ΠΟΡΙΕΣ τὸν βασάνιζαν, ἐρωτήματα τοῦ ἔκλειναν τὸν δρόμο. Ὀντολογικά, ὑπαρξιακά, ἠθικά. Οἱ ἴδιες ἀπορίες ποὺ ἄφηναν τοὺς ἄλλους ἀδιάφορους νὰ περνοῦν, νὰ προσπερνοῦν ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ὁ βράχος, ἐκείνη ἡ μεγάλη πέτρα ἢ ὅπως ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἀντικείμενο ποὺ ἔστεκε ἐκεῖ σιωπηλό, φράζοντας τὸν δρόμο στοὺς περαστικούς, ποὺ γιὰ νὰ περάσουν καὶ νὰ πᾶνε στὶς δουλειές τους δὲν εἶχαν ἄλλη λύση πέρα ἀπὸ τὴν παράκαμψη. Ὁ βράχος ἐξακολουθοῦσε νὰ στέκει ἐκεῖ, ἀκίνητος, σιωπηλός, ἀκατανόητος. Δὲν τοὺς ἔκανε καμιὰ ἐντύπωση, δὲν τοὺς δημιουργοῦσε καμιὰ ἀπορία. «Φάνη, καλημέρα», τοῦ ἔλεγαν παραξενεμένοι, ὄχι ἀπὸ τὸν βράχο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φάνη ποὺ ἔστεκε μπροστὰ στὸν βράχο καὶ τὸν παρατηροῦσε. Αὐτός, ὁ Φάνης Σταματίου, ἔστεκε ἀκίνητος μπροστὰ στὸν σιωπηλὸ ὄγκο. Τὸν παρατηροῦσε. Ἐξέταζε ὥρα πολὺ τὸν βράχο βουβός. Μὴν μπορῶντας νὰ δώσει μιὰ ἀπάντηση στὸ αἴνιγμα ποὺ ἡ ἀνόργανη ὕλη, σὲ αὐτὴ τὴ συγκεκριμένη μορφή, ὁλοφάνερα διατύπωνε, ἐπέστρεφε στὸ σπίτι συλλογισμένος. Ὁ ὄγκος ἔμενε σταθερὸς στὴν ἴδια θέση ἐξακολουθῶντας νὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομά του, δηλαδὴ ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ λέξη μὲ ἕξι διαφορετικοὺς ἤχους στὴ σειρά: β-ρ-ά-χ-ο-ς. Χιλιάδες, ἑκατομμύρια μεγάλες πέτρες μποροῦσαν νὰ κρυφτοῦν μέσα σὲ αὐτὴ τὴ λέξη μὲ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ἕξι ἤχους. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ ἴδιο. Τὸ ἴδιο καὶ τὶς ἄλλες ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἀπαράλλαχτες ἡ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη, ὥσπου ἦρθε αὐτή, ἡ 21η Ἰουλίου. Ὁ Φάνης Σταματίου στάθηκε ξανὰ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν βράχο. Τὸν μελετοῦσε. Τὸν ἐξέταζε. Τὸν παρατηροῦσε, αὐτὴ τὴ φορά —κάθε φορά— μὲ ἄλλον τρόπο, ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ νοῦς του νὰ τὸν χωρέσει δὲν μποροῦσε. Παθιαζόταν. Ρωτοῦσε τὴν Ἄννα. Τῆς ἔλεγε γιὰ τοὺς κούφιους ἤχους ποὺ ἔχουν κατσικωθεῖ στὸ μυαλό μας καὶ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ κατανοήσουμε τὴν οὐσία, τὰ πράγματα καθ’ ἑαυτά. «Σ’ ἀγαπῶ», τοῦ ἀπαντοῦσε ἐκείνη χαμογελῶντας. Οἱ περαστικοί, φίλοι γνωστοὶ καὶ ἄλλοι, περνοῦσαν δίπλα του ἀδιάφοροι, μὲ τὸ βλέμμα χαμηλά, γιὰ νὰ βλέπουν κάθε φορὰ ποῦ ἀκριβῶς πρέπει νὰ κατευθύνουν τὸ ἀμέσως ἑπόμενο βῆμα τους, γιὰ τὸ γραφεῖο ἢ τὸ χωράφι ἢ ἀλλοῦ. «Ἔ μωρὲ Φάνη...» «Γειά σου καὶ σένα, Γιῶργο», ἀπαντοῦσε. «Τί κάθεσαι καὶ συλλογιέσαι μωρὲ αὐτουπέρα;» «Ὁ βράχος, λέω... Τούτη δῶ ἡ πέτρα ἡ μεγάλη...» «Ἔ, μωρὲ καημένε. Ἄσ’ τον τὸν βράχο ἥσυχο καὶ πᾶμε.» Τὸ ἔριξε στὸ διάβασμα. Ἔψαχνε στὰ παλιὰ βιβλία. Διάβασε Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, δὲν βρῆκε ἀπαντήσεις. Κόλλησε στὸν Γοργία, τὸν σοφιστή. Αὐτὸς τὸ ἔλεγε πιὸ καθαρὰ ἀπ’ ὅλους: δὲν ὑπάρχει τίποτα. Καὶ νὰ ὑπάρχει, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐννοήσουμε. Ἀλλὰ καὶ νὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἐννοήσουμε, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μεταφέρουμε αὐτὴ τὴ γνώση στοὺς ἄλλους μὲ τὰ λόγια. Γιατὶ τὰ λόγια εἶναι λόγια, δηλαδὴ ἀέρας, τίποτα. «Γεμίσαμε τὸ νοῦ μας μὲ κούφιους ἤχους», ἔλεγε στοὺς ἄλλους, ποὺ τὸν ἄκουγαν ὁλοένα καὶ λιγότερο. «Μά, Φάνη», εἶπε μιὰ μέρα ἕνας γεροντότερος ποὺ νοιαζόταν καὶ εἶχε ὑπομονή —τὸν φώναζαν Σοφό—, «οἱ ἦχοι εἶναι τὸ κλειδί. Χρόνια καὶ χρόνια μᾶς πῆρε νὰ τὸ φτιάξουμε αὐτὸ τὸ κλειδί, αἰῶνες, χιλιετίες, καὶ θὲς τώρα νὰ τὸ πετάξουμε;» Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν 28η Ἰουλίου τοῦ 2020, ἦταν γραφτὸ ὁ Φάνης Σταματίου νὰ ἐννοήσει τὸν βράχο στὴν ὁλότητά του μὲ τρόπο ὁριστικὸ καὶ ἀπόλυτο. Ἔχοντάς τον ἐπί τέλους στὸν νοῦ του —ὄχι πιὰ μόνο τὴ λέξη, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τόν βράχο— ὁ Φάνης Σταματίου ἄρχισε νὰ κάνει τὶς πρῶτες προσπάθειες μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκαταστήσει ἢ μᾶλλον νὰ ἐγκαινιάσει μιὰ γνήσια μορφὴ ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἄλλους. Μετακινήσεις. Στὴν ἀρχὴ ἀπὸ φίλο σὲ φίλο, ἀργότερα λίγο πιὸ πέρα, σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔβλεπε πρώτη φορά. Σταδιακὰ ἐπεξέτεινε τὶς διαδρομὲς σὲ ἁπλοὺς γνωστούς, ὥσπου κατάντησε νὰ συναντᾶ ξένους, ἀκόμα καὶ περαστικοὺς μοιράζοντας μικρὰ κομμάτια τῆς ἀλήθειας τοῦ βράχου ὄχι πιὰ σὲ λέξεις, ἀλλὰ κατ' εὐθεῖαν σὲ μικρὰ χαλίκια. Δύσκολο. Ἀκόμα καὶ οἱ μικρὲς πέτρες, τὰ χαλίκια, δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ἐννοηθοῦν οὐσιαστικά, νὰ κατανοηθοῦν. Κανένας δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ βάλει ἕνα χαλίκι στὸ κεφάλι του. Οὔτε κἂν ἕναν μικρὸ κόκκο ἄμμου. Γελοῦσαν μαζί του. Τὸν ἀπέφευγαν. Κάποιοι τὸν ἔλεγαν ξερόλα. Ἀκόμα καὶ κεφάλα τὸν εἶπαν, λόγῳ τοῦ μεγέθους τοῦ βράχου ποὺ εἶχε πλέον ἐγκατασταθεῖ μέσα στὸ κεφάλι του. «Μὴ θὲς νὰ παραστήσεις τὸν Δημοσθένη» τοῦ ἔλεγαν. «Καὶ βγάλε αὐτὰ τὰ χαλίκια ἀπὸ τὸ στόμα σου, γιατί δὲν εἶναι γιὰ τὰ δόντια σου!» Ἀπογοητεύτηκε. Ἔκανε βόλτες μοναχικές. Ἀπελπισμένος ἄκουγε νὰ σκᾶνε τὰ κύματα στὴν ἀκροθαλασσιά. Μιλοῦσε μαζί τους. Ἀφόρητοι πονοκέφαλοι ἔρχονταν καὶ ἔφευγαν. Ἦταν φανερὸ ὅτι ὁ Φάνης Σταματίου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντέξει γιὰ πολὺ ἀκόμα νὰ κουβαλάει τὴν ἀλήθεια τοῦ βράχου μόνος του. Ὑπάρχει ἀλήθεια ἀτομική; Ὄχι. Καὶ νὰ ὑπάρχει, ποιά ἡ ἀξία της; Καμία. Ἔπρεπε νὰ τὴ μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἄλλους. Τὸ εἶπε στὴν Ἄννα, ἐκείνη τὸ χαβά της. «Σ’ ἀγαπῶ», τοῦ εἶπε μόνο. Ἕνα πρωΐ, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν 28η Ἰουλίου, ἔβγαλε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸν βράχο καὶ τὸν πέταξε στὴν ἀκροθαλασσιά. Ἀναταράχτηκε ἡ θάλασσα. Μὲ βουλιμία τὸν πῆρε στὴν ἀπέραντη ἀγκαλιά της, τὸν κανάκεψε, τὸν χάϊδεψε μὲ αὐτὰ τὰ καταστροφικὰ χάδια της κι ὕστερα, μὲ τὸν καιρό, τὸν ἔκανε ψιλὴ ἄμμο καὶ τὸν μοίρασε στὶς ἀκρογιαλιές. Αὐτὴ εἶναι ἡ πικρὴ ἀλήθεια γιὰ τὸν περήφανο καὶ ἀκατανόητο ἐκεῖνο βράχο ποὺ διαλύθηκε γιὰ νὰ γίνει κατανοητός, ὥσπου κατάντησε σκέτη ἄμμος. Πάνω σὲ αὐτὴ τὴν ἄμμο μποροῦν πλέον νὰ περπατοῦν ἀνέμελοι οἱ ἄνθρωποι, νὰ ξαπλώνουν ἢ νὰ τρέχουν ξυπόλυτοι τὰ καλοκαίρια, ἀναζητῶντας κατάλληλες λέξεις γιὰ νὰ παίξουν, νὰ περιπαίξουν τὰ πράγματα, κι ὄχι νὰ τὰ ἐννοήσουν στὴν ὁλότητά τους σὰν κι ἐσένα, Φάνη Σταματίου. Ἔπαιξες, ἔτρεξες στὴν ἀκρογιαλιά, βούτηξες στὸ δροσερὸ νερὸ τῆς θάλασσας κι ὕστερα ξάπλωσες ἀνάσκελα πάνω στὴν ἄμμο. Εὐτυχισμένος κι ἀνάλαφρος μὲ ἕνα χαμόγελο ὣς τὰ αὐτιά, χωρὶς τὸ βάρος τοῦ βράχου στὸ νοῦ σου, κοίταξες τὰ σύννεφα ποὺ διέσχιζαν ἀργὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀποτόλμησες τὴν ἀπάντηση ποὺ περιεῖχε μέσα της τὴ νίκη καὶ τὴν ἧττα μαζί, δύο μικρές, πολὺ μικρὲς λέξεις: «Κι ἐγώ!» Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ διηγημάτων Γυναίκα σύννεφο.Κώστας Ποῦλος. Γεννήθηκε στὸν Ἐλικώνα τῆς Βοιωτίας. Σπούδασε Φιλολογία, Φιλοσοφία καὶ Ἱστορία στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Γερμανία. Ἔχει γράψει, μεταφράσει καὶ διασκευάσει πλῆθος βιβλίων γιὰ μεγάλους καὶ κυρίως γιὰ παιδιά. Ἔργα του ἔχουν λάβει τιμητικὲς διακρίσεις (κρατικὸ βραβεῖο παιδικοῦ λογοτεχνικοῦ βιβλίου) ἢ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ ἄλλες γλῶσσες. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου