|
|
ΚΟΙΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ στὸν καθρέφτη. Ξανὰ καὶ
ξανὰ καὶ ξανά. Ἀλλάζεις, δοκιμάζεις, ἐπιστρέφεις στὰ παλιὰ ἢ περίπου
στὰ παλιὰ ἢ ποτὲ πίσω στὰ παλιά. Ὅσο πιὸ νέος τόσο πιὸ πολλά τὰ ποτὲ
ξανά. Ἐλπίζεις γιὰ κάποια οὐρανοκατέβατη ἀλλαγή, μιὰ καλυτέρευση,
ἕνα στοιχεῖο ποὺ θὰ σοῦ προσδώσει ἐνδιαφέρον. Κοιτᾶς μέχρι νὰ βαρεθεῖς
νὰ κοιτᾶς. Κουβαλᾶς εἴκοσι, τριάντα χρόνια καὶ βάλε ἕνα κορμὶ γεμάτο
πληγές, ἕλκη, ἐκδορές, ἐκχυμώσεις, κιρσούς, κυτταρίτιδα, ραγάδες,
ἐλιές, κοκκινίλες, μαῦρα στίγματα, ἀλλοῦ λιπαρότητα, ἀλλοῦ ξηρότητα
– πάντα ἀνάποδα ἀπὸ ὅπου θὰ προτιμοῦσες – πιτυρίδα, ψωρίαση, κοψίματα,
ἐκζέματα, ἀλλοῦ πρηξίματα, ἀλλοῦ βαθουλώματα – πάντα ἀνάποδα ἀπὸ
ὅπου θὰ εὐχόσουν – ἕνα κατ’ ἐξακολούθηση ἀτελὲς σῶμα ἐνῶ οἱ γονεῖς
σου ὁρκίζονταν τὸ ἀντίθετο, «ὅταν μεγαλώσεις, θά…».
Ὁπότε μερικὲς φορὲς πρέπει νὰ πάρεις τὴν κατάσταση στὰ χέρια σου. Παίρνεις ἀνάσα καὶ κάνεις βουτιὰ στὴν ἰαματικὴ λάσπη. Δὲν εἶναι οὔτε ὄμορφο θέαμα, οὔτε εὔκολη ἀπόφαση. Ἕνας λάκκος ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἀπόσταση μοιάζει μὲ λίμνη γεμάτη ἀργὸ τσιμέντο ποὺ ἀναδίδει θειάφι. Ξεχωρίζουν κεφάλια πασαλειμμένα καὶ αὐτὰ μὲ τὴν λάσπη στὰ μαλλιὰ καὶ στὸ πρόσωπο, μιὰ ἐκφυλισμένη φυλὴ τοῦ Ἀμαζονίου, ἐλαφρῶς ξαφνιασμένη ἀκόμα, καθὼς κάποιος τυφώνας τὴν ξερίζωσε ἀπὸ τὸ Περοὺ καὶ πέταξε τοὺς ἄλλοτε πολεμιστὲς στὴν Αἰδηψό, στὶς Κρηνίδες ἢ στὸ Κιλκὶς γιὰ λασπόλουτρα, χαλαροὺς καὶ παροπλισμένους.
Ἀκόμα ἕνα κεφάλι καὶ ἐσὺ μέσα στὴν βελουτὲ σούπα, συστήνεσαι βάσει
ἰατρικοῦ φακέλου: «Γρηγόρης, πόνο στὸν γοφό», «Βασιλική, ρευματοπάθειες».
Οἱ παθήσεις σπᾶνε τὸν πάγο, οἱ ὁμιλοῦσες κεφαλὲς δὲν σταματᾶνε τὴν
ψιλοκουβέντα, ἡ συζήτηση γίνεται κουβέρτα, μετατρέπει τὸν χῶρο σὲ
καφέ, σὲ ἑστιατόριο, σὲ μπάρ, σὲ περίγυρο ἐκκλησίας, ὁτιδήποτε
γιὰ νὰ ξεχάσεις τὸ γεγονὸς ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν πηλὸ εἶσαι μαζὶ μὲ ἀγνώστους
ἀναγκαστικὰ γυμνὸς γιὰ ἰατρικοὺς σκοπούς. Ἄραγε τώρα ποὺ μιλᾶς γιὰ
τὸ αὐχενικό σου σύνδρομο κάποιο ζευγάρι κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια ἀγγίζεται;
Κάποτε, ἀφήνεσαι. Δὲν σὲ ἐνοχλεῖ πιὰ τὸ θειάφι στὰ ρουθούνια σου, δὲν
τραβὰ ἡ λάσπη τὸ δέρμα ὅσο ξεραίνεται πάνω σου, βρίσκεις μιὰ ἐσοχή,
σκάβεις τὰ μαλακὰ τοιχώματα γιὰ νὰ σταθεῖς πιὸ ἄνετα, φτιάχνεις πηγαδάκια
στὴν ἰαματικὴ γούρνα μὲ ὅσους συνασθενεῖς μπορεῖς νὰ ἀνταλλάξεις
δυὸ κουβέντες πέρα ἀπὸ τὰ τυπικά, συνηθίζεις τὴν θερμοκρασία,
τὴν ἀνωνυμία τῶν ὁμοιόμορφα καλυμμένων σωμάτων, τὴν γύμνια, τὴν
λάσπη νὰ γαργαλάει τὶς πατοῦσες. Ὁ πόνος στοὺς γοφοὺς μαλακώνει, ὁ
κνησμὸς φεύγει, οἱ ρυτίδες λειαίνονται, οἱ οὐλὲς κλείνουν, τὰ ἐκζέματα
ὑποχωροῦν. Ἀποτολμᾶς μερικὲς ἁπλωτές. Καλωσορίζεις τοὺς καινούργιους
στὸν λάκκο, ἀποκτᾶς τὸν ἀέρα μιᾶς κάποιας ἐμπειρίας. Σχεδιάζεις στὸ
γκρίζο πρόσκαιρο δέρμα σου ἑλικοειδῆ σχήματα, ψάρια, γεωμετρικὰ
σχέδια, θυμᾶσαι τὶς σχολικὲς ζωγραφιές σου καὶ τὶς πρῶτες κατασκευὲς
μὲ πλαστελίνη.
Καὶ ὅταν εἶσαι ἕτοιμος, μὲ στέρεα βήματα ἀφήνεις τὸ ἀποτύπωμά σου
στὰ χαλίκια καὶ γυρνᾶς στὸ γνωστό σου δωμάτιο, ἕνα τέλειο, ἀψεγάδιαστο
ἀρχαιοελληνικὸ ἄγαλμα. Μέχρι νὰ ξεπλύνεις τὴν ἰαματικὴ λάσπη ἀπὸ
πάνω σου. Καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέφεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου