶ βιβλία. Ἀγράμματο σὲ γνώρισα.»
«Εἶδες πόσα μαθαίνεις στὸ κολλέγιο τοῦ Πρίζονλαντ;»
«Εἴκοσι δύο χρόνια μαζί, ἀκόμη κι ἐσύ, κάτι ἔμαθες.»
«Περνιέσαι γιὰ ἀνώτερος, ἐπειδὴ πῆρες πτυχίο
Φιλολογίας. Κατάδικους διδάσκεις. Ψώνιο. Πορτοκαλὶ
κοστούμι φορᾶμε, ἀμφότεροι. Ἕως αὔριο, στὶς ἕντεκα ἀκριβῶς,
πρὸ μεσημβρίας. Ὕστερα... Μιὰ σακούλα μαύρη.»
«Τὸ παίζεις ἄνετος, ἔ; Αὔριο νὰ σὲ δῶ. Θυμᾶσαι τον Ντάμπλιν;»
«Ἔ, τί ὁ Ντάμπλιν;! Ἕνας φοβιτσιάρης ἤτανε.»
«Μπά; Τολμοῦσες νὰ τοῦ τὸ πεῖς κατάμουτρα;».
«Κι ὅταν ἦρθαν νὰ τὸν πάρουν, μπεμπέκιζε: Ζὲ σέλω ἔνεση, μαμά, ὄχι ἔνεση...»
«Παραφρόνησε, βλᾶκα! Ἦταν τραγικό. Καὶ οἱ φύλακες ἀκόμη, πάγωσαν.»
«Πφφ! Κλανιάρης.»
«Φυσικά, ἐσὺ μόνο πετάχτηκες, νὰ πεῖς αὐτὴ τὴ χοντράδα. Ἀηδίασαν οἱ πάντες.»
«Ἀρχίσαμε πάλι...»
«Ναί. Ἐσὺ κάθαρμα, γιὰ ἑκατὸν δέκα δολάρια, σκότωσες τὸν ταμία. Γιὰ ἑκατὸν δέκα ψωροδολάρια...»
«Μαζὶ ἤμασταν. Τί παριστάνεις; Ἄλλωστε, χρειαζόμασταν τὰ λεφτά.»
«Γιὰ τὴ γαμημένη τὴν πρέζα. Δὲν μᾶς τὴν πούλησε κιόλας ὁ μπάσταρδος.»
«Γιατὶ τοῦ χρώσταγες. Δὲν ἔφταναν τὰ ἑκατὸν δέκα.»
«Δὲν πῆγα ὅμως νὰ τὸν κλέψω. Οὔτε τοῦ ἔκοψα τὸ λαρύγγι, στὴ γωνία, μπροστὰ στὸν κόσμο. Διπλὸ φονικό...»
«Τί ψεύτης! Ἀφοῦ ἐσὺ κρατοῦσες το...»
«Μετανόησα ὅμως, ἀλήτη. Ἐσὺ ὄχι.»
«Ἔ, γερο-Τίμοθι!»
«Οὔτε ποὺ μὲ κοίταξε. Ἔσπρωξε γρήγορα τὸ καρότσι».
«Κρῖμα, νὰ λέγαμε καμιὰ κουβέντα».
«Τί κουβέντα; Νὰ μᾶς δώσει ἕνα βιβλίο μὲ Χαϊκοῦ; Γελοῖε!»
«Πάντως, γιὰ φαγητὸ θὰ σταματήσουν. Παρήγγειλες ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγες;»
«Τίποτε δὲν παρήγγειλα. Μήπως μπορῶ νὰ φάω;»
«Τί;! Δὲν θὰ φέρουν φτεροῦγες καυτερὲς καὶ παγωτό;»
«Παράτησέ με ἥσυχο. Ἂς τὸ βούλωνες, ἔστω μία στιγμή;!»
«Ἔρχεται τὸ βραδινό. Τί ἔχει;»
«Τετάρτη βράδυ. Ψαρόσουπα.»
«Θὰ κοιμηθῶ.»
«Μπορεῖς;».
«Δὲν ξέρω, θὰ τό ’θελα.»
«Κι ἐγώ.»
Δίχως
νύστα, παρὰ τὴν ὀχλοβοὴ στὸ κρανίο, ἦρθε ὁ ὕπνος· ἀπόδραση
ἀπατηλή. Λίγες ὧρες ἀργότερα, οἱ φύλακες καταφθάνουν μαζὶ μὲ
τὸν διευθυντή. «Τὸν τελευταῖο καιρὸ μιλάει γιὰ ὧρες μὲ κάποιον
τύπο. Ἀκοῦμε δυὸ φωνὲς διαφορετικές», ἐξήγησαν στὸν ὑπεύθυνο
ἐκτελέσεων.
«Κρατούμενε, ξύπνα», εἶπε ὁ ἀρχιφύλακας. Τὸν μετέφεραν.
«Ἕνα κάθαρμα λιγότερο», ἔλεγαν πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι. «Ἕνας δάσκαλος λιγότερος», ἔγραφαν τὰ πλακὰτ ἀπ’ ἔξω.
«Δύο!», κραύγαζε ὁ μελλοθάνατος. «Εἴμαστε δύο. Πάντοτε εἶναι δύο. Ὅλοι εἶστε δύο!»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Χρῆστος Μαργανέλης. Γεννήθηκε στὴν Νίκαια τοῦ Πειραιᾶ καὶ
σπούδασε σὲ Νυχτερινὴ Τεχνικὴ Σχολή. Ἔχει δημοσιεύσει διηγήματα στὸ
λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Fractal, καὶ στὶς ἱστοσελίδες Ἀνοικτή βιβλιοθήκη καὶ Τὸ βιβλίοnet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου