|
|
TΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ τοῦ 1821, στὰ Τρίκορφα, ὄξω ἀπὸ
τὴν Τριπολιτσά, ποὺ τὴν πολιορκοῦσαν οἱ Ἕλληνες, παρουσιάστηκε
πρωῒ-πρωῒ ἕνας χριστιανὸς μισόγυμνος στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ λέει:
— Ποῦ εἶναι, Καπετάνε, αὐτὴ ἡ ἅγια Λευτεριά, ποὺ κάθε τόσο μᾶς
κοπανᾶτε; Θέλω νὰ τὴν προσκυνήσω καὶ νὰ δοξάσω τὸ Θεό, ποὺ μᾶς τὴ χάρισε.
Ἤμουνα κλεισμένος στὴν Τριπολιτσὰ κ' ἐγώ· ἡ γυναῖκα μου πέθανε ἀπὸ
τὴ λοιμική, ἕνα παιδί μου καὶ δυὸ κορίτσια μου πεθάναν ἀπ' τὴν πεῖνα.
Ἑκατὸν τριάντα γρόσια εἶχα, μοῦ τὰ πῆρε ὁ Ἀρβανίτης γιὰ νὰ μὲ βοηθήσῃ
νὰ γλυτώσω. Τέλος γλύτωσα! Μιὰ καπότα μοὔμεινε, στὸ δρόμο μὲ πιάσανε
δυὸ παληκάρια δικά σου, μοῦ τὴν πήρανε κι' αὐτούνη! Τώρα εἶμαι κι' ἀλήθεια
λεύτερος! Ζήτω τὸ λοιπὸν ἡ ἅγια Λευτεριά! Δόξα νἄχῃ τ' ὄνομά της!
Κόκκαλο ὁ Κολοκοτρώνης. Βρῆκε τὸ μάστορή του. Κάτι θὰ μποροῦσε
νὰ τοῦ πῇ, ὅμως ἔβλεπε πὼς εἶχε δίκιο ὁ ἄνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου