ΑΛΙ ΚΟΙΜΑΤΑΙ, ἄρχισε νὰ μουρμουρίζει ἡ Βαλεντίνα
μέσα ἀπὸ τὰ δόντια της, ὅταν τὸν εἶδε πάλι στὸν καναπὲ μὲ τὸ βιβλίο
πεσμένο στὰ μοῦτρα.
Τί θὰ ἀπογίνω;
Δὲν θέλω ἄλλο...
Θέλω νὰ φύγω...
Πῶς θὰ φύγω...
Καὶ ποῦ νὰ πάω...
Οἱ σκέψεις τὴ χτυποῦσαν
μὲ ὁρμὴ πυραύλων καὶ τὸ μυαλὸ της ἄρχισε νὰ πονάει κυριολεκτικά.
Σὰν νὰ ἔνιωθε τὸν ἐγκέφαλό της νὰ κινεῖται μέσα στὸ κεφάλι της καὶ
νὰ χτυπάει στὰ τοιχώματα τοῦ κρανίου της, ὅπως κάθε φορὰ ποὺ ἀντίκριζε
τὸ θέαμα ἐκείνου ποὺ ἄλλοτε θαύμαζε νὰ κοιμᾶται χαμένος μέσα στὶς
ἴδιες λέξεις μὲ τὸ χέρι πεσμένο στὸ πάτωμα.
Τουλάχιστον, κάποτε μάθαινε
καὶ κάτι καὶ γυρνοῦσα καὶ μοῦ τὸ ἔλεγε...
Τώρα...
Στὴν ἴδια σελίδα πάντα...
Στὸ ἴδιο ἔργο θεατές...
Καὶ πῆγε πρὸς τὴν
κουζίνα νὰ ἀδειάσει τὰ ψώνια. Στὸ κρασὶ κοντοστάθηκε καὶ χάιδεψε
λίγο τὸν λαιμὸ τοῦ μπουκαλιοῦ σὰν νὰ ἦταν ἐκεῖνος.
Λίγα δευτερόλεπτα
ἀκόμα καὶ τὸ ἅρπαξε, ἀφήνοντας ἀκόμα καὶ τὰ γιαούρτια ἐκτὸς ψυγείου,
κι ἀνέβηκε τὶς σκάλες πρὸς τὴν ταράτσα. Ἐκεῖ εἶχαν στήσει ἕνα ἐρασιτεχνικὸ
τηλεσκόπιο γιὰ νὰ ἀναζητοῦν μαζὶ τὴν ὕπαρξη ζωῆς, ὅπως ἔλεγαν χαμογελώντας.
Τοὺς πῆρε καιρὸ αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση, ὥσπου ἐκεῖνος σταμάτησε νὰ ψάχνει
τὴν ὕπαρξη σὲ ὁτιδήποτε. Κι εἶχε μείνει μόνη, ἀραιὰ καὶ ποὺ νὰ ἀνεβαίνει
στὴν ταράτσα καὶ νὰ ἀναζητεῖ στὴν Ἀφροδίτη τὴ γέννηση ζωῆς ἢ στὸν Ἄρη
τὴν ὕπαρξη μιᾶς μάχης γιὰ ζωὴ ἔστω.
Καὶ τώρα ἦταν πάλι
ἐκεῖ μὲ τὸ κρασί της καὶ ἕνα ποτήρι γεμάτο. Τὸ κατέβασε ὅλο προτοῦ
κοιτάξει καὶ ἔνιωσε καὶ πάλι τὸν ἐγκέφαλό της νὰ πάλλεται. Γιὰ ἄλλο
λόγο τώρα.
Κοίταξε μέσα ἀπὸ
τὸ τηλεσκόπιο. Ἡ Μικρὴ Ἄρκτος ἐκεῖ. Ἡ Ἀφροδίτη εἶχε δειλὰ φανεῖ, ἀλλὰ
κανένα σημάδι ἐρωτικῆς πάλης ἀκόμα. Ὁ Κρόνος μὲ τοὺς δακτύλιους
χόρευε χούλα χούπ.
Κάτι εἶναι κι ὁ Κρόνος...
Ὁ Δίας μεγάλος
καὶ βαρύς. Δύσθυμος. Δυσκίνητος. Σὰν τὶς σκέψεις της.
Ἤπιε καὶ δεύτερο
ποτήρι κρασί. Ὁ ἐγκέφαλος ἀναρίγησε αὐτὴ τὴ φορά.
Ἄρχισε νὰ κινεῖ
τὸ τηλεσκόπιο πιὸ γρήγορα δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸν οὐρανὸ σὰν νὰ ἔψαχνε
κάτι.
Τώρα ἔπινε τὸ
κρασὶ ἀπὸ τὸ μπουκάλι. Βαριόταν τὴν κομψότητα τοῦ ποτηριοῦ.
Νὰ ὁ Δίας καὶ πάλι.
Στάσιμος. Σὰν τὴ ζωή της.
Ἀριστερά τοῦ Δία,
τὸ τηλεσκόπιο ἔπιασε κάτι. Ἕνα ἀστέρι, ἕναν πλανήτη. Κάτι.
Ἤπιε μιὰ μεγάλη
γουλιὰ ἀπὸ τὸ μπουκάλι, τίναξε τὸ κεφάλι της καὶ ξανακοίταξε. Κάτι
ἦταν αὐτό.
Μισὴ ὥρα ἀργότερα,
ἀκόμα τὸ παρατηροῦσε. Οὔτε μεγάλωνε οὔτε μίκραινε. Ἦταν ἐκεῖ.
Παιδὶ τοῦ Δία.
Κοίταξε τὸ ρολόι
της. Εἶχε περάσει μιάμιση ὥρα ποὺ εἶχε γυρίσει σπίτι. Θὰ εἶχε ξυπνήσει
ἐκεῖνος καὶ θὰ διάβαζε καὶ πάλι τὴν ἴδια σελίδα. Προτοῦ κοιμηθεῖ
γιὰ βράδυ.
Γύρισε πρὸς τὴν
πόρτα τῆς ταράτσας, μήπως τὸν προλάβει ξύπνιο καὶ ποῦν καμιὰ κουβέντα.
Μετὰ ὅμως εἶδε ὅτι εἶχε ἀφήσει μισὸ ποτήρι κρασὶ ἀπὸ πρίν. Τὸ σήκωσε,
τὸ ἔφερε στὰ χείλη της, τὸ γεύτηκε καὶ κοίταξε μέσα ἀπὸ τὸ τηλεσκόπιο.
Τὸ παιδὶ τοῦ Δία ἦταν ἀκόμα δίπλα του. Ἀκίνητο κι αὐτό. Σὰν τὸν πατέρα
του.
Ἡ Βαλεντίνα ἔστρεψε
τὸ τηλεσκόπιο ἀπότομα μακριά. Σὲ ἕνα σημεῖο κενό, ὅπου ὑπῆρχαν
μόνο ἄστρα πεθαμένα καιρὸ πρὶν καὶ μαῦρος οὐρανός. Τελείωσε τὸ
κρασί, ἄφησε τὸ ποτήρι στὸ πλάι καὶ κόλλησε τὸ μάτι της στὸ κενό. Ἀποφάσισε
νὰ μείνει ἐκεῖ ὡς ἀργά. Κι ἄς ἕλιωναν τὰ γιαούρτια. Κι ἄς ἀναρωτιόταν
ἴσως ἐκεῖνος.
Ἄλλωστε, τί δὲν εἶναι καλύτερο
ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία;
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Μανουσάκης, Βασίλης. (Ἀθήνα,
1972). Ποίηση, διήγημα, μετάφραση. Ἔχει διδακτορικὸ στὴν Ἀμερικανικὴ
ποίηση. Διδάσκει λογοτεχνία καὶ μετάφραση στὸ Hellenic American
College. Βιβλία του: Μιᾶς
σταγόνας χρόνος (ποίηση, 2009), Ἀνθρώπων ὄνειρα (διηγήματα,
2010), Movie
Stills (ποίηση στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα, 2013), Εὔθραυστο ὅριο (ποίηση,
2014). Συμμετεῖχε στὴν ἐπιμέλεια τῶν τριῶν ἀφιερωμάτων τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον γιὰ
τὸ ἑλληνικὸ καὶ τὸ ἀμερικανικὸ μικροδιήγημα/μπονζάι. Ἔχει μεταφράσει
πάνω ἀπὸ 20 λογοτεχνικὰ βιβλία καὶ δεκάδες διηγήματα καὶ ποιήματα.
Ἔχει ἐπιμεληθεῖ λογοτεχνικὰ ἀφιερώματα στὸ ἐξωτερικό, ἐνῶ
μεταφράσεις καὶ ἄρθρα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικὰ τῆς Ἑλλάδας
καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου