.
Διήγημα της Αγγελικής
Λάλου*
.
Η ΜΠΕΡΤΑ ΤΟΥ εἶχε χάσει τὴ λάμψη
της. Τὸ ραβδὶ του ἦταν ἕτοιμο νὰ σπάσει. Ἀπὸ τὸ καπέλο του ἔβγαιναν μόνο
μαραμένα λουλούδια καὶ πεθαμένα κουνέλια. Οἱ μέρες του ὡς μάγου ἦταν
μετρημένες. Κι ὅμως ἀπόψε εἶχε παράσταση. Κόσμος θὰ ἐρχόταν ἀπ’ ὅλη
τὴ χώρα… – ὅλοι εἶχαν τρέξει νὰ ἀγοράσουν εἰσιτήριο γιὰ τὴ μεγάλη
του ἐπιστροφή. Παντοῦ στὴν πόλη ἔβλεπες τὶς ἀφίσες μὲ τὸ ὄνομά του.
Οἱ ὧρες πλησίαζαν. Δὲν εἶχε κέφι οὔτε πρόβα νὰ κάνει. Ἄκουσε τὸ χτύπο
τῆς καμπάνας. Ἔκανε μηχανικὰ τὸ σταυρό του. Μέρες Μεγάλης Βδομάδας
κι αὐτὸς οὔτε ποὺ νήστευε. Τόλμησε νὰ περάσει τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας
χτὲς τὸ ἀπόγευμα, μὰ εἶδε τὸν Νυμφίο νὰ τὸν στραβοκοιτάζει καὶ τὸ ἔβαλε
στὰ πόδια. Ἦταν καὶ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὸ λιβάνι ποὺ τοῦ ἔφερνε λιγοθυμία
καὶ οἱ φλόγες ἀπὸ τὰ κεριὰ ποὺ τὸν ζάλιζαν. Δὲν εἶχε δύναμη νὰ προσευχηθεῖ,
ἔπρεπε πρῶτα νὰ βρεῖ τὴ δύναμη νὰ συγχωρέσει τὸν ἑαυτό του.
Κοίταξε πάλι τὰ σύνεργά του. Τὰ εἶχε πάρει στὰ χέρια του τόσες φορές.
Τώρα τοῦ ἔμοιαζαν ξένα καὶ διέκρινε πάνω τους μόνο τὰ σημάδια τῆς
φθορᾶς καὶ τοῦ χρόνου. Στιλέτα ποὺ εἶχαν στομώσει. Τράπουλες ποὺ εἶχαν
σημαδευτεῖ. Κρυστάλλινες μπάλες ποὺ ἔλεγαν πλέον μόνο τὸ παρελθόν.
Ἄκουσε τὸν κόσμο νὰ πλησιάζει. Τὴν αἴθουσα νὰ γεμίζει. Τὶς ὁμιλίες
νὰ γίνονται μιὰ ἐνοχλητικὴ βουή. Ἔπρεπε νὰ ἀνέβει στὴ σκηνή, εἶχε
φτάσει ἡ ὥρα.
Τὴν εἶδε. Τὴν ἀναγνώρισε μέσα στὸ πλῆθος. Δὲν ἦταν δύσκολο. Καθόταν
ὅπως τότε στὴν πρώτη σειρά, στὸ πέμπτο κάθισμα. Δίπλα στὸν ἄντρα της. Ἐκεῖνος
καμάρωνε. Τῆς εἶχε πιάσει τὸ χέρι. Τὸ πίεζε, γιὰ νὰ τὸ νιώθει δικό
του. Τὰ πόδια του ἔτρεμαν. Μόλις τὸν εἶδαν, ἄστραψαν οἱ προβολεῖς καὶ ὅλοι
ἡσύχασαν. Ξεκίνησε μὲ τὰ ἁπλὰ κόλπα. Ἤθελε νὰ κερδίσει χρόνο, νὰ
νιώσει ἄνετα στὸ σκληρὸ σανίδι. Νὰ ἀλαφρύνουν τὰ πόδια του. Νὰ ἐλευθερωθεῖ
κι ἡ ψυχή του. Τὸ χειροκρότημα ἐρχόταν ἀβίαστα. Ἔλειπε ὅμως τὸ μεγάλο
κόλπο. Ἔβλεπες τὴν ἀδημονία στὸ βλέμμα τῶν θεατῶν. Δίψαγαν γιὰ κάτι
ἄλλο, γιὰ κάτι ποὺ δὲν εἶχαν ξαναδεῖ, γιὰ αὐτὸ ποὺ θ’ ἄφηνε τὸν Σίμωνα
στὴν ἱστορία τῶν μάγων…
Γιὰ τὸ ἑπόμενο νούμερό τους, εἶπε, θὰ χρειαζόταν ἕναν ἐθελοντή. Τὴ
διάλεξε, κι ἐκείνη δὲν ἀρνήθηκε… Ἄφησε τὸ ἱδρωμένο χέρι τοῦ ἀντρός
της κι ἀνέβηκε στὴ σκηνή. «Μὴ φοβᾶσαι», τῆς ψιθύρισε. «Ἄργησες… μὰ σὲ
περίμενα πάντα», τοῦ χαμογέλασε. Στάθηκαν στὴ μέση τῆς σκηνῆς. Ὁ φόβος
του εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Εἶχε γίνει πάλι νέος. Ἡ στολὴ του λαμπύριζε,
τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε κι αὐτό. Θὰ δεῖτε τὸ κόλπο ποὺ ἔχω ὀνομάσει ὁ
τελευταῖος χορός, εἶπε μὲ βροντερὴ φωνὴ καὶ τὸ πλῆθος ἀνυπομονοῦσε.
Τὰ φῶτα χαμήλωσαν κι ἕνα βὰλς ἄρχισε νὰ παίζει. Τὴν ἀγκάλιασε ἁπαλά.
Τὸν ἕσφιξε πάνω της. Στροβιλίζονταν τρελὰ καθὼς ἡ μουσικὴ δυνάμωνε.
Στὸ κρεσέντο τοῦ κομματιοῦ, σὲ μιὰ ἀκόμα στροφὴ τῶν κορμιῶν τους, ἔσβησε
τελείως τὸ φῶς κι ἕνας ἦχος ἀκούστηκε σὰν πέταγμα πουλιῶν. Ὅταν ἄναψαν
τὰ φῶτα δυὸ λευκὰ περιστέρια πέταγαν στὴ σκηνή. Τὸ πλῆθος εἶχε σηκωθεῖ
ὄρθιο καὶ χειροκροτοῦσε μανιασμένα. Ἡ παράσταση εἶχε τελειώσει.
Δὲν τοὺς εἶδαν ποτὲ ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου