ΚΑΘΩΣ
Η ΓΡΙΑ ἔψηνε καφὲ κι ὁ γέρος, καθισμένος σὲ ἕνα μπάγκο, πάλευε νὰ βάλει
στὴ σωστὴ σειρὰ τὰ μαχαίρια τῆς φρέζας, περιεργαζόμουν τὸ σκοτεινὸ
δωμάτιο: ἕνα τραπεζάκι, δυὸ καρέκλες, ὁ νεροχύτης, μιὰ πιατοθήκη
τοίχου, ἕνα ντιβάνι μὲ κεντητὰ μαξιλάρια καὶ πολλὲς πάντες στοὺς γαλακτωμένους
τοίχους ποὺ ἀναπαρίσταναν δραματικὲς σκηνές· σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς μιὰ ὡραία
«κόρη» πάνω στὸ ἄλογο τὸ ἔσκαγε μὲ τὸν περήφανο ἐραστή της, κοιτώντας
τοὺς διῶκτες της μὲ ἀγωνία. Τὸ δωμάτιο ἦταν ὑπνοδωμάτιο καὶ κουζίνα
μαζί, ἔτσι νόμισα στὴ ἀρχὴ τουλάχιστον – ὥσπου διαπίστωσα ὅτι καθόμουν
πάνω στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας: ἦταν σκεπασμένη καὶ στρωμένη μὲ ἕνα
ὑφαντὸ χαλάκι.
Τὸ
δωμάτιο, παρόλα αὐτὰ ἦταν δροσερό, ἕνα σωτήριο καταφύγιο γιὰ τὸν
μεσημεριάτικο καύσωνα. Τὰ μόνα κουφώματα ἦταν μιὰ πόρτα κι ἕνα
παράθυρο. Ἀπὸ τὴν πόρτα ἔβλεπα τὴν κατηφόρα ὅπου στὸ βάθος της, μακριά,
εἶχα ἀφήσει τὸ ἁμάξι· ἀπὸ τὸ παράθυρο φαινόταν, παραμορφωμένη ἀπὸ
τὸ σκληρὸ φῶς, μιὰ στενόμακρη λουρίδα γῆς φυτεμένη μὲ κερασιές· ἦταν
τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ δηλωμένα κτήματα τῆς περιοχῆς καὶ τὸ μόνο, ἀπὸ
ὅσα εἶχα δεῖ ὣς τώρα, ποὺ τὰ ἀγριόχορτα ξεπερνοῦσαν σὲ ὕψος τοὺς κορμοὺς
τῶν δέντρων…
Ἡ
γριὰ μοῦ ΄φέρε τὸν καφὲ κι ἕνα ποτήρι νερό, λύγισε τὰ γόνατα καὶ τὰ ἀπόθεσε
δίπλα μου.
«Στὴν ὑγειά σου γιέ μου», εἶπε κι ἔπιασε τὸ μαῦρο μαντίλι, ποὺ ἦταν
λυτὸ στοὺς ὤμους καὶ παρὰ λίγο θὰ τῆς ἔπεφτε στὸ πάτωμα.
«Δὲν
εἶναι ἀνάγκη νὰ ταλαιπωρεῖσαι ἄδικα», εἶπε ὁ γέρος ποὺ περνοῦσε μὲ
δυσκολία τὸ τελευταῖο παξιμάδι τῆς βίδας πάνω στὸ φθαρμένο ἀτσάλι.
«Ἡ γριὰ ἔκανε λάθος. Τὰ δήλωσε γιὰ τὴν ἀποζημίωση ὅταν ἔλειπα, ἀλλὰ
δὲν ὑπάρχει ζημιά.» Ἡ γριὰ δὲν μίλησε παρὰ ἔκατσε δίπλα του στὸν μπάγκο.
«Κάτω», τοῦ λέω «τὰ θέρισε ὅλα. Ζημιὰ ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ».
«Τί νὰ κάνουμε;» εἶπε ὁ γέρος ἀφοῦ τὸ σκέφτηκε λίγο, «Ἔτσι εἶναι
τὸ χαλάζι.