|
|
Η ΠΟΛΗ στὴν ὁποία κατοικεῖς εἶναι μικρὴ
κι ἔτσι ὅταν κάποιος ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἄμπερ Γκρόουβς ζητᾶ στὸ τηλέφωνο
τὴν κα Φίλιπς καταλαβαίνεις περὶ τίνος πρόκειται: πέθανε ἢ ὁ ἄντρας
της ἢ ἡ ἀδερφή της.
«Εἶναι στὸ στεγνωτήριο», λὲς καὶ σκᾶς μιὰ φούσκα ἀπὸ τὴν τσίχλα σου. Νομίζεις
ὅτι ἤσουν ἀπολύτως σαφὴς ἀλλὰ στὸ τέλος ἀναγκάζεσαι νὰ συμπληρώσεις
«Λοιπόν, ἐλᾶτε ἀπὸ ἐδῶ νὰ τῆς τὸ πεῖτε ὁ ἴδιος, ἀλλιῶς θὰ περιμένετε
νὰ τὴν λούσω καὶ νὰ τὴν στεγνώσω. Δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀφήσω στὴ μέση».
Κλείνεις τὸ τηλέφωνο καὶ στρέφεις τὸ βλέμμα σου στὴν κα Φίλιπς. Καθιστὴ
κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τοῦ στεγνωτηρίου διαβάζει ἕνα περιοδικό, τυλιγμένη
σὲ μιὰ πλαστικὴ ρόμπα. Ἔχει ἕνα ἐλαφρὸ τρέμουλο καὶ στὴν ἀρχὴ νομίζεις
ὅτι κλαίει, ἀλλὰ μετὰ βλέπεις ὅτι γελάει. Στὰ μπροστινά της δόντια
διακρίνεται λίγο κραγιόν.
Ὅταν τὸ χρονόμετρο χτυπᾶ, σηκώνεις τὸ κάλυμμα κι ἐξετάζεις τὰ μαλλιά της. Τὸ τζὲλ ἔχει καθίσει, ὁπότε τὴν φέρνεις στὸ μέρος σου καὶ τῆς βγάζεις τὰ ρόλεϊ. Βυθίζεις τὴ χτένα σου ἐδῶ κι ἐκεῖ στὰ ἀραιὰ μαλλιά της γιὰ νὰ τοὺς δώσεις ὄγκο, ἔπειτα χτενίζεις ὅσα μένουν πεσμένα φέρνοντάς τα στὴν κορυφὴ τοῦ κρανίου, γιὰ νὰ τοὺς δώσεις τὸ σχῆμα ποὺ τῆς ἀρέσει. Μὲ τὸ χέρι σου φτιάχνεις τὶς μποῦκλες στὰ πλάγια τοῦ κεφαλιοῦ της.
Ἔπειτα
παίρνεις τὸ σπρέι. Ἡ κα Φίλπς χαμογελᾶ, κλείνει σφιχτά τά μάτια κι ἀνασηκώνει
τὸ πηγούνι. «Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο πάντα σκέφτομαι ἀνοιξιάτικη βροχή»,
λέει καθὼς ξεκινᾶς νὰ τὴν ραντίζεις.
Συνεχίζεις γιὰ τρία λεπτὰ περίπου· συνεχίζεις μέχρι ποὺ τελειώνεις
ὁλόκληρη τὴ φιάλη. Τὴν ραντίζεις μέχρις ὅτου τὰ μαλλιὰ της γίνουν
σκληρὰ σὰν κράνος καὶ τὸ χαμόγελό της σταθεροποιηθεῖ σὰν ἀσπίδα. Ἔπειτα
τῆς δίνεις λίγο βαμβάκι. Τῆς λὲς ὅτι εἶναι γιὰ νὰ καθαρίσει τὰ δόντια
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου