Η Μαρίνα βύθισε τα πόδια της στo ζεστὸ νερὸ ποὺ ἄχνιζε στὴν πλαστικὴ λεκάνη
μπροστὰ στὸ παλιὸ σιδερένιο κρεβάτι. Αὐτὴ ἡ λεκάνη, μαζὶ μὲ τὸ κρεβάτι
κι ἕνα ξεχαρβαλωμένο τάβλι ἤτανε καὶ τὰ μοναδικὰ ἔπιπλα τοῦ δωματίου,
ὄχι ὅμως καὶ τῆς Μαρίνας, ποὺ τὰ ὑπόλοιπα πράγματά της (ροῦχα, κατσαρόλες,
καρέκλες) τὰ εἶχε στὰ ἄλλα δωμάτια, ἀφοῦ τὸ σπίτι ἦταν τριάρι. Ἕνα
συνηθισμένο διαμέρισμα στοῦ Γκύζη, ἀπέναντι ἀπ' τὴν Ἱπποκράτους.
Ἐδῶ ἔμενε καὶ ὁ Μανώλης, ὁ ἀδελφὸς τῆς Ἑλένης, ποὺ πέθανε στὴ χούντα,
ἀπὸ καρκίνο. Τὴ Μαρίνα, αὐτός, (ταχυδρόμος ἤτανε) τὴν εἶχε γιὰ νὰ
τὸν περιποιεῖται καὶ ἦταν καὶ κομμάτι τσιμπημένος μαζί της. Λεφτὰ
γιὰ νὰ τὴν πληρώνει, βέβαια, δὲν περισσεύανε, γι' αὐτὸ τῆς εἶχε δώσει
ἕνα δωμάτιο, καὶ τῆς ἐπέτρεπε νὰ βάζει τὰ πράγματά της καὶ στὰ ὑπόλοιπα
δύο γιὰ νὰ τὴν ὑποχρεώσει μπᾶς καὶ τοῦ κάτσει. Ὅταν ἄνοιγες τὸ παράθυρο
στὸ δωμάτιο τῆς Μαρίνας, φάτσα ἀπέναντι ἤτανε τὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα
τῆς περιοχῆς. «Ἔχεις καὶ θέα τοὺς μπάτσους», τῆς ἔλεγε ὁ Μανώλης γελώντας,
κι αὐτὴ τσαντιζότανε, γιατί εἶχε ἀδερφὸ χωροφύλακα. Ὁ Μανώλης,
ἀπ' τὰ χαράματα, σηκωνότανε καὶ πήγαινε στὸ ταχυδρομεῖο νὰ παραλάβει
τὸν σάκο μὲ τὰ γράμματα. Μετά, πάλι γύριζε στὸ σπίτι, τά 'δινε στὴ
Μαρίνα, κι αὐτὴ ἔβγαινε νὰ τὰ μοιράσει, γιατί αὐτός, μετὰ τὴν Ἀλλαγή,
εἶχε πέσει στὴν πρέζα καὶ δὲν τὸν βαστάγανε τὰ πόδια του. Ξάπλωνε,
λοιπόν, στὸ κρεβάτι τῆς Μαρίνας, ἄνοιγε καὶ τὸ παράθυρο καὶ παρακολουθοῦσε
τοὺς μπάτσους ἀπέναντι. Οἱ μπάτσοι, βέβαια, τὰ ξέρανε ὅλα. Καὶ γιὰ
τὴ λούφα στὸ ταχυδρομεῖο, καὶ γιὰ τὴν πρέζα. Ἀλλὰ κάνανε τὰ στραβὰ
μάτια, κι ὁ Μανώλης αὐτὸ τὸ ἐκτιμοῦσε. Μιὰ γειτονιά, ἔλεγε, εἴμαστε.
Ἅμα ἀρχίσει νὰ καρφώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, χαθήκαμε. Εἶχε πιάσει
μάλιστα καὶ φιλίες μὲ τοὺς σκοπούς, καὶ πιὸ πολὺ μ' ἕναν καινούργιο ἀπ'
τὴν Ἤπειρο. Τὸν ἐλέγανε Χαρίση, τὸ μικρό του δὲν τοῦ τό 'χε πεῖ, καὶ
εἶχε μπεῖ στὸ σπίτι κάνα-δυὸ φορὲς στὸ σχόλασμα καὶ παίξανε τάβλι.
Τὴ μιὰ φορὰ τοὺς βρῆκε κι ἡ Μαρίνα νὰ παίζουνε κι ἔκανε μεγάλη φασαρία
στὸ Μανώλη, μπᾶς καὶ μπλέξει τὸ νεαρὸ κι ἔχουνε τραβήγματα. Κι ἐπειδὴ
ὁ Μανώλης δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ λόγια, πῆγε μόνη της καὶ βρῆκε τὸν ἀστυνόμο
καὶ τοῦ 'πε νὰ μὴν ἔρχεται στὸ σπίτι γιὰ νὰ μὴ χαλάσει τὴν καριέρα
του. Τοῦ 'πε καὶ τὰ βάσανά της, ὅλη μέρα ποδαρόδρομο χωρὶς νὰ πληρώνεται,
πὼς δὲν εἶχε κανέναν στὸν κόσμο, καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε ὁ ἀστυνόμος, τὴν
παντρεύτηκε, πῆρε καὶ τὰ πράγματά της ἀπὸ τὸ σπίτι μ' ἕνα τρίκυκλο,
κι ἔμεινε ὁ Μανώλης μόνος του μὲ τρία δωμάτια. Εἶδε κι ἀπόειδε,
Μαρίνα ἄλλη δὲν ἔβρισκε, γκρέμισε, λοιπόν, τὸ παράθυρο ἀπέναντι
ἀπ' τὸ τμῆμα: τό 'κανε πόρτα. Ἔβαλε καὶ μιὰ ταμπέλα: «Αἰτήσεις», εἶχε
καὶ τὶς γνωριμίες του μὲ τὰ ὄργανα, μπῆκε καὶ σ' ἕνα κόλπο μὲ κάτι ἄδειες
ταξί, καὶ τώρα ἔχει δικό του βενζινάδικο ὁ Μανώλης.
Πηγή:
Μικροαστικὴ καταστροφή,
Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005.
[Αὐτο-εργοβιογραφικὸ
ἀπὸ τὴν ἔκδοση Πούστευε
καὶ μὴ ἐρεύνα, Ἔκδ. Ὄπερα, Ἀθήνα, 2005:]
Τζίμης Πανούσης. Γεννήθηκε τὸ 1954, στὶς
12 Φεβρουαρίου, λίγο πρὶν τὶς 12 τὰ μεσάνυχτα [...]. Γράφει τραγούδια,
βιβλία καὶ κάνει ἐκπομπὲς στὸ ραδιόφωνο ἀπὸ τὸ 1988. Ξεκίνησε
τὴν καριέρα του ἐννέα χρόνων παίζοντας Καραγκιόζη, μὲ αὐτοσχέδιες
φιγοῦρες ἀπὸ ἐξώφυλλα περιοδικῶν, ἔξω ἀπὸ τὰ σύρματα ἱδρύματος
ἀπροσάρμοστων παιδιῶν στὸ Χολαργό. Ἔχει ἀλλεργία στὸ ὀπαδιλίκι
ὅλων τῶν τύπων, ἀπὸ κόμματα καὶ ὀργανώσεις μέχρι ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες
καὶ πατρίδες. Σιχαίνεται τοὺς ἀμερινανοτσολιάδες, τοὺς νεογενίτσαρους
ἐκσυγχρονιστὲς καὶ τοὺς χρηματόδουλους ἀρπακολατζῆδες [...]. Κομπορρημονεῖ
ὁ ἴδιος, ὅτι οὐδέποτε συγκινήθηκε ἀπὸ τὸ ντέρμπι τῶν αἰωνίων ἀντιπάλων
Δόξας καὶ Χρήματος (τὸ παίζει στάνταρ Χί, καὶ μάλιστα μηδὲν μηδέν).
Συμπαγὴς καλλιτέχνης βαρέων βαρῶν, ἔχει στὴν πλάτη του ἕνα βαρὺ
ἔμφραγμα κι ἕνα βαρὺ ἐγκεφαλικό, ἀλλὰ συνεχίζει ἀπτόητος (;)
μὲ τὴν εὐχή: «Νὰ μᾶς ἔχει ὁ θεὸς γεροὺς νὰ μποροῦμε ν’ ἀρρωστήσουμε,
διότι ἡ ἀρρώστια στὸ καπάκι δὲ λέει, εἶναι τουματσίλα....».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου