Πηγή :Φρέαρ
Γιὰ τὴν κραυγὴ «Ἀέρααα!», μὲ τὴν ὁποία κατατρόπωναν τοὺς Ἰταλοὺς οἱ φαντάροι μας στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, ἔχουν εἰπωθῆ τὰ πιὸ ἀπίθανα πράγματα: Ὅτι εἶναι παραφθορὰ τοῦ ἀρχαίου «ἀλαλά» (πρβλ. ἀλαλάζω), ὅτι προέκυψε ἀπὸ «ἀναγραμματισμὸ» τοῦ «Ἥρα» (τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας ὑποτίθεται ὅτι ἐπικαλοῦνταν οἱ Ἕλληνες φαντάροι!), κατὰ τὸ σχῆμα «ἭραΗραΗρ-ἀήρ» (μιὰ ὁλότελα ἀπίθανη ἄποψη, ποὺ θυμίζει τὴν ἀνάλογη ἐτυμολογικὴ παραδοξολογία ἀπὸ τὸν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος) ἤ, τέλος, ὅτι, κατὰ τὴν πολιορκία τῶν Ἰωαννίνων (1912 – 1913) οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες, ἰδίως δὲ οἱ τσολιάδες, ὑποδέχονταν μ᾿ αὐτὴν τὴν κραυγὴ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ὀβίδες τοῦ ἐχθροῦ δὲν ἔβρισκαν τὸν στόχο τους ἀλλὰ ἁπλῶς οἱ ἐκρήξεις τους «δημιουργοῦσαν δυνατὸ ἀέρα ὁλόγυρα» ἢ «πήγαιναν στὸν ἀέρα».
Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ πηγὴ τῆς λέξης πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ στὸ ὑπόγειο ὑπόστρωμα τῆς λαϊκῆς, προφορικῆς κουλτούρας, λαμβανομένου ὑπόψη ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς φαντάρους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δὲν εἶχαν σπουδάσει σὲ κανένα ἄλλο σχολεῖο, πέρα ἀπ᾿ αὐτὸ τῆς ζωῆς.
Διαφωτιστικὲς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἄποψη εἶναι οἱ ἀναφορὲς στὸ συγκεκριμένο ἐπιφώνημα «ἀέρα!», ποὺ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους στὴν κωμωδία τοῦ Καραγκιόζη Ὁ Καραγκιόζης μαμή, ἡ ὁποία ἀναδημοσιεύεται ἀπὸ τὸν Γιάννη Κιουρτσάκη (βλ. Γ. Κιουρτσάκη, Καρναβάλι καὶ Καραγκιόζης, Παράρτημα, σ. 501-521).
Στὴν κωμωδία αὐτὴ ὁ Καραγκιόζης μετέρχεται –γιὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν– τὸ ἐπάγγελμα τῆς μαμῆς, καὶ καταλήγει, μετὰ τὸ ξεγέννημα μιᾶς γουρούνας, νὰ πείσῃ τοὺς ἀφελεῖς μπαρμπα-Γιῶργο καὶ Σταύρακα ὅτι ἐγκυμονοῦν καὶ ὅτι θὰ πρέπῃ, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὰ ἐπαίσχυντα γεννητούρια, νὰ μεταμφιεσθοῦν σὲ γυναῖκες καὶ νὰ περάσουν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορά. Ἐδῶ συναντᾶμε τὴν πρώτη, σχετικὴ μὲ τὴν διαπόμπευση στὴν ἀγορά, ἀναφορὰ στὸν «ἀέρα»:
«ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ὤι μανούλα μου. Κύργιε ἐλέησον, τί ἔπαθα ὁ ἔρμος! Πώ, πώ, ρεζιλίκι! καὶ ἂν τὸ μάθει ἡ Γιωργούλα, μανούλα μ᾿!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Κάθεσαι ἀκόμη; Πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ τὰ ἐμπορικά, μανάβικα, μπακάλικα, ταβέρνες, μαγερειά, ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Γιατί, κυρ᾿ -ἀπαυτή, γιατί;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιὰ νὰ πάρεις ἀέρα καθαρόν! Μὲ ἐννόησες; Αὐτὸ τὸ καλεῖ ἡ ἐπιστήμη, πρέπει νὰ τὸ κάνεις.» (ὅ.π., σ. 515).
Ὅτι πρόκειται γιὰ διαπόμπευση / γελοιοποίηση ἐν μέσῳ τῆς ἀγορᾶς φαίνεται ἀπὸ τὴν δήλωση τοῦ Καραγκιόζη λίγες ἀράδες παρακάτω: «…Τώρα, Χατζατζάρη, νὰ πᾶμε γιὰ τὴν ἀγορὰ νὰ γελάσουμε μὲ τὴν παράτα ποὺ θὰ πάθει ὁ Μπαρμπαγιῶργος.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τί; Ἔχεις σκοπὸ νὰ πᾶς καὶ στὴν ἀγορά;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ἀλλά, γιατί τὰ ἔκανα ὅλα αὐτά; Γιὰ νὰ γελάσει ἄλλος καὶ ὄχι ἐγώ; Ἄ! Χατζατζάρη, σὲ γελάσανε, θὰ πάω ἐγὼ νὰ γελάσω.»
Μετὰ τὴν ὀργάνωση τῆς γελοιοποίησης καὶ τοῦ Σταύρακα, ὁ Καραγκιόζης ἀπευθύνεται στὸν Κολλητήρη, γιὰ τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες τῆς διαπόμπευσης:
«ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τρέχα νὰ μᾶς φέρεις τίποτε παλιοτροκάνια, ντενεκέδες, ὅ,τι βρεῖς, νὰ κάνουν κρότο· καὶ ἐσύ, τρέχα μάζεψε καμιὰ δεκαριά, εἴκοσι, τέλος, ὅσα μπορέσεις, παιδιά, καὶ τρέχα στοῦ μπαρμπα-Παναγιώτη τὸ μπακάλικο καὶ περίμενε ἀπ᾿ ὄξω. Σὲ θέλω νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωση.» (ὅ.π., σ. 518).
Ἀκολούθως λαμβάνει χώραν ἡ «διαδήλωση» / διαπόμπευση, ὅπου οἱ ἀναφορὲς στὸν «ἀέρα» ἔχουν τὴν τιμητική τους:
«(Ἀκούονται φωναί, γιούχα.)
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τί εἶναι οἱ φωνές, Καραγκιόζη μου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μοῦ φαίνεται ἄρχισε ἡ διαδήλωσις, Χατζατζάρη, πᾶμε. Νά, νά, ὁ Μπαρμπαγιῶργος ντυμένος μισὸς γυναίκα, μισὸς ἄντρας· τὸν βλέπεις;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ναί, ναί, νά καὶ ὁ Σταύρακας. (Ἀκούονται φωναί: γιούχα, γιούχα.) […]
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: (Ὁ Μπαρμπαγιῶργος ντυμένος μισὸς γυναίκα.) Ὤι, μανούλα μ᾿, τί ἔπαθα ὁ ἔρμος!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γιούχα αααα! (Βροντᾶ τὸν τενεκέ.)
ΔΙΑΔΗΛΩΤΑΙ: Γιούχα… ἀέρα. (Βροντοῦν τενεκέδες, τροκάνια, ροκάνες καὶ τοὺς πετοῦν ντομάτες καὶ διάφορα ἄλλα σάπια.) […]
ΚΟΛΛΗΤΗΡΙ: Ἀούα! ἀούα!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ἄ! ἂ ἄ, μασκαρά!
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιούχα, γιούχα. […]
ΔΙΑΔΗΛΩΤΑΙ: Γιούχα, ἀέρα. […]
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Νά ὁ Σταύρακας, Χατζατζάρη, νά τος· ὅλοι μαζί, παιδιά, γιούχα, γιούχα.
ΔΙΑΔΗΛΩΤΑΙ: Γιούχααααα, ἀέρα!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σαπάκια, μωρέ, πετάτε τους, τί τὰ φυλᾶτε, ἀέρα. Γιούχα…
ΣΤΑΥΡΟΣ: (Ντυμένος ἀπὸ τὴν μέση καὶ ἀπάνω γυναικεῖα, κρατῶν καὶ ὀμπρέλα.) Ἀμάν, περικοκλάδες, κεραυνοί, ἀστροπελέκια, χαλάζια!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μωρέ, χαλάζι καὶ κεραμίδια! Ἀέρα! Γούχα! […]
ΣΤΑΥΡΟΣ: (Ἐξέρχεται) Ἀμάν, Βαγγελίστρα μου, μὲ ἐξευτελίσανε ἀπὸ τὰ σαπάκια…» (ὅ.π., σ. 520-521).
Ὁ «ἀέρας» καὶ ἡ διαπόμπευση
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ κραυγὴ «Ἀέρα!», ἔτσι ὅπως συχνὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἀποδοκιμαστικὸ «Γιούχα!», ἀνήκει στὸ κλίμα τοῦ ἀποτροπαϊκοῦ τελετουργικοῦ τῆς διαπόμπευσης, καὶ ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν διπλῆ του διάσταση, χλευαστικὴ καὶ ἀποτροπαϊκή, χρησιμοποιεῖται στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο. Εἶναι σὰν οἱ φαντάροι μας νὰ λένε στοὺς ὑπερφίαλους Ἰταλούς: Οὔστ! γελοῖοι!
Θὰ ὑποστηριζόταν ἀπὸ κάποιους ὅτι προηγεῖται ἡ χρήση τῆς ἰαχῆς στὸ ἔπος τοῦ ᾿40 καὶ ἕπεται ἡ χρήση του στὴν κωμωδία τοῦ Καραγκιόζη Ὁ Καραγκιόζης μαμή, ὅμως ὁ Γιάννης Κιουρτσάκης εἶναι κατηγορηματικός: «Γιὰ νὰ μὴ μιλάω ὅμως ἀφηρημένα, θὰ σταματήσω τώρα σ᾿ ἕνα ἔργο: τὸν Καραγκιόζη μαμή, ποὺ ἀναδημοσιεύω ἐδῶ ἀπὸ παλιὸ φυλλάδιο τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 (πιθανότατα τοῦ καραγκιοζοπαίχτη Κώστα Μάνου)…» (Γ. Κιουρτσάκη, Καρναβάλι καὶ Καραγκιόζης, σ. 349).
Ἄλλωστε, ἡ σύνδεση τοῦ «ἀέρα» μὲ τὸ τελετουργικὸ τῆς «σκιοθεατρικῆς» διαπόμπευσης δείχνει ὅτι ἐδῶ βρίσκεται ἡ γενεσιουργὸς ρίζα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπήγασε ἡ πολεμικὴ ἰαχή, ποὺ τὰ τελετουργικὰ συμπαρομαρτοῦντα της δὲν μποροῦσαν ἐνδεχομένως νὰ εἶναι γνωστὰ ἢ ἀντιληπτά.
Δύο τινὰ μπορεῖ νὰ ἰσχύουν ἐδῶ:
α) Κάποιοι ἀπὸ τοὺς φαντάρους ποὺ «ἐλάνσαραν» τὴν κραυγὴ «Ἀέρααα!» νὰ εἶχαν δεῖ τὴν παράσταση τῆς κωμωδίας Ὁ Καραγκιόζης μαμή, στὴ διάρκεια τῶν χρόνων τοῦ μεσοπολέμου, κάπου μεταξὺ τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿20 καὶ τοῦ ᾿30, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ νὰ μετέφεραν τὴν χλευαστικὴ ἰαχὴ στὶς πρῶτες γραμμὲς τοῦ μετώπου.
Ὁ Γιῶργος Ἰωάννου (Ὁ Καραγκιόζης, Α΄, Εἰσαγωγή, σ. νδ΄) πιθανολογεῖ πὼς οἱ κωμωδίες Ὁ Καραγκιόζης μαμή καὶ Ὁ Καραγκιόζης Χοροδιδάσκαλος «μολονότι ἀνώνυμες, εἶναι τοῦ Κ. Μάνου». Ὁ Κώστας Μάνος (1902-1970), σκιαγραφεῖται ὡς ἑξῆς ἀπὸ τὸν συνάδελφό του Π. Μιχόπουλο, στὴν νεκρολογία του, δημοσιευμένη στὴν ἐφημερίδα Τὰ Νέα, 14-3-1970 καὶ παρατιθέμενη ἀπὸ τὸν Γ. Ἰωάννου (ὅ.π., σ. νβ΄-νγ΄): «Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἀγάπησε τὸ θἐατρο τῶν σκιῶν καὶ ἀργότερα μαθήτευσε κοντὰ στοὺς μεγάλους καραγκιοζοπαῖχτες τοῦ καιροῦ ἐκείνου, Δημήτριο Μανωλόπουλο (Δαλιάνη) καὶ Μάρκο Ξάνθο. Ἔγινε κι αὐτὸς περίφημος καραγκιοζοπαίχτης, συγγραφέας ἔργων τοῦ καραγκιόζη καὶ θαυμάσιος λαϊκὸς ζωγράφος. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν, ξέρουν τί ὁλοκληρωμένος καλλιτέχνης ὑπῆρξε. Πενήντα συνεχῆ χρόνια, χωρὶς καμιὰ διακοπή, περιοδεύοντας καὶ παίζοντας καραγκιόζη, ὄργωσε κυριολεκτικὰ τὴν Ἑλλάδα — μὲ προτίμηση στὶς περιοχὲς Ἄργος, Ναύπλιο, Τρίπολη καὶ Καλαμάτα. Ὁ Μάνος ἄφησε πραγματικὰ ἐποχή. Ἀπὸ τὸ 1936 καὶ κατὰ τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς ἔπαιζε στὴν Ἀθήνα καὶ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1969 πάλι στὴν Τρίπολη, γιὰ τελευταία φορά, μαζὶ μὲ τὸ γιό του Δημήτριο Μάνο (Ἀθανασίου) στὸ θέατρο “Χαραυγὴ” τοῦ Πολυβίου Γκολέμη.»
Ἂν ἡ ὑπόθεση α) ἰσχὐῃ, εἶναι πιθανώτερο ἡ συνάντηση τοῦ Καραγκιόζη μὲ τὴν πολεμικὴ ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων νὰ ἔγινε κάπου μεταξὺ 1936-1940, στὸ ἀσφαλῶς πολυπληθέστερο ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν.
β) Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλειστῇ τὸ ἐνδεχόμενο ἡ ὅλη τελετουργικὴ «διαδήλωση» μὲ τὰ «γιούχα» καὶ τὰ «ἀέρα» νὰ ἀποτελῇ ἀπόηχο καὶ συνέχεια μιᾶς παλαιότατης ἀποδιοπομπευτικῆς πρακτικῆς, ποὺ τὰ σημάδια της σώθηκαν καὶ στὴν συγκεκριμένη κωμωδία καὶ μαρτυροῦνται ζωηρότατα στὸ τελετουργικὸ τυπικὸ τῆς βυζαντινῆς διαπόμπευσης. Ὁ Κυριάκος Σιμόπουλος (Βασανιστήρια καὶ Ἐξουσία, σ. 255-272) δίνει μιὰ συνοπτικὴ ἀλλὰ ἐναργῆ εἰκόνα τοῦ τελετουργικοῦ αὐτοῦ: «Πρὶν ἀπὸ τὴ διαπόμπευση, τὸν “ θρίαμβο” ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν χλευαστικά, μαστίγωναν σκληρὰ τὸν κατάδικο, τὸν κούρευαν “ἐν χρῶ”, τὸν ξούριζαν (μαλλιά, γένεια, μουστάκι, φρύδια), μουτζούρωναν τὸ πρόσωπό του μὲ καπνιὰ ἢ τὸ ἄλειφαν μὲ πίσσα, τὸν στεφάνωναν μὲ μιὰ πλεξάνα σκόρδα, τὸν τύλιγαν μὲ βρομερὰ ἄντερα ἀπὸ τὸ χασαπιό, κρεμοῦσαν στὸ λαιμό του σαπιοκοιλιὲς καὶ στοὺς ὤμους του κουδούνια. Κατὰ τὴν πάνδημη περιαγωγή του στοὺς δρόμους καὶ στὴν ἀγορὰ ἢ στὸν Ἱππόδρομο κάθιζαν τὸ θῦμα γυμνὸ ἢ ἡμίγυμνο σὲ γάϊδαρο, παλιομούλαρο, ψωριασμένη καμἠλα, ἀκόμα καὶ σὲ γελάδα ἀνάστροφα καὶ τὸ ὑποχρέωναν νὰ κρατάῃ τὴν οὐρὰ τοῦ ὑποζυγίου. Στὴν πομπὴ ποὺ σχηματιζόταν προπορεύονταν σαλπιγκτὲς καὶ διαλαλητές. Καὶ τὸ πλῆθος τῶν συγκεντρωμένων περίεργων τοῦ πετοῦσαν στὸ πρόσωπο λάσπες καὶ ἀνθρώπινες ἀκαθαρσίες, ἄδειαζαν πάνω του δοχεῖα μὲ οὖρα, τὸν χτυποῦσαν στὸ στόμα μὲ βορβορώδη ἐντόσθια σφαγίων. Μουτζούρωναν παλάμες καὶ δάχτυλα μὲ τὴν καπνιὰ καὶ τὴ γάνα τῶν τσουκαλιῶν καὶ τῶν τζακιῶν, ζύγωναν τὸν “γαϊδουροκαθισμένο” καὶ τὸν πασάλειβαν. Τὸν ἔφτυναν, τὸν πετροβολοῦσαν, τὸν χτυποῦσαν μὲ ραβδιὰ καὶ μαστίγια, τὸν ἔβριζαν, τὸν λοιδοροῦσαν…»
Εἶναι, ἑπομένως, δυνατὸ τὸ τελετουργικὸ τῆς διαπόμπευσης, ἔστω καὶ ξεθυμασμένο, νὰ ἐπιβίωσε στὰ λασπόνερα τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτισμικοῦ περιθωρίου, κι ἀπὸ ᾿κεῖ νὰ ἄντλησε ἀνεξάρτητα τὸ ὑλικό της τόσο ἡ σκιοθεατρικὴ κωμωδία, ὅσο καὶ ἡ πολεμικὴ ἔξαρση τῶν Ἑλλήνων φαντάρων.
Μιὰ ὑπόθεση
Ὅπως καὶ νά ᾿χῃ τὸ πρᾶγμα, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ καταγωγικὸς χῶρος τῆς πολεμικῆς κραυγῆς ἔχει μᾶλλον ἐντοπισθῆ, παραμένει σὲ ἐκκρεμότητα τὸ ζήτημα τοῦ ποιά εἶναι ἡ βαθύτερη σημασία τῆς λέξης «ἀέρα» ποὺ τὴν συνάπτει μὲ τὸ συγκεκριμένο δρώμενο. Ἐδῶ μόνο ὑποθέσεις μποροῦν νὰ γίνουν, καὶ μάλιστα ἀρκετὰ τολμηρές.
Σὲ μιὰ παλιότερη ἐργασία μας εἰκάζαμε: «Ὁ ἀποτροπαϊκὸς χαρακτήρας τοῦ “ἀέρα” ἔγκειται στὸ ὅτι πλὴν τοῦ χαρακτηριστικοῦ κρότου ἐμφανίζει καὶ δυσάρεστη ὀσμή […]. Ὅτι πρόκειται ἐνδεχομένως γιὰ τέτοιο“ἀέρα” τὸ δείχνει καὶ ἡ δήλωση τοῦ Καραγκιόζη: “Δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω στὴν ἀγορά, κύριε Χατζηαβάτη, διότι μὲ πειράζει ὁ κολοκυνθινὸς ἀήρ”» (βλ. Γ. Κιουρτσάκη, ὅ.π., σ. 509). Τὸ λογοπαίγνιο ἐδῶ βασίζεται στὴν παιγνιώδη σύμφυρση τῶν λέξεων «κόλος» καὶ «Κολοκυνθοῦ», καὶ μιὰ εὐφημιστικὴ ἀναφορὰ στὴν δυσοσμία αὐτοῦ τοῦ «ἀέρα» ἐντοπίζεται καὶ στὴ σύσταση τοῦ Καραγκιόζη στὸν Μαρμπαγιῶργο ὅτι πρέπει νὰ πάῃ στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ πάρῃ «ἀέρα καθαρόν! Μὲ ἐννόησες;»
Ἂν ἰσχύῃ ἡ ὑπόθεση, οἱ δύσοσμες ἀκαθαρσίες τῆς παλαιᾶς διαπόμπευσης ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὶς πλέον ἀνώδυνες, πλὴν ἐξ ἴσου δύσοσμες, ἀναθυμιάσεις τοῦ «κολοκυνθινοῦ ἀέρος».
Μαντεύω τὶς αὐθόρμητες ἀντιδράσεις καλοπροαίρετων, ἐνδεχομένως, ἀναγνωστῶν, ὅτι εὐτελίζεται στὰ λασπόνερα τῶν βωμολοχικῶν ὑπαινιγμῶν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀλβανικοῦ ἔπους. Ἐν τούτοις δὲν βλέπω σὲ τί ἔβλαψε τὴν ἐθνικὴ περηφάνια τῶν Γάλλων ἡ μνημειώδης βωμολοχικὴ ἀποστροφὴ τοῦ Καμπρόν, ἢ καὶ τὴν δική μας ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια ἡ μνημειώδης βωμολοχικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, γιὰ νὰ ἀναφέρω ἕνα μόνο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα. Στὸ κάτω κάτω, σὲ καιροὺς ψυχικῆς ἀνάτασης, ὁ λαὸς υἱοθετεῖ συμπεριφορὲς μὴ politically correct, ὅπως τὸ δείχνει τὸ τραγούδι τῶν Ἑλλήνων φιλάθλων, τὴν ἐποχὴ ποῦ κατακτούσαμε τὸ εὐρωπαϊκὸ πρωτάθλημα: «Σήκωσέ το τὸ γ…μένο / δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!»
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ο Καραγκιόζης του εξωφύλλου είναι του Μιχάλη Κουντούρη. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου