ΕΝΩ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ στὴν πόλη, ντάλα μεσημέρι,
καὶ κοιτοῦσε τὰ κατάλευκα ἀκρογιάλια μὲ τὰ ξαπλωμένα ἡλιοκαμένα
σώματα τῶν παραθεριστῶν στὴν ἀμμουδιά, σταμάτησε νὰ πάρει μιὰ ἀνάσα
στὸν ἴσκιο ἑνὸς πεύκου, ἀκούμπησε στὸν κορμὸ του χαμένος στὶς πευκοβελόνες
ποὺ θρόιζαν ἀπὸ τὸν μαΐστρο. Ὁ ἥλιος εἶχε θολώσει τὸ βλέμμα του καὶ
ἡ θάλασσα ἔβραζε καὶ ἄχνιζε σὰν θεόρατο καζάνι. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔριξε
τὸ βλέμμα του καὶ διέκρινε ἀπέναντι στὴν κολόνα τοῦ ἠλεκτρικοῦ
ρεύματος μιὰ κίτρινη εἰδοποίηση ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΜΑΛΛΙΑ καὶ ἀμέσως ἄφησε
τὴ θάλασσα καὶ σκεπτότανε γιὰ αὐτὴ τὴν πρωτότυπη εἰδοποίηση ποὺ
δὲν εἶχε δεῖ καὶ ἀκούσει ἄλλη φορὰ τέτοια στὴ ζωή του, νὰ ὑπάρχει
καὶ πώληση μαλλιῶν στὴν ἀγορὰ τοῦ κόσμου. Ἦταν μιὰ μακάβρια εἰδοποίηση
καὶ δὲν τὸ πίστευε ἕνα τέτοιο ἐμπόρευμα. Κι ἄς ἦταν ἀληθινὸ καὶ
γραμμένο μὲ κεφαλαία καὶ ξεκάθαρα γράμματα. Εἶχε διαβάσει μιὰ
τρομαχτικὴ ἱστορία μὲ τὰ μαλλιὰ ποὺ ’χε σχέση μὲ τὴν ἀδερφὴ τοῦ Ἀλῆ,
τὴ Χαϊνίτσα. Ὅταν τὸ πελέκι της εἶχε πέσει πάνω στὸ Γαρδίκι, ἔβαλε
μπροστὰ τὶς γυναῖκες κοπάδι καὶ μαζὶ μὲ τοὺς βιασμοὺς τῶν στρατιωτῶν,
ἔκοψε τὰ μαλλιὰ καὶ τὶς ἄφησε κουρεμένες καὶ γέμισε μὲ τὰ κομμένα
μαλλιὰ τους τὰ στρώματα καὶ τὰ μαξιλάρια καὶ κοιμόταν ἀνακουφισμένη
ἡ φόνισσα πάνω στὰ γεμάτα στρώματα καὶ μαξιλάρια μὲ τὰ κομμένα γυναικεῖα
μαλλιά τους. Πῆρε τὸ τηλέφωνο καὶ τὴ διεύθυνση καὶ γυρίζοντας σπίτι
πέρασε κάτω ἀπὸ τὸ γραμμένο στὴν εἰδοποίηση καὶ σταμάτησε διστακτικὰ
στὴν ἐξώπορτα τῆς πολυκατοικίας. Τί νὰ ’κανε, νὰ χτυποῦσε καὶ νὰ
’μπαινε μέσα ἢ νὰ μὴ χτυποῦσε τέτοια ὥρα, στὸ καταμεσήμερο τοῦ Ἰούλη
ποὺ τὰ πάντα ἔκαιγαν κι ἄχνιζε ἡ ἄσφαλτος κι οἱ πέτρες. Ἔφυγε κι ὅταν
ἔφτασε σπίτι του ἄνοιξε τὰ βιβλία νὰ διαβάσει καὶ μιὰ φορὰ τὶς ἀπάνθρωπες
μακάβριες πράξεις μὲ τὰ κουρεμένα κεφάλια καὶ τὰ κομμένα μαλλιὰ τῶν
γυναικὼν ποὺ τὸν ἔκαναν νὰ περάσει φοβίες. Ξαπλώθηκε νὰ ξεκουραστεῖ,
ἀλλὰ τοῦ βγαίνανε στὸν ὕπνο του ἐφιάλτες καὶ κατὰ τὸ ἀπόβραδο βγῆκε
στὸ ἀκρογιάλι νὰ πάρει μιὰ ἀνάσα. Σταματοῦσε ὅπου ἔβρισκε κολόνες
καὶ σὲ μιὰ ἄλλη γεμάτη κολλημένες νεκρολογίες, εἶδε πολλὰ γνωστὰ
καὶ ἄγνωστα ὀνόματα γιὰ αὐτὸν ποὺ εἶχε φύγει χρόνια μακριὰ ἀπὸ τούτη
τὴν παραλιακὴ πόλη καὶ ἔψαχνε νὰ φέρει μπροστά του ὅλους αὐτοὺς τοὺς
κολλημένους στὶς νεκρολογίες ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἔβλεπε καὶ δὲν θὰ τοὺς ἄκουγε
πιὰ στὴ ζωή του. Ὅταν γύρισε συλλογισμένος δίχως νὰ τὸν προσέξει
κανένας στοὺς δρόμους ψάχνοντας τὶς νεκρολογίες μὲ τὰ ὅσα εἶδε καὶ
διάβασε στὶς κολόνες τῆς πόλης, σκέφτηκε καὶ προβληματίστηκε γιὰ
τὸ διάβα τῆς ζωῆς κάνοντας σχετικὲς προβλέψεις γιὰ τὴν πόλη του ποὺ
κάποια μέρα θὰ εἶναι ξένος καὶ δὲν θὰ τὸν γνωρίζει κανένας κι ἄλλοι,
ἐρχόμενοι, θὰ εἶναι οἱ κύριοί της. Πάτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ σταθεροῦ
ποὺ ’χε πάρει στὴν εἰδοποίηση καὶ περίμενε στὸ ἀκουστικὸ ποὺ βούιζε
μὴν τὸ σηκώσει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ κανεὶς δὲν ἀπαντοῦσε.
Μιὰ φωνὴ σβησμένη ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ βαθιά τοῦ ζήτησε νὰ μάθει ποιὸς
ἦταν τέτοια ὥρα. Αὐτὸς τοῦ εἶπε τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ ἐξήγησε ὅτι
τὸ σταθερό του τηλέφωνο τὸ βρῆκε στὴν εἰδοποίηση καὶ ἤθελε νὰ μάθει
ἂν βρέθηκαν μαλλιὰ ἢ ὄχι. Ἄχ, τὰ μαλλιά, εἶπε ὁ ἄλλος. Πάει καιρὸς
ποὺ βάλαμε εἰδοποίηση καὶ ξεχάστηκε στὴν κολόνα. Τί ἀξία ἔχει
πιὰ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ μαλλιά, κύριέ μου, ἀφοῦ τελείωσαν τὰ πάντα γιὰ
μένα; Τί μᾶς χρειάζονται πιὰ τὰ μαλλιά, ἀφοῦ ἡ γυναίκα μου ἔφυγε, τῆς
βγάλαμε καὶ τὰ χρόνια; Ἔβαλα τὴν εἰδοποίηση μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ
νὰ ἀγόραζα τὰ καλύτερα μαλλιὰ τοῦ κόσμου ὅσο καὶ νὰ πουλιόνταν. Θὰ
τὰ ’δινα ὅλα, φτάνει νὰ περνοῦσε καλὰ νὰ τὴν κάλυπτε νὰ μὴν τῆς φαινότανε
τὸ ἄδειο κεφάλι ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες χημειοθεραπεῖες. Ἐσὺ πουλᾶς
τὰ μαλλιά; Θὰ τὰ ἀγόραζα ὅσα κι ὅσα ἂν δὲν μοῦ ’φευγε κακὴν κακῶς ἡ
γυναίκα. Μολαταύτα, ἀφοῦ πῆρες τὸν κόπο καὶ ἐνδιαφέρθηκες, πές
μου, πόσο τὰ πουλᾶς τὰ μαλλιά, νὰ τ’ ἀγοράσω; Στὴν καρκινικὴ μαζὶ μὲ
τὴ γυναίκα μου ἦταν τόσες καὶ τόσες ἄλλες κυρίες, μάλιστα κι ἡ καλύτερη
φίλη της. Πιστεύω κάπου θὰ πιάσουν τόπο τὰ μαλλιά. Κάμε καλὸ καὶ ρίξ’
το στὸν γιαλό. Θὰ τὰ πληρώσω μόνος μου σὰν νὰ τ’ ἀγόραζα γιὰ τὴ γυναίκα
μου. Ἄς κάνομε κι ἕνα καλὸ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἐσύ, ποῦθε τα ’χεις τὰ μαλλιά; Ποῦ τὰ ’βρες καὶ βγῆκες νὰ τὰ πουλήσεις;
Ποῦ τὰ προμηθεύτηκες; Τώρα εἶναι ἀργὰ γιὰ τὴ γυναίκα μου ποὺ ἔφυγε
καὶ ἀγαλλιάζει στὸ κοιμητήριο στὸν Λειμώνα; Μήπως εἶναι ἀπὸ πεθαμένη
κι εἶσαι νεκροθάφτης; Συγγνώμη, του ’πε ὁ παλιὸς παραθεριστὴς κάτοικος
ποὺ εἶχε γυρίσει στὴν παραθαλάσσια γενέθλια πόλη του, ἐγὼ οὔτε ἔχω
κι οὔτε πουλάω μαλλιά. Ἀπὸ ἐνδιαφέρον τηλεφώνησα νὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι
δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀγοράζατε ἀληθινὰ μαλλιὰ ἀφοῦ ὑπάρχουν περοῦκες
γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ τοὺς πέφτουν ἀπὸ τὶς χημειοθεραπεῖες. Ἔμαθε
τὸ ὄνομά της καὶ τὴν αὐριανή, γυροφέρνοντας καὶ ψάχνοντας στὶς κολόνες
μὲ τὶς νεκρολογίες τῆς πόλης, βρῆκε τὴ φωτογραφία τῆς νιότης της
μὲ τὰ ὡραῖα σγουρὰ μαλλιά της καὶ ἀνηφορίζοντας σταμάτησε στὴν ἄλλη
κολόνα καὶ ἔσκισε σὰν ἀγριόγατος γρατζουνίζοντας τὴν ξεθωριασμένη
εἰδοποίηση καὶ τὴν πέταξε στὴ θάλασσα. Γιατί σχίζεις τὸ εἰδοποιητήριο
καὶ τὸ πετᾶς πεισμωμένος στὴ θάλασσα, τοῦ ’πε ἕνας περαστικός, ἀφοῦ
χρειάζονται μαλλιὰ γιὰ τὶς καρκινοπαθεῖς γυναῖκες; Μαζεύονται, ἐπεξεργάζονται
σὲ ἐργοστάσια καὶ γίνονται περοῦκες; Μακάρι νὰ μὴ σοῦ χρειαστοῦνε
ἀλλὰ τῆς δικῆς μου τῆς τὰ γκρέμισαν οἱ χημειοθεραπεῖες κι ἔβαλε
περοῦκες.
Ἅγιοι Σαράντα, 07.07.2021
Πηγή: Θυμάρια
των βορριάδων (Νίκας, 2022)
Νίκος Κατσαλίδας (Ἄνω Λεσινίτσα Θεολόγος
Ἁγίων Σαράντα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε φιλολογία. Ποιητής,
πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος μὲ πολλὲς τιμητικὲς διακρίσεις
καὶ βραβεῖα. Ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται σὲ Ἀνθολογίες στὰ
ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ἰταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά,
ἱσπανικά, ἐνῶ ὁ ἴδιος μετέφρασε σαράντα πέντε Ἕλληνες ποιητὲς
καὶ πεζογράφους στὴν Ἀλβανικὴ γλώσσα. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς
τῆς Δημοκρατικῆς Ἕνωσης τῆς Ἐθνικῆς Ἑλληνικῆς Μειονότητας «Ὁμόνοια».
Κατὰ τὸ 2001-2002, χρημάτισε ὑπουργὸς Ἐπικρατείας (παρὰ τῷ πρωθυπουργῶ)
γιὰ τὰ Ἀνθρώπινα Δικαιώματα στὴν Ἀλβανία. Κατὰ τὸ 2004-2008 διετέλεσε
διπλωμάτης, Μορφωτικὸς Σύμβουλος στὴν Ἀλβανικὴ Πρεσβεία στὴν Ἀθήνα.
Τὸ 2001 ἀπέσπασε τὸ βαλκανικὸ βραβεῖο «Αἷμος», στὴ Σόφια, γιὰ τὴν
ποιητικὴ συλλογὴ «Τὰ ἑκατὸ ἑκατόφυλλά τῆς Πούλιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀπονεμήθηκε
ἡ «Ἀσημένια πένα» ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ τῆς Ἀλβανίας γιὰ
τὴ μετάφραση τῆς ποίησης τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Τὸ 2012, παρασημοφορήθηκε
ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τῆς Ἀλβανικῆς Δημοκρατίας μὲ τὸ ἀνώτατο μετάλλιο
τῆς τάξης τῶν γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης». Ὁ Νίκος Κατσαλίδας
εἶναι τακτικὸ μέλος τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου