|
|
ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ τὴν καλοκαιρινή, πάντα κάτω
ἀπὸ τὴ συκιά, εὐθὺς μόλις φτάσεις στὴν καλύβα τὴν ἐξοχική, ἐκεῖ θὰ τὸν
πετύχεις. Σὲ λένε Ἑλένη. Θὰ σὲ ἀγκαλιάσει τὸ ἴδιο στοργικὰ ὅπως καὶ
πέρυσι, ὅπως κάθε χρόνο ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ τὸν γηροκομεῖ ἡ γιαγιά
σου. Σὲ λένε Ἰωάννα. Θὰ πλησιάσεις καὶ θὰ σταθεῖς μπροστά του, κάπως
μακριά, πότε στὸ ἕνα πόδι, πότε στὸ ἄλλο. Σὲ λένε Γεωργία. Μὲ τὰ μάτια
θὰ ὀργώσεις τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου. Σὲ λένε Ἐλπίδα. Ἄραγε τί ἀπέγινε
ἡ περσινὴ ἀράχνη ποὺ εἶχες ἐντοπίσει στὸ κλαδὶ νὰ στριφογυρίζει
τρελαμένη; Σὲ λένε Φατίμα. Δυὸ πόδια ποὺ σὲ κλείνουν, ὁ ὁρίζοντας θὰ
γίνει μουστάκι, μιὰ κίτρινη γραμμὴ στὴ μέση, σὰν οὐρὰ παστωμένη. Σὲ
πιάνει ἡ λίγδα. Νικοτίνη καὶ κρασί. Σὲ λένε Λιούμπα. Τὰ ζαρωμένα δάχτυλα
θὰ ἀνέβουν ἀργὰ κάτω ἀπὸ τὸ φουστανάκι. Σὲ λένε Ντενίσα. Θὰ γρατζουνήσουν
τὸ πλακὲ στῆθος, θὰ τρέμουν πάνω ἀπὸ τὶς ρῶγες, θὰ τὶς τσιμπήσουν ἐλαφρά,
κάθε ποὺ τραβιέσαι τὰ πόδια θὰ σφίγγουν, μιὰ μέγγενη σὲ κλειδώνει. Σὲ
λένε Κιράμπο. Πάνω ποὺ κάνεις νὰ φύγεις, μπροστά σου τὰ αὐστηρὰ μάτια
τῆς μάνας. Στά ΄κοψα ἀπ’ τὴ ρίζα, ἂν κάνεις ὅτι ἁπλώνεις χέρι σὲ κέρασμα.
Μὴ κάνεις σὰ λιμασμένο. Ὅταν σοῦ ζητᾶνε βοήθεια νὰ λὲς μάλιστα. Ὄχι
ναί. Μάλιστα. Μὴν ἀντιμιλᾶς. Νὰ εἶσαι φρόνιμη καὶ νὰ ἀκοῦς τοὺς μεγαλύτερους.
Πάντως σύκα δὲ θὰ ξαναφᾶς. Σοῦ φέρνουν ἐμετό. Κι ἄς μὴ σὲ λένε Σοφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου