ΠΙΝΑ τὸ ἐσπρεσάκι μου στὸ καφὲ
«Πίκολο», στὸ ἐμπορικὸ κέντρο «Ἰουλίους Μόλ», διαβάζοντας τὶς ἐφημερίδες.
Ἦταν τέλος Ὀκτώβρη, ἀλλὰ τὸ κλίμα εἶχε ἀλλάξει. Δὲν ἦταν βαρὺς ὁ
χειμώνας ὅπως παλιά. Εἶχε μιὰ λαμπερὴ λιακάδα. Ἔπιασα θέση
πλάι στὴν τζαμαρία καὶ ἀπολάμβανα τὴν ὀμορφιὰ τῆς λίμνης, μὲ τὰ
κτίρια ποὺ εἶχαν φύτρωσει γύρω της. Ἔνιωθα νοσταλγία. Θυμόμουν
παλιὰ στὶς ὄχθες τῆς ἀπεριποίητης λίμνης τὸ μοναδικὸ κτίριο, ἕνα
παλιὸ ἐργοστάσιο πάγου, καὶ τὰ ταπεινὰ σπιτάκια γύρω της. Ἐκεῖ,
νωρὶς τὸ καλοκαιράκι, ἀγοράζαμε ντομάτες, καστραβέτσια κι ἄλλα
ζαρζαβατικὰ ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ κάτοικοι, ὅταν αὐτὰ ἐξαφανίστηκαν
ἀπὸ τὴν ἀγορά. Μέσα σὲ τριάντα χρόνια ὅλα εἶχαν ἀλλάξει. Τώρα γύρω
ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχαν χτιστεῖ καλαίσθητα μεσοαστικὰ σπίτια στὸ παραδοσιακὸ
στὶλ τῆς Τρανσυλβανίας. Στὸ βάθος ὑπῆρχαν καὶ μερικὲς κομψὲς πολυκατοικίες.
Εἶχα ἀγοράσει κάποια βιβλία
τοῦ ποιητῆ Μαρὶν Σορέσκου ἀπὸ τὸ παλαιοπωλεῖο «Σώκρατες», ποὺ
βρισκόταν στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ «Μόλ». Ἄφησα τὶς ἐφημερίδες κι ἄρχισα
νὰ ξεφυλλίζω τὶς καλαίσθητες ἐκδόσεις τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Ὑποψιαζόμουν
πὼς ὁ Μαρὶν Σορέσκου δὲν ἄφηνε τὴν ἐπιμέλεια τῶν βιβλίων του σὲ ἄλλους.
Σκεφτόμουν πὼς αὐτὲς οἱ ἄρτιες, ἀπὸ πλευρᾶς ἀρχιτεκτονικῆς, ἐκδόσεις
τῶν βιβλίων του δὲν ἦταν, προφανῶς, ἁπλὰ καὶ μονὸ ἐκδόσεις φροντισμένες
ἀπὸ ἕναν εὐφάνταστο ἐπιμελητή, ὁ ὁποῖος ἀναγραφόταν στὴν ἐξαιρετικὴ
ταυτότητα τῶν βιβλίων. Κι αὐτὸ γιατὶ τὰ βιβλία ποὺ εἶχα ἀγοράσει
ἦταν τρία καὶ τὸ καθένα εἶχε ἐκδοθεῖ ἀπὸ διαφορετικὸ ἐκδοτικὸ
οἶκο! Ἀλλὰ καὶ τὰ τρία ἔμοιαζαν καταπληκτικὰ μεταξύ τους ἀπὸ
πλευρᾶς αἰσθητικῆς.
Ξαναπῆρα στὰ χέρια μου τὴν ἐφημερίδα
Ἀντεβάρουλ
(Ἡ Ἀλήθεια).
Αἴφνης ἡ ματιά μου ἔπεσε σὲ ἕνα ἄρθρο ποὺ ξεκινοῦσε μὲ μιὰ ἄγνωστη
λέξη. «Grofii unguruii primesc inapoi misiile.» [«Οἱ Οὖγγροι γαιοκτήμονες
παίρνουν πίσω τὶς περιουσίες τους.»] Διαβάζοντάς το, κατάλαβα ὅτι
μιλοῦσε γιὰ τοὺς Οὔγγρους εὐγενεῖς ποὺ εἶχαν χάσει τὶς περιουσίες
τους τὸ 1945-48. Διάβασα μονορούφι τὸ κείμενο. Ἀναφερόταν στοὺς
εὐγενεῖς ἐκείνους ποὺ θεωρήθηκε ὅτι συνεργάστηκαν, κατὰ τὴ διάρκεια
τοῦ πολέμου, μὲ τὰ γερμανικὰ καὶ οὐγγρικὰ στρατεύματα κατοχῆς τῆς
Τρανσυλβανίας. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια μιλοῦσε καὶ γιὰ τὶς μεγάλες ρουμανικὲς
οἰκογένειες, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκεῖνες μὲ φαναριώτικη καταγωγή.
Ὀνόματα γνωστὰ καὶ οἰκεία ἀπὸ τὴ δική μας Ἱστορία περνοῦσαν
μπροστά μου: Καντακουζηνός, Γκίκας, Σοῦτσος, Στούρτζας, Μαυρογένης...
Ὅλοι αὐτοὶ κέρδιζαν τὶς ἀγωγὲς ποὺ εἶχαν κάνει ἐναντίον τοῦ ρουμανικοῦ
κράτους κι ἔπαιρναν πίσω παλάτια, οἰκήματα γενικῶς, τεράστιες
ἐκτάσεις γῆς, δάση, ἀγρούς... Ἕνας ἐξ αὐτῶν πῆρε πίσω ἕνα ὁλόκληρο
χωριό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ σχολεῖο του.
Τὸ θέμα μὲ εἶχε καθηλώσει.
Παρήγγειλα καὶ δεύτερο ἐσπρέσο. Θυμήθηκα μίαν ἱστορία ποὺ εἶχα
ἀκούσει τριάντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν Φέρι Μπάτσι(1), τὸν καλοκάγαθο
γέροντα φωτογράφο ποὺ ἔμενε στὴν ὁδὸ Χαζντέου 16(2), στὴν παλιὰ
μονοκατοικία κάτω ἀπὸ τὴ φοιτητικὴ ἑστία. Ἦταν ἡ ἱστορία τοῦ
Μίκλος Ὄλμασι, τοῦ ἰδιοκτήτη μιᾶς ἀρωματοποιΐας στὸ Κλοὺζ(3).
«Ὁ Μίκλος Ὄλμασι, ἀγαπητέ»,
ἔλεγε ὁ Φέρι Μπάτσι, «εἶχε μιὰ μικρὴ ἀρωματοποιΐα στὸ Γκεοργκένι(4),
λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ παλιὸ παγοποιεῖο, ἐνῶ στὴν Πλατεία Ἴστβαν
Ζέτσενυι(5) διατηροῦσε ἕνα ἀρωματοπωλεῖο, στὸ ὁποῖο ἐξέθετε
καὶ πωλοῦσε τὰ προϊόντα του. Πάνω ἀπὸ τὸ ἀρωματοπωλεῖο ἦταν τὸ
σπίτι του. Κατοικοῦσε ἐκεῖ μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὶς δύο ὄμορφες κόρες
του. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ παλιὲς στὸ Κλοὺζ καί, παρότι
δὲν εἶχε μεγάλους τίτλους εὐγενείας, ἦταν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
τῆς πόλης σεβαστός, γιατὶ ἔκανε μὲ συνέπεια αὐτὸ ποὺ εἶχαν ξεκινήσει
οἱ προγονοί του ἀπὸ αἰῶνες.
»Μὲ τὸν νόμο 119 τῆς 11ης Ἰουνίου
1948 γιὰ τὶς ἐθνικοποιήσεις, αὐτὸς ὁ ἥσυχος ἄνθρωπος, ποὺ φρόντιζε
νὰ τροφοδοτεῖ μὲ ἀρώματα ὅλες τὶς γυναῖκες τῆς πόλης, ἔπρεπε νὰ
παραδώσει στὸ κράτος τὴν οἰκογενειακή του ἐπιχείρηση. Αὐτὸ δὲν
τοῦ ἄρεσε καθόλου! Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί δουλειὰ θὰ ἔκανε
καὶ πῶς θὰ ζοῦσε ἀποδῶ καὶ στὸ ἑξῆς τὴν οἰκογένειά του... Δὲν ἦταν
νέος, βάδιζε στὸ 65ο ἔτος τῆς ἡλικίας του.
»Τὸν ἐκνευρισμό του ἐπέτεινε
ἡ ἔλλειψη ψυχραιμίας τῆς συζύγου του ἡ ὁποία, καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὴν
ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου, ὅταν στὴν ἀγορὰ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐξαφανίζονται
τὰ τρόφιμα, τοῦ δημιουργοῦσε προβλήματα λὲς κι ἔφταιγε αὐτὸς γιὰ
ὅλα: γιὰ τὸν πόλεμο, τοὺς βομβαρδισμοὺς ποὺ εἶχαν γίνει πολὺ κοντὰ
στὸ σπίτι τους, τὶς διακοπὲς τοῦ ἠλεκτρικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ ἀερίου,
τὴν ἔλλειψη τροφίμων, γιὰ ὅλα...
»Ὁ Μίκλος Ὄλμασι ἀναζητοῦσε
διαρκῶς πληροφορίες ἀπὸ τοὺς ἐπίσημους φορεῖς, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσε
χάος. Οἱ "ἐπίσημοι" ἄλλαζαν σχεδὸν κάθε μέρα. Κανεὶς δὲν
ἤξερε νὰ τοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνει. Τὰ περιουσιακὰ
στοιχεῖα ὅλων των ἑταιρειῶν περνοῦσαν στὸ κράτος! ὅπως καὶ τὰ χρήματα
ποὺ αὐτὲς εἶχαν ὡς καταθέσεις στὶς τράπεζες. Ἔτσι, περίμενε ἄπρακτος
ἀκολουθώντας τὴ μοίρα του. Ὁ Μίκλος Ὄλμασι ποτὲ δὲν εἶχε ἀσχοληθεῖ
μὲ τὴν πολιτική. Πάντοτε κοίταζε τὴ δουλειά του καὶ τὸ χόμπι του:
τὴ φωτογραφία! Ἦταν κάτοχος μιᾶς φωτογραφικῆς μηχανῆς Leice
O-Serie! Ἐμεῖς οἱ ἐπαγγελματίες τὸν ζηλεύαμε... Μαζί του, παιδί
μου, ἐγώ, ποὺ ἤμουν ἕνας ταπεινὸς νεαρὸς φωτογράφος, εἶχα φωτογραφίσει
γυμνὲς τὶς 25 πιὸ ὄμορφες γυναῖκες τοῦ Κλούζ, τὸ 1939. Ἕνα χρόνο πρὶν
ἀπὸ τὸν πόλεμο. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ μηχανή...
»Ἡ μικρὴ βιοτεχνία του ὑπολειτουργοῦσε
ὅταν τὸν Αὔγουστο τοῦ 1948 ἐμφανίστηκε στὴν εἴσοδό της ἡ Κρατικὴ
Ἐπιτροπὴ ποὺ θὰ ἀναλάμβανε τὴ διαχείρισή της. Χωρὶς περιστροφὲς
τοῦ ἔδωσαν νὰ ὑπογράψει κάτι χαρτιά, τοῦ ζήτησαν τὰ κλειδιὰ ὅλων
των χώρων τῆς παραγωγῆς καὶ τῶν γραφείων καὶ τοῦ δήλωσαν ὅτι μπορεῖ
καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιήσει ἡ πατρίδα ἂν δεχτεῖ νὰ συνεργαστεῖ.
»Ὁ Μίκλος Ὄλμασι κούνησε καταφατικά
το κεφάλι, ὑπονοώντας πὼς κατάλαβε καὶ κατόπιν ζήτησε ἀπὸ τὸν
ὁδηγό του νὰ τὸν μεταφέρει στὸ σπίτι. Ὅταν ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ αὐτό,
τοῦ εἶπε:
»— Τὸ ἀπόγευμα κατὰ τὶς πέντε,
ἔλα πάλι, νὰ μὲ πᾶς πίσω νὰ πάρω τὰ πράγματά μου...
»— Μάλιστα, Κύριε, εἶπε ὁ ὁδηγός.
Στὴ γυναίκα καὶ στὶς κόρες του
δὲν ἀνέφερε τὸ παραμικρό. Κλείστηκε στὸ δωμάτιό του λέγοντας νὰ
μὴν τὸν ἐνοχλήσει κανείς. Κάθισε στὸ γραφεῖο του καὶ ἔγραψε δύο ἐπιστολές.
Μία πρὸς τὴ σύζυγό του καὶ μία πρὸς τὶς θυγατέρες του. Ὕστερα ἄνοιξε
τὸ βαρὺ ξυλόγλυπτο ἐντοιχισμένο ντουλάπι, πῆρε ἕναν χοντρὸ φάκελο
καὶ κάθισε ἐπὶ ὧρες μπροστά του, μελετώντας καὶ γράφοντας. Ἐναπόθεσε
τὶς ἐπιστολὲς πάνω στὸ πρὲς παπιὲ καὶ κατόπιν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι
του κοιτάζοντας τὸ ταβάνι. Ἔμεινε ἔτσι ἀκίνητος ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ
ἀντελήφθη ὅτι σὲ λίγο θὰ ἐρχόταν ὁ ὁδηγός του γιὰ νὰ τὸν πάρει.
Σηκώθηκε καὶ ἑτοιμάστηκε βιαστικά.»
Ὁ Φέρι Μπάτσι, ποὺ καθόταν
πλάι στὸ παράθυρο ὅση ὥρα μιλοῦσε, ἔστρεψε δακρυσμένος τὸ κεφάλι
του στὸν λασπωμένο δρόμο.
«Ἔχ, τί χρόνια κι αὐτά... Κανεὶς
δὲν ἤξερε τί θὰ ξημερώσει...»
Ἤπιε δυὸ γουλιὲς καφὲ κι ὕστερα
ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς συζύγου του ἀπὸ τὴν κουζίνα:
«Τί κάνεις ἐκεῖ μὲ τὸν Ἕλληνα;
Ὅλο γιὰ τὶς πόρνες ποὺ γύριζες στὰ νιάτα σου τοῦ λές;»
«Ὁ ζόνιατ πίτσαγιο»(6), ψιθύρισε
σχεδὸν μέσα ἀπ’ τὰ χείλη του ὁ Φέρι Μπάτσι καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸ
μέρος μου συνέχισε: «Στὶς πέντε ἡ ὥρα ὁ ὁδηγὸς του ἦταν κάτω ἀπὸ
τὸ σπίτι. Ὁ Μίκλος Ὄλμασι κατέβηκε ἀπὸ τὴ σκάλα στὴν ὥρα του. Ἔκανε
τὸν γύρο τοῦ αὐτοκινήτου, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ κάθισε στὸ μπροστινὸ
κάθισμα.
»— Πᾶμε, παιδί μου, εἶπε, δὲν
θὰ σὲ καθυστερήσω... Ἐγὼ θὰ μείνω στὸ ἐργοστάσιο, ἐσὺ μπορεῖς νὰ
ἀποχωρήσει γιὰ σήμερα.
»— Μάλιστα, Κύριε, ἀπάντησε
ὁ ὁδηγός.
» Ὅταν ἔφτασαν στὸ ἐργοστάσιο,
μὲ ἔκπληξη εἶδαν μιὰ τεράστια ταμπέλα μὲ κόκκινα γράμματα στὴν
πρόσοψη. Ἐπικάλυπτε τὴν ἐπωνυμία ποὺ εἶχε μέχρι τὸ μεσημέρι
τὸ μικρὸ ἐργοστάσιο. Ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ἡ ἐπιγραφὴ “Ὄλμασι, Ἀρωματοποιΐα",
τώρα ἔγραφε: "Ἐργοστάσιο Ἀρωματοποιΐας: Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός".
»Ὁ Μίκλος Ὄλμασι εὐχαρίστησε
τὸν ὁδηγὸ καὶ τοῦ εἶπε:
»— Πήγαινε, παιδί μου, δὲν σὲ
χρειάζομαι ἄλλο. «Ὕστερα, βάδισε πρὸς τὴν εἴσοδο. Δὲν ἤθελε νὰ
κοιτάξει καθόλου πρὸς τὴν πρόσοψη. Τὸν ἐνοχλοῦσε πολὺ ποὺ δὲν ὑπῆρχε
τὸ ὄνομα τῆς οἰκογένειάς του ἐκεῖ. Ξεκλείδωσε τὴν πόρτα, μπῆκε
μέσα στὸν χῶρο παραγωγῆς καὶ ξανακλείδωσε πίσω του.
»Ξέχασα νὰ σοῦ πῶ πὼς ἦταν
σπουδαῖος χημικός. Εἶχε σπουδάσει στὴ Βιέννη. Ἀριστοῦχος! Ὁ ἴδιος
ὁ Φραγκίσκος Ἰωσὴφ Α’ τοῦ ἔδωσε τὸ δίπλωμα καὶ ἕνα χρυσὸ δαχτυλίδι
μὲ τὸ μονόγραμμά του...
»Μπῆκε λοιπὸν μέσα καὶ πῆγε
κατευθείαν ἐκεῖ ποὺ βρίσκονταν τὰ ντεπόζιτα μὲ τὶς πρῶτες ὕλες.
Πῆρε δύο μπιτόνια γεμάτα βενζίνη καὶ ἄρχισε νὰ τὴ χύνει στὸν χῶρο.
Κυρίως ἐκεῖ ὅπου βρίσκονταν οἱ δεξαμενὲς μὲ τὸ ὑγρὸ ἀπόσταγμα
τῆς ρητίνης. Κατόπιν ἔβαλε φωτιά. Μιὰ τεράστια μπλὲ φλόγα ἄρχισε
νὰ τρέχει στὸ πάτωμα ἀρχικά, ὕστερα ὑψώθηκε στὸν οὐρανό, τὴν ὥρα
ποὺ σουρούπωνε, κι ἕνας δαιμονικὸς θόρυβος διαπέρασε τὴν πόλη
ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ πρὸς τὴ Δύση. Μετά, ἦλθε μιὰ μυρωδιὰ ἀμμωνίας
καὶ ἐπικάθισε γιὰ μέρες πάνω της. Ἡ μικρὴ βιοτεχνία, "Ὁ Κόκκινος
Ἀρωματοποιός", ἔγινε στάχτες κι ὁ Μίκλος Ὄλμασι, ἕνας ἥσυχος
ἄνθρωπος, ποὺ τὸ ἐπώνυμό του ἦταν γνωστὸ ἐπὶ αἰῶνες στὴν πόλη, δὲν
βρέθηκε ποτὲ ὅταν οἱ πυροσβέστες κατάφεραν νὰ σβήσουν τὴ φωτιά...»
Ὁ Φέρι Μπάτσι, συγκινημένος,
κάρφωσε τὸ βλέμμα του στὸν δρόμο καὶ σιώπησε. Ἔξω εἶχε πέσει σκοτάδι
κι ἐγὼ κατάλαβα πὼς ἔπρεπε νὰ φύγω.
Σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ κοίταξα
τὰ γαλήνια νερὰ τῆς λίμνης. Τὸν καταγάλανο οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τὶς ὄμορφες
στέγες τῶν σπιτιῶν καὶ σκέφτηκα πῶς ἀλλάζουν τὰ πράγματα ξαφνικὰ
στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ἡ μοίρα τους ἀλλάζει χωρὶς τὴ θέλησή τους.
Μάζεψα τὰ βιβλία καὶ τὶς ἐφημερίδες ποὺ εἶχα ἁπλώσει γύρω καὶ
κατέβηκα στὸ ρεστορὰν «Τὸ Χάνι τῶν Δράκων». Ἐκεῖ μὲ περίμενε ὁ
φίλος μου ὁ Ὀβίντιου, νὰ μοῦ κάνει τὸ τραπέζι.
(1) Φέρι Μπάτσι : Μπάρμπα-Φέρι [Σημ.
τοῦ Συγγραφέα]
(2) ὁδὸς Χαζντέου : (ἀφιερωμένη
στὸν λόγιο Μπογκντὰν Πετριτσέικου Χαζντέου (1838-1907): ὁ δρόμος
ποὺ κατὰ πλάτος του ἐκτείνονταν τὰ κτίρια τῶν φοιτητικῶν ἑστιῶν
τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κλούζ. [Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
(3) Κλούζ : ἡ πόλη Κλοὺζ Νάποκα τῆς Ρουμανίας,
τὴν ὁποία οἱ Οὖγγροι ἀποκαλοῦν Κόλοζβαρ. [Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
(4) Γκεοργκένι : συνοικία τοῦ Κλούζ,
ἡ ὁποία δημιουργήθηκε τὴ δεκαετία τοῦ 1960 καὶ κατὰ τὰ ἔτη τῶν
φοιτητικῶν μου σπουδῶν (1978-1983). [Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
(5) Πλατεία Ἴστβαν Ζέτσενυι : Ἡ Πλατεία
Μιχάι Βιτεάζουλ (Μιχαὴλ τοῦ Γενναίου). [Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
(6) Ὄ ζόνιατ πίτσαγιο : ρουμανικὴ
βρισιά, ἀντίστοιχη μὲ τὴν ἑλληνική: τῆς μάνας σου. [Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
Πηγή: Στὰ
χρόνια τοῦ κόκκινου Κόμη (Ἱστορίες, ἐκδ. Καστανιώτης,
2022).
Ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε
τὸ 1954 στὴ Νεμούτα Ἠλείας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπατρίστηκε τὸ 1958 ἀκολουθώντας
τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε Ἱστορία καὶ Φιλοσοφία
στὸ Πανεπιστήμιο Μπάμπες Μπόγιαϊ στὴν πόλη Κλοὺζ Ναπόκα τῆς Ρουμανίας
καὶ εἶναι ἀπόφοιτός του Ἱστορικοῦ-Ἀρχαιολογικοῦ Τμήματος τοῦ
ΕΚΠΑ. Ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος σὲ ἐκδοτικοὺς οἴκους καὶ ὡς φιλόλογος
στὴν ἰδιωτικὴ ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογὲς
Ὁμίχλη πέτρινη
(Ἠριδανός, 1986), Σκυθικὲς
ἐρημίες (Κολωνός, 1996), Σιγὴ ἀσυρμάτου (Κολωνός, 2005), Μνήμη σπόρου καλή
(Ὀροπέδιο, 2010) καὶ Τὸ
φράγμα τῆς μνήμης (Ὀροπέδιο, 2017), καθὼς καὶ τὴ συλλογὴ
διηγημάτων Ὁ θάνατος
τοῦ ἀστρίτη καὶ ἄλλες ἱστορίες (Κίχλη, 2018), γιὰ τὴν ὁποία
ἔλαβε τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος τὸ 2019. Ποιήματα καὶ διηγήματά
του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἑλληνικὰ καὶ ξένα περιοδικά. Ἀπὸ τὸ
2006 ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου