Του Π. Ενιγουέϊ
Θέμα:
Περιγράψτε εν συντομία μία έντονη εμπειρία που ζήσατε με τους γονείς
σας.
«Ααα! Ααα!»
Ξύπνησα.
«Ααα!
Ααα! Ααα!», η φωνή συνέχισε. Ήταν η μαμά. Φώναζε από το δωμάτιό
της. Κάτι συνέβαινε. Ζητούσε βοήθεια. Καλούσε τον μπαμπά – πού βρισκόταν,
αφού είχαμε ξαπλώσει όλοι μαζί;
Εγώ,
ένα μικρό παιδί πέντε χρονών, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου να ακούω
τις φωνές της μαμάς και να κοιτάζω την οροφή με αγωνία, με φόβο, αλλά
και απορία. Τι συναίβενε; Είχε μπει στο σπίτι μας κανένας κλέφτης; Τι
έκανε στη μανούλα; Τι είχε κάνει στον μπαμπά; Τον είχε χτυπήσει; Θα
ερχόταν και στο δικό μου δωμάτιο αργότερα; Τι θα μου έκανε;
«Ααα!
Ααα!» ακούστηκε τότε η φωνή του μπαμπά, το ίδιο αγωνιώδης, το ίδιο
φοβισμένη με αυτή της μαμάς. Ο κλέφτης τούς χτυπούσε; Τους απειλούσε;
Κρατούσε μαχαίρι; Πιστόλι; Αλλά γιατί δεν ακουγόταν; Γιατί δε μιλούσε;
Φορούσε μάσκα; Δε μιλούσε για να μην τον αναγνωρήσουν; Ήταν λοιπόν
γνωστός μας; Συγγενής μας; Ήταν δειλός! Το μόνο βέβαιο. Ήταν δειλός και
φοβόταν όσο κι εγώ. Έπρεπε όμως να κάνω κάτι. Να αντειδράσω. Να μονομαχήσω
με τον τρομερό ληστή και να τον νικήσω - δεν είχα άλλη. Έπρεπε να δράσω,
και μάλιστα γρήγορα. Να επιτεθώ. Αλλά με τι; Το βρήκα! Με το νεροπίστολο!
Θα το γεμίσω νερομπογιά και θα του ρίξω στα μάτια! Θα τον τηφλώσω!
Σηκώθηκα
αθόρυβα από το κρεβάτι και όπλισα γρήγορα το νεροπίστολο με πράσινη
νερομπογιά. Περπάτησα στις μύτες των ποδιών και έφτασα έξω από την
κρεβατοκάμαρα κρατώντας με τα δυο μου χέρια το νεροπίστολο, έτοιμο
να… εκπηρσοκροτήσει! Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ακούμπησα την πλάτη
μου στο κούφομα και έφερα στο στήθος το νεροπίστολο με το δάχτυλο στη
σκανδάλη. Έστριψα αργά το πρόσωπό μου και κοίταξα από τη χαραμάδα
της πόρτας. Αλλά τι να δω! Ούτε κλέφτης υπήρχε, ούτε κανένας διαρήκτης,
ούτε τίποτα! Μόνο η μαμά κι ο μπαμπάς να χορεύουν γυμνοί και αγκαλιασμένοι
πάνω στο κρεβάτι!
Τη μία φορά ανάσκελα, την άλλη μπρούμυτα, πλάι
πλάι, όρθιοι, γονατιστοί… Και συνέχεια να φωνάζουν, όλο να φωνάζουν…
«Ααα!Ααα!» και «Ουου! Ουου!». Τι ήταν όλα αυτά μες στη νύχτα; Γιορτάζαμε
τίποτα; Είχαμε καμιά επέτειο; Αλλά απορώ, δεν κουράζονται να χορεύουν
τόση ώρα ασταμάτητα; Δε βαριούνται έτσι άτσαλα και μονότονα όπως
κουνιούνται;
Τότε
ο μπαμπάς έκανε κάτι που με εξόργισε: Γύρισε στο πλάι και άρχισε να
θυλάζει τη μαμά! Αυτό δεν ήταν σωστό! Δεν ήταν δίκαιο! Αυτό άρεσε και
σ’ εμένα! Γιατί να θυλάζει ο μπαμπάς τη μαμά κι εγώ όχι; Για ποιο λόγο
η μαμά το είχε απαγορεύσει σε εμένα ενώ τον μπαμπά τον άφηνε ανεμπόδειστο;
«Γιωργάκη, τα μεγάλα παιδιά δε θυλάζουν!», μου είχε πει τότε, και τώρα
μπροστά στα μάτια μου υπέκυπτε αδιαρματήρητα στις επιθυμίες του
μπαμπά! Ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα! Δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω,
ένας κόμπος είχε κάτσει στο λαιμό μου, τα χέρια μου τρέμανε από το θυμό
μου!
«Δεν
υπάρχει περίπτωση! Σήμερα θα θυλάσω κι εγώ!», σκέφτηκα και έσπρωξα
σιγά σιγά την πόρτα. Είχαν από ώρα σταματήσει το χορό. Είχαν κουραστεί
και κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο με το νεροπίστολο
να δείχνει τη μαμά και με το χέρι στη σκανδάλη. Αν τυχόν έφερνε αντίρρηση,
θα της έριχνα! Πλησίασα στο στήθος της και άρχισα να θυλάζω… Όμως τι
έκπληξη! Δε γεύτηκα το πολλυπόθητο γάλα! Καταστροφή! Ατυχία!
Τότε
ξύπνησε η μαμά:
«Γιωργάκη,
τι κάνεις εδώ πέρα;»
«Μαμά,
ο μπαμπάς ήπιε μόνος του όλο το γάλα! Δε μου άφησε καθόλου!», και ξέσπασα
σε κλάματα.
ΠΗΓΗ : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου