|
|
Η ΒΡΟΧΗ ΕΠΕΦΤΕ ἀσταμάτητα κάνοντας
τὶς λακκοῦβες τοῦ δρόμου νὰ ξεχειλίζουν. Ἡ Μιμόζα καθόταν σὲ μιὰ στάση
λεωφορείου μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὸ ρετιρὲ τῆς ἀπέναντι πολυκατοικίας.
«Εἶναι ὥρα», μουρμούρισε. «Ἐντάξει, χώρισε πρόσφατα καὶ τοῦ ἔρχεται
δύσκολο. Ἂν ὅμως δείξω πὼς θέλω νὰ πᾶμε παρακάτω... Ναί, μόλις σταματήσει
ἡ βροχὴ θὰ πάω», συμπλήρωσε κι ἄναψε τσιγάρο.
Ἄνοιξε τὴν κόκκινη ὀμπρέλα ποὺ τῆς εἶχε δώσει προχθὲς στὸ ξενοδοχεῖο.
Μιὰ ξαφνικὴ μπόρα εἶχε ξεσπάσει καὶ τότε καθὼς ἑτοιμάζονταν νὰ φύγουν.
«Πάρ’ την, βρέχει πολύ», τῆς εἶπε.
«Κι ἐσύ;»
«Ἔχω τὴν κουκούλα. Πάρ’ την, εἶναι δική σου!» ἐπέμεινε χαμογελαστός.
Ὅρμησε τότε πάνω του καὶ τὸν φίλησε σὰν νὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὸν ἔβλεπε. Μόλις ἀποχαιρετίστηκαν σταμάτησε ἕνα ταξὶ καὶ ἀκολούθησε τὸ ἁμάξι του. Ὅταν εἶδε ποὺ μένει ἤθελε πιὰ νὰ μάθει τὰ πάντα γιὰ αὐτόν.
«Συγγνώμη, ἔχετε φωτιά;» μιὰ γυναικεία φωνὴ διέκοψε τὶς ἀναπολήσεις
της.
Ἔριξε
μιὰ φευγαλέα ματιὰ δίπλα της κι ἔβγαλε τὸν ἀναπτήρα ἀπ’ τὴν τσέπη
της. Καθὼς τῆς τὸν ἔδινε παρατήρησε συνοφρυωμένη τὸ πρόσωπό της.
«Μιμόζα! Ἐσὺ εἶσαι;» μουρμούρισε ἡ ἄλλη.
Ἔπειτα,
τὰ χείλη της σχημάτισαν ἕνα πλατὺ χαμόγελο καὶ ἡ Μιμόζα τὴν μιμήθηκε.
«Χριστίνα!» ἀναφώνησε.
Πλησίασαν ταυτόχρονα ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ φιλήθηκαν σταυρωτά.
«Πόσα χρόνια ἔχω νὰ σὲ δῶ;» τὴ ρώτησε ἡ Χριστίνα.
«Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ reunion νομίζω. Μιὰ χαρὰ φαίνεσαι!»
«Ἔχω
πάρει μερικὰ κιλάκια… Τριανταπενταρίσαμε κιόλας… Ἐσένα βέβαια,
ἂν δὲν σὲ ἤξερα, θὰ σὲ ἔκανα τὸ πολὺ γιὰ εἴκοσι ἑπτά! Πῶς κι ἀπὸ ‘δῶ;
Μὴ μοῦ πεῖς ὅτι μένεις κάπου τριγύρω;»
«Ὄχι, ἔχω μιὰ δουλειὰ ἐδῶ κοντὰ καί...»
Ἡ
Χριστίνα σχημάτισε ἕνα πονηρὸ χαμόγελο καὶ τῆς ἔριξε μιὰ ἁπαλὴ
τσιμπιὰ στὸ μπράτσο.
«Μιμοζάκι, αὐτὸ τὸ ὕφος τὸ θυμᾶμαι! Πιστεύω θὰ εἶναι καλὴ αὐτὴ ἡ…
δουλειά».
Ξέσπασαν καὶ οἱ δύο σὲ αὐθόρμητα χαχανητά.
«Ἐντάξει, καλὴ εἶναι! Ἐσὺ τί κάνεις ἐδῶ;»
«Ἐδῶ μένω!», ἀποκρίθηκε δείχνοντάς της ἀπέναντι.
Ἡ
Μιμόζα γύρισε πρὸς τὰ ‘κεῖ ξεροκαταπίνοντας.
«Παντρεμένη μὲ παιδὶ πλέον!» συνέχισε ἡ Χριστίνα βγάζοντας τὸ κινητό
της.
Στὴν ὀθόνη πόζαρε χαμογελαστὸς ἐκεῖνος κι ἕνα ἀγοράκι ποὺ τοῦ ἔμοιαζε.
«Λοιπόν, γιὰ πὲς κι ἐσὺ γιὰ τὴ… δουλειά σου».
Ἡ
Μιμόζα χαμήλωσε τὸ βλέμμα της σὲ μιὰ λακκούβα ἀνάμεσά τους, ὅπου καθρεφτιζόταν
τὸ πρόσωπο τῆς Χριστίνας. Καθὼς βυθομετροῦσε τὴν μικροσκοπικὴ βρώμικη
λιμνούλα τὴν θυμήθηκε τότε, στὴν Πέμπτη δημοτικοῦ, ποὺ τῆς εἶχε χαρίσει
τὴ γόμα της.
«Πάρ’ τὴν Μιμόζα, εἶναι δική σου! Ἐγὼ δὲν πιστεύω πὼς οἱ Ἀλβανοὶ εἶναι
κλέφτες. Ἂν θέλεις, μποροῦμε νὰ γίνουμε φίλες!»
Θὰ πίστευε τὸ ἴδιο ἂν μάθαινε πὼς λίγο πρὶν τὶς Πανελλήνιες εἶχα πάει
μὲ τὸν Πέτρο, ἀναρωτήθηκε τότε.
«Μιμόζα, εἶσαι καλά;» τὴ ρώτησε.
«Σύ… συγγνώμη, πρέπει… πρέπει νὰ φύγω τώρα», τραύλισε.
«Ὀκέι, χάρηκα ποὺ σὲ εἶδα. Θὰ περπατοῦσα μαζί σου, ἔχω πέντε λεπτὰ
μέχρι ν’ ἀνοίξω τὸ μαγαζί, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴν ὀμπρέλα μου.
Νά, μιὰ κόκκινη σὰν τὴ δική σου εἶναι!»
Ἡ
Μιμόζα ἄφησε τὴν ὀμπρέλα στὸ κάθισμα.
«Εἶναι δική σου!» ψέλλισε καὶ ἀπομακρύνθηκε τσαλαπατώντας στὴ βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου