Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη : Γονείς και Κηδεμόνες

Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Μέσα στον καθένα μας, παραμένει ο γονέας και ο κηδεμόνας, ο πατέρας, η μάνα, ο μπαμπάς, η μαμά, κάποια αγαπημένη θεία που μας έμαθε ν’ αγαπάμε την ποίηση, κάποιος αγαπημένος θείος που μας δώρισε το πρώτο μας σκάκι ή τον πρώτο στυλογράφο, κι ας κάναμε, στην εφηβεία, απονενοημένες και άγριες και μανιασμένες προσπάθειες ν’ απαλλαχτούμε από τις σκιές και τα ίχνη τους. Όχι, οι γονείς και κηδεμόνες παραμένουν μέσα μας, εντός μας, στοιχειώνουν το είναι μας όταν δημιουργούμε, όταν μαγειρεύουμε, ακόμα κι όταν λέμε ένα λησμονημένο, αλλά ανοξείδωτο εντέλει, χωρατό, όταν κάνουμε ένα καλαμπούρι, όταν το ρίχνουμε με την παρέα στα ανέκδοτα.

«Οι ζωές των γονιών μας, ακόμη και οι περιβεβλημένες την ασημαντότητα, μας παρέχουν την πρώτη, ισχυρή διαβεβαίωση ότι τα γεγονότα στη ζωή έχουν συνέπεια». Ρίτσαρντ Φορντ
Όλβιος όποιος αποδέχτηκε (συνήθως λίγο μετά τα τριάντα, τα τριάντα πέντε) ότι είναι γιος του πατέρα του, ότι ο πατέρας είναι το ογδόντα τοις εκατό της μπάνκας, ότι οι γονείς και κηδεμόνες, ακόμα και οι πιο οδυνηρές αναμνήσεις από τους γονείς και κηδεμόνες είναι πολύτιμες, είναι ο προσωπικός του θησαυρός, είναι τα καύσιμά του στο ταξίδι της ζωής, που είναι μακρύ και μακάριο ύστερα από την αμέριστη αποδοχή γονέων και κηδεμόνων εντός σου. Τότε, και μόνον τότε, αποκτά τη δέουσα ισχύ η φράση του αείμνηστου Τάσου Φαληρέα «Το παιδί είναι ο πατέρας του ανθρώπου», μετάφραση ακριβής του τίτλου ενός άλμπουμ των Blood, Sweat & Tears: Child Is Father to the Man, ένα λαμπρό copy/paste και φόρος τιμής στον στίχο του Worsdworth, από το μακρινό 1802: «The Child is father of the Man». Κάτι που παραπέμπει (άμεσα;) στην απόφανση του Έγελου, από το εξίσου μακρινό 1797: «Das Kind ist die Eltern selbst» (Το παιδί είναι οι γονείς). Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι φορτωμένος τούτο τον Νοέμβριο με τρία πρόσφατα βιβλία που μιλάνε ακριβώς για τους γονείς και για τους κηδεμόνες, για το ότι, όπως με λιτή ακρίβεια το θέτει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Φορντ, «Οι ζωές των γονιών μας, ακόμη και οι περιβεβλημένες την ασημαντότητα, μας παρέχουν την πρώτη, ισχυρή διαβεβαίωση ότι τα γεγονότα στη ζωή έχουν συνέπεια».
Ο Φορντ γράφει φαινομενικά απλά, αλλά διακρίνεις στις σελίδες του το πόσο στοχαστικό και συγγραφικό μόχθο απαιτεί το να περιγράψεις μια καθημερινή στιγμή της ίδιας του της ζωής.
Στο σύντομο, για τα δεδομένα του, βιβλίο Μεταξύ τους, ο Ρίτσαρντ Φορντ (Τζάκσον του Μισσισσιππή, 1944) μιλάει για τον πατέρα του, τον Πάρκερ Φορντ, και τη μητέρα του, την Έντνα Άκιν. Δυο κείμενα που τα χωρίζουν τρεις δεκαετίες, δύο εκ βαθέων εξομολογήσεις που προσπαθούν, και κατορθώνουν, να εξιχνιάσουν το μυστήριο της διάπλασης και της διαμόρφωσης, να ξεδιπλώσουν τη διαλεκτική του χρόνου, τη διαλεκτική παρελθόντος/παρόντος/μέλλοντος, να ψηλαφήσουν το ανάγλυφο κόσμημα της αγάπης. Ο Φορντ γράφει φαινομενικά απλά, αλλά διακρίνεις στις σελίδες του το πόσο στοχαστικό και συγγραφικό μόχθο απαιτεί το να περιγράψεις μια καθημερινή στιγμή της ίδιας του της ζωής – όταν μιλάς για την καθημερινότητα των χαρακτήρων που συλλαμβάνεις με τη φαντασία σου τα πράγματα είναι λιγότερο περίπλοκα, λιγότερο οδυνηρά. Ο Φορντ πιστοποιεί ότι πορευόμαστε εντέλει μόνοι στη ζωή, και ακόμα πιο μόνοι στη λογοτεχνία, αλλά τούτη τη μοναξιά την απαλύνει η θαπλωρή των αναμνήσεων από την παιδική μας ηλικία, το γαϊτανάκι των συγκινητικών στιγμών, κι ας μη μας φαίνονταν συγκινητικές όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, κι ας λαχταρούσαμε να τις αφήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται πίσω μας, να τις ξεπεράσουμε για να κάνουμε τα δικά μας, για να ριχτούμε με τα μούτρα στην περιπέτεια της ζωής, για να ωριμάσουμε. «Οι γονείς μας», γράφει ο Φορντ, «αναλαμβάνουν να μας εξοικειώσουν –έτσι καθώς είμαστε απομονωμένοι μέσα στη δική μας ζωή– με κάτι που δεν είμαστε, σφυρηλατώντας μια από κοινού απομόνωση και ένα χρήσιμο μυστήριο, ώστε ακόμη και μαζί τους είμαστε ταυτόχρονα μόνοι». Αυτή η φράση, ιδίως οι δύο λέξεις «χρήσιμο μυστήριο», δείχνει πόσα και τι είδους πράγματα χρωστάμε στους γονείς και κηδεμόνες.
Θέλει να μην είναι ένας άγνωστος στον γιο του, όπως ήταν ο πατέρας του για τον ίδιο. Θέλει να πάψει η ιστορία να είναι λειψή, θέλει να συμπληρώσει το παζλ των διακεκομμένων γραμμών, θέλει να μιλήσει για εκείνα που αποσιωπήθηκαν και που περιγράφουν με τον πιο εμφατικό τρόπο τη γραμμή που ενώνει πατέρα και γιο.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (Αθήνα, 1963), με το σπαραχτικά ειλικρινές βιβλίο του Ολομόναχος επιζητεί, επίσης, να εξιχνιάσει το «χρήσιμο μυστήριο» που του κληροδότησαν οι γονείς του. Ένα μυστήριο που προέρχεται από ένα καλοφυλαγμένο μυστικό, η αποκάλυψη του οποίου προκάλεσε εκείνο το είδος δριμείας αυτογνωσίας που κάνει έναν συγγραφέα ακόμα πιο βαθύ γνώστη της ανθρώπινης περιπλοκότητας. Μια δεκαετία μετά τον θάνατο του πατέρα του, πενήντα πέντε έτη μετά τη γέννησή του, και καθώς ο γιος του πλησιάζει την έξοδο από την παιδική ηλικία, ο Παναγιωτόπουλος γράφει αυτό το «μπλουζ με σφιγμένα τα δόντια» που είναι η περιπλάνησή μας στο παρελθόν και το άνοιγμα του μπαούλου με τα οικογενειακά μας μυστικά. Θέλει να μην είναι ένας άγνωστος στον γιο του, όπως ήταν ο πατέρας του για τον ίδιο. Θέλει να πάψει η ιστορία να είναι λειψή, θέλει να συμπληρώσει το παζλ των διακεκομμένων γραμμών, θέλει να μιλήσει για εκείνα που αποσιωπήθηκαν και που περιγράφουν με τον πιο εμφατικό τρόπο τη γραμμή που ενώνει πατέρα και γιο, και παππού βεβαίως, «μια γραμμή αίματος, ασφαλώς· μια λεπτή κόκκινη γραμμή που άλλοτε μοιάζει με θηλιά γύρω απ’ τον λαιμό μας, κι άλλοτε πάλι με εκείνο το σχοινί που δένει τα μέλη μιας ορειβατικής ομάδας μεταξύ τους, αλλά και με τη ζωή την ίδια, την ώρα που δοκιμάζουν να βγάλουν από την κορυφή τη γλώσσα τους στον θάνατο». Τι φράση!
Δεν πρόκειται για γλυκερή ή άσφαιρη νοσταλγία, αλλά για πολύτιμη, για λυτρωτική υπενθύμιση, του ότι μας περιέβαλαν άνθρωποι αγαπημένοι, άνθρωποι που μας αγάπησαν και που τους αγαπήσαμε πολύ.
Στα παιδικά του χρόνια, σε γονείς και κηδεμόνες, σε ανθρώπους σκληρούς, ενίοτε τραχείς, επιστρέφει και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (Συκιά Λακωνίας, 1953) και μας δωρίζει το τομίδιο Στ’ αμπέλια. Μιλώντας για τα βιώματά του, μιλάει για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της χώρας μας, για τον τρύγο και τον θερισμό, για τον «ακίνητο κόσμο» της ελληνικής επαρχίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950, για την κακούργα μετανάστευση και για του «λιναριού τα πάθη», για τον κάματο και την ανάπαυλα, για τα πάθη και τις μιζέριες, για τη χαρτοπαιξία και το πιοτό, αλλά και για τα αρμαθερά σύκα και το ξερικό καρπούζι, ουσιαστικά για έναν κόσμο που, όπως λέει, «έχει περάσει ανεπίστροφα, καταποντίστηκε για πάντα». Όπως και ο Ρίτσαρντ Φορντ και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, έτσι και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μιλάει για τη συγκίνηση και την αγάπη. Δεν πρόκειται για γλυκερή ή άσφαιρη νοσταλγία, αλλά για πολύτιμη, για λυτρωτική υπενθύμιση, του ότι μας περιέβαλλαν άνθρωποι αγαπημένοι, άνθρωποι που μας αγάπησαν και που τους αγαπήσαμε πολύ. Το σεντούκι με τα τιμαλφή μας είναι, ευτυχώς, γεμάτο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες αυτών των ανθρώπων. Κι αυτές οι φωτογραφίες μάς θυμίζουν ότι όσα ελάχιστα καταφέραμε τα οφείλουμε (και) σε αυτούς τους ανθρώπους που μας όπλισαν, παρά τις στερήσεις, παρά την υλική ένδεια, «με ένα αίσθημα περηφάνιας και υπεροχής απέναντι σε διάφορους βουτυρόκωλους που τα βρήκαν όλα στρωμένα».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πάρκο» (εκδ. Εστία).

Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Μπορούσαμε ανά πάσα στιγμή να πούμε στον άλλον “Σ᾽ αγαπάω”, για να ξεκαθαρίσουμε τα περίπλοκα πάρε δώσε μας χωρίς χασομέρια. Για μένα αυτό είναι το τέλειο, και από τότε ήταν». Ρίτσαρντ Φορντ, Μεταξύ τους
«Η αγωνία, αρχικά, για τον πατέρα κι ο πόνος, ύστερα, για την απώλεια είχαν σταθεί αφορμή για να αποκαλυφθεί –ζωγραφισμένη στο δέρμα μας, σαν τα τατουάζ που χαράζουν στο σώμα τους οι εραστές, βγάζοντας τη γλώσσα τους στον χρόνο με ανεξίτηλους ζωγραφιστούς όρκους– η βαθιά σχέση που με έδενε με τη μάνα». Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ολομόναχος
«Οι άνθρωποι της ηλικίας μου (γεννήθηκα το 1953), όσοι ειδικότερα γεννηθήκαμε σε κάποιο ελληνικό χωριό, έχουμε ένα τεράστιο πολιτιστικό πλεονέκτημα: γνωρίσαμε […] την ιστορία της ανθρωπότητας από το ησιόδειο άροτρο μέχρι το ταξίδι στο φεγγάρι». Σταύρος Ζουμπουλάκης, Στ’ αμπέλια
ΠΗΓΗ  ΠΟΛΙΤΕΙΑ 

altΜεταξύ τους
Ρίτσαρντ Φορντ
Μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου
Πατάκης 2018
Σελ. 190, τιμή εκδότη €9,90
alt
  

altΟλομόναχος
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Μεταίχμιο 2018
Σελ. 104, τιμή εκδότη €11,00
alt


alt
Στ’ αμπέλια
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Πόλις 2018
Σελ. 96, τιμή εκδότη €8,00
alt



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου