|
|
ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΚΙ ΕΓΩ μέσα στὸ μέλλον καὶ νὰ
μὴν νοιάζει κανέναν πῶς. Εἶναι μυστικὸ δικό μου. Ἅμα τὸ πῶ, θὰ ἀρχίσει
ὁ πάσα ἕνας νὰ πετάγεται στὸ μέλλον, δὲν θὰ μείνει κανένας ἐδῶ στὸ
«τώρα» καὶ τότε θὰ χαλάσει καὶ τὸ μέλλον, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔχει παρελθόν,
καὶ θὰ μείνουμε ὅλοι κρεμάμενοι στὸ κενό. Ξέρω τί λέω. Ἄρα μόνο ἐγὼ
θὰ πηγαίνω στὸ μέλλον, ὅποτε θέλω.
Πετάχτηκα μιὰ στιγμὴ στὸ 2100 μ.Χ. Ὅλοι οἱ Κυπραῖοι ἦταν ἄγγελοι. Εἶχαν
καὶ φτεροῦγες ἀλλὰ ἦταν μικρὲς ἀκόμα καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πετάξουν.
Ρώτησα ἕναν στὸν δρόμο.
—Κοίτα, μοῦ λέει. Οἱ φτεροῦγες ἄρχισαν νὰ φυτρώνουν, πιὸ μικρὲς καὶ ἀπὸ
αὐτὲς ποὺ βλέπεις τώρα, πρὶν καμιὰ ὀγδονταριὰ χρόνια, τότε ποὺ ὁ Ὀδυσσέας
ἔγινε Πρόεδρος καὶ ὁ Νικόλας ὑφυπουργὸς παρὰ τῷ προέδρῳ, τότε ποὺ
πάταξαν τὴ διαφθορὰ καὶ γίναμε ὅλοι ἄγγελοι. Ἂν πᾶμε καὶ στὸ μέλλον
τόσο καλά, ὑπολογίζουμε ὅτι οἱ ἀπόγονοί μας σὲ ἄλλα 80, ἂς ποῦμε,
χρόνια θὰ ἔχουν μεγαλύτερες φτεροῦγες καὶ θὰ πετᾶμε κιόλας κοντὰ
στὸν θεό!
—Τί λὲς ρὲ μαλάκα; τοῦ εἶπα.
—Ἄ, μοῦ εἶπε, σὲ παρακαλῶ. Ἡ λέξη αὐτὴ δὲν χρησιμοποιεῖται πιά, τὴ
βγάλαμε καὶ ἀπὸ τὰ λεξικά. Εἴμαστε ὅλοι καλοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι
πλέον – διαφθορὰ τέλος!
Σκέφτηκα ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἦταν τρελός, ἀλλὰ μετὰ εἶδα κι ἄλλους —ὅλους— μὲ φτερά, ἄρα ἤμουν ἐγὼ ὁ μαλάκας.
—Κοίτα, μοῦ λέει ὁ τρελός, νὰ πᾶς στὸν Κύκκο, ὅπου πᾶν ὅλοι γιὰ προσκύνημα.
Ἔφυγαν ἀπὸ κεῖ τὸ τέρας-Μακάριος κι ἔβαλαν ἄλλο ἄγαλμα δυὸ φορὲς
πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὸ παλιό.
—Ποιὸν ἔβαλαν ἐκεῖ; τοῦ λέω.
—Πήγαινε νὰ δεῖς, μοῦ λέει, καὶ πετάχτηκε τρία μέτρα μακριὰ σὰν κοτόπουλο.
Πῆρα ἕνα ἑλικόπτερο-ταξὶ ἀπὸ τὸν προμαχώνα ποὺ ἦταν παλιὰ ὁ Μπαϊρακτάρης
καὶ σὲ 15 λεπτὰ μὲ κατέβασε στὸν Κύκκο, μπροστὰ στὸ ἄγαλμα. Ἔμεινα
ἐκεῖ καὶ ἔχασκα γιατὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγάλματος, ὕψος ἴσο μὲ ἑφταόροφη
πολυκατοικία, ἦταν πολὺ ψηλὰ καὶ δὲν ἤμουν σίγουρος ποιοῦ ἡ φάτσα ἦταν.
Μὲ πλησίασε ἕνα μοναχὸς γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν εἶχε
σχεδὸν καθόλου φτερά. Μόλις ποὺ ξεμύτιζαν κάτι πούπουλα ἀπὸ τοὺς ὤμους
του.
—Καλά, τοῦ λέω, ἐσὺ δὲν ἔχεις φτεροῦγες;
—Ἄσε, μοῦ λέει, ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ εἴμαστε οἱ πιὸ διεφθαρμένοι καὶ κάνουμε
μεγάλο ἀγώνα νὰ φτάσουμε τοὺς ἄλλους. Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τοὺς καλούς. Ὑπάρχουν
ἄλλοι ποὺ ντρέπονται νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὰ κελιά τους ἕνεκα δὲν ἔχουν
βγάλει οὔτε πούπουλο ἀκόμα.
—Τί λὲς ρὲ μ… τοῦ εἶπα κι ἔπιασα τὸ στόμα μου, μὴν πῶ τὴ λέξη.
—Βλέπεις, μοῦ λέει, τὸ ἄγαλμα τοῦ Ὀδυσσέα Μιχαηλίδη, παλιὰ Γενικοῦ
Ἐλεγκτοῦ καὶ τώρα Προέδρου τῆς Δημοκρατίας!
—Κι ὁ μικρός; τοῦ λέω.
Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ὀδυσσέα κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι ἕνα παιδάκι, ἕναν γιὸ τῆς
μάμμας του μὲ γκρίζους κροτάφους, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ «μικρός», μόλις τρία μέτρα
ὕψος, ἦταν ἕνα βῆμα μπροστά, σὰν νὰ ἔδειχνε τὸν δρόμο στὸ μεγάλο ἄγαλμα.
—Εἶναι ὁ Νικόλας, μοῦ λέει ὁ ἄπτερος μοναχός, ὁδηγεῖ τὸν Ὀδυσσέα στὸν
δρόμο κατὰ τῆς διαφθορᾶς!
—Fuck, τοῦ λέω!
—Καὶ ποῦ ’σαι, μοῦ λέει, γιὰ νὰ φτιάξουν τὸν Νικόλα ἕλιωσαν τὸ ἄγαλμα
τοῦ Μακαρίου, εἶναι ἀπὸ τὸ ἴδιο μέταλλο, κι ὕστερα ἔκαμαν εἰσαγωγὴ
κι ἄλλο χαλκὸ γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὸ ἄγαλμα τοῦ Ὀδυσσέα!
—Ἔ, fuck ξανά, τοῦ λέω.
—Fuck, μοῦ λέει, δὲν λέει τίποτε, καὶ πάνω ποὺ ἀκούστηκε τὸ σήμαντρο ἔτρεξε
γιὰ τὸ δεῖπνο.
—Καὶ οἱ Τοῦρκοι, τοῦ φώναξα, τί ἔγινε μὲ τοὺς Τούρκους;
—Ἄ, μοῦ λέει, καὶ γύρισε τρέχοντας πισινὴ ἀνεμίζοντας τὸ χέρι του,
τοὺς πῆρε ὅλους ὁ διάολος.
—Μὰ ὅλους-ὅλους; τοῦ λέω. Δὲν ἄφησε οὔτε μισὸ τουρκοκύπριο γιὰ δεῖγμα;
—Ὅλους, μοῦ λέει, ὅλους-ὅλους. Μέχρι καὶ τὰ κόκκαλα τοῦ Ντενκτάς.
Καὶ χάθηκε μέσα στὴν μεγάλη πόρτα. Πετάχτηκα ἀμέσως πίσω στὸ παρόν,
μὴν πεθάνω ἄξαφνα ἀπὸ εὐτυχία ἐκεῖ στὸ μέλλον!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου