Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Ζη­τεῖ­ται μά­γος





.
 Διήγημα της Αγγελικής Λάλου*
.
Η  ΜΠΕΡΤΑ ΤΟΥ εἶ­χε χά­σει τὴ λάμ­ψη της. Τὸ ρα­βδὶ του ἦ­ταν ἕ­τοι­μο νὰ σπά­σει. Ἀ­πὸ τὸ κα­πέ­λο του ἔ­βγαι­ναν μό­νο μα­ρα­μέ­να λου­λού­δια καὶ πε­θα­μέ­να κου­νέ­λια. Οἱ μέ­ρες του ὡς μά­γου ἦ­ταν με­τρη­μέ­νες. Κι ὅ­μως ἀ­πό­ψε εἶ­χε πα­ρά­στα­ση. Κό­σμος θὰ ἐρ­χό­ταν ἀ­π’ ὅ­λη τὴ χώ­ρα… – ὅ­λοι εἶ­χαν τρέ­ξει νὰ ἀ­γο­ρά­σουν εἰ­σι­τή­ριο γιὰ τὴ με­γά­λη του ἐ­πι­στρο­φή. Παν­τοῦ στὴν πό­λη ἔ­βλε­πες τὶς ἀ­φί­σες μὲ τὸ ὄ­νο­μά του. Οἱ ὧ­ρες πλη­σί­α­ζαν. Δὲν εἶ­χε κέ­φι οὔ­τε πρό­βα νὰ κά­νει. Ἄ­κου­σε τὸ χτύ­πο τῆς καμ­πά­νας. Ἔ­κα­νε μη­χα­νι­κὰ τὸ σταυ­ρό του. Μέ­ρες Με­γά­λης Βδο­μά­δας κι αὐ­τὸς οὔ­τε ποὺ νή­στευ­ε. Τόλ­μη­σε νὰ πε­ρά­σει τὸ κα­τώ­φλι τῆς ἐκ­κλη­σί­ας χτὲς τὸ ἀ­πό­γευ­μα, μὰ εἶ­δε τὸν Νυμ­φί­ο νὰ τὸν στρα­βο­κοι­τά­ζει καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὰ πό­δια. Ἦ­ταν καὶ ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὸ λι­βά­νι ποὺ τοῦ ἔ­φερ­νε λι­γο­θυ­μί­α καὶ οἱ φλό­γες ἀ­πὸ τὰ κε­ριὰ ποὺ τὸν ζά­λι­ζαν. Δὲν εἶ­χε δύ­να­μη νὰ προ­σευ­χη­θεῖ, ἔ­πρε­πε πρῶ­τα νὰ βρεῖ τὴ δύ­να­μη νὰ συγ­χω­ρέ­σει τὸν ἑ­αυ­τό του.
           Κοί­τα­ξε πά­λι τὰ σύ­νερ­γά του. Τὰ εἶ­χε πά­ρει στὰ χέ­ρια του τό­σες φο­ρές. Τώ­ρα τοῦ ἔ­μοια­ζαν ξέ­να καὶ δι­έ­κρι­νε πά­νω τους μό­νο τὰ ση­μά­δια τῆς φθο­ρᾶς καὶ τοῦ χρό­νου. Στι­λέ­τα ποὺ εἶ­χαν στο­μώ­σει. Τρά­που­λες ποὺ εἶ­χαν ση­μα­δευ­τεῖ. Κρυ­στάλ­λι­νες μπά­λες ποὺ ἔ­λε­γαν πλέ­ον μό­νο τὸ πα­ρελ­θόν. Ἄ­κου­σε τὸν κό­σμο νὰ πλη­σιά­ζει. Τὴν αἴ­θου­σα νὰ γε­μί­ζει. Τὶς ὁ­μι­λί­ες νὰ γί­νον­ται μιὰ ἐ­νο­χλη­τι­κὴ βου­ή. Ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­νέ­βει στὴ σκη­νή, εἶ­χε φτά­σει ἡ ὥ­ρα.
           Τὴν εἶ­δε. Τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σε μέ­σα στὸ πλῆ­θος. Δὲν ἦ­ταν δύ­σκο­λο. Κα­θό­ταν ὅ­πως τό­τε στὴν πρώ­τη σει­ρά, στὸ πέμ­πτο κά­θι­σμα. Δί­πλα στὸν ἄν­τρα της. Ἐ­κεῖ­νος κα­μά­ρω­νε. Τῆς εἶ­χε πιά­σει τὸ χέ­ρι. Τὸ πί­ε­ζε, γιὰ νὰ τὸ νι­ώ­θει δι­κό του. Τὰ πό­δια του ἔ­τρε­μαν. Μό­λις τὸν εἶ­δαν, ἄ­στρα­ψαν οἱ προ­βο­λεῖς καὶ ὅ­λοι ἡ­σύ­χα­σαν. Ξε­κί­νη­σε μὲ τὰ ἁ­πλὰ κόλ­πα. Ἤ­θε­λε νὰ κερ­δί­σει χρό­νο, νὰ νιώ­σει ἄ­νε­τα στὸ σκλη­ρὸ σα­νί­δι. Νὰ ἀ­λα­φρύ­νουν τὰ πό­δια του. Νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ κι ἡ ψυ­χή του. Τὸ χει­ρο­κρό­τη­μα ἐρ­χό­ταν ἀ­βί­α­στα. Ἔ­λει­πε ὅ­μως τὸ με­γά­λο κόλ­πο. Ἔ­βλε­πες τὴν ἀ­δη­μο­νί­α στὸ βλέμ­μα τῶν θε­α­τῶν. Δί­ψα­γαν γιὰ κά­τι ἄλ­λο, γιὰ κά­τι ποὺ δὲν εἶ­χαν ξα­να­δεῖ, γιὰ αὐ­τὸ ποὺ θ’ ἄ­φη­νε τὸν Σί­μω­να στὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν μά­γων…
            Γιὰ τὸ ἑ­πό­με­νο νού­με­ρό τους, εἶ­πε, θὰ χρει­α­ζό­ταν ἕ­ναν ἐ­θε­λον­τή. Τὴ δι­ά­λε­ξε, κι ἐ­κεί­νη δὲν ἀρ­νή­θη­κε… Ἄ­φη­σε τὸ ἱ­δρω­μέ­νο χέ­ρι τοῦ ἀν­τρός της κι ἀ­νέ­βη­κε στὴ σκη­νή. «Μὴ φο­βᾶ­σαι», τῆς ψι­θύ­ρι­σε. «Ἄρ­γη­σες… μὰ σὲ πε­ρί­με­να πάν­τα», τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε. Στά­θη­καν στὴ μέ­ση τῆς σκη­νῆς. Ὁ φό­βος του εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Εἶ­χε γί­νει πά­λι νέ­ος. Ἡ στο­λὴ του λαμ­πύ­ρι­ζε, τὸ πρό­σω­πό του ἔ­λαμ­πε κι αὐ­τό. Θὰ δεῖ­τε τὸ κόλ­πο ποὺ ἔ­χω ὀ­νο­μά­σει ὁ τε­λευ­ταῖ­ος χο­ρός, εἶ­πε μὲ βρον­τε­ρὴ φω­νὴ καὶ τὸ πλῆ­θος ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε. Τὰ φῶ­τα χα­μή­λω­σαν κι ἕ­να βὰλς ἄρ­χι­σε νὰ παί­ζει. Τὴν ἀγ­κά­λια­σε ἁ­πα­λά. Τὸν ἕ­σφι­ξε πά­νω της. Στρο­βι­λί­ζον­ταν τρε­λὰ κα­θὼς ἡ μου­σι­κὴ δυ­νά­μω­νε. Στὸ κρε­σέν­το τοῦ κομ­μα­τιοῦ, σὲ μιὰ ἀ­κό­μα στρο­φὴ τῶν κορ­μι­ῶν τους, ἔ­σβη­σε τε­λεί­ως τὸ φῶς κι ἕ­νας ἦ­χος ἀ­κού­στη­κε σὰν πέ­ταγ­μα που­λι­ῶν. Ὅ­ταν ἄ­να­ψαν τὰ φῶ­τα δυ­ὸ λευ­κὰ πε­ρι­στέ­ρια πέ­τα­γαν στὴ σκη­νή. Τὸ πλῆ­θος εἶ­χε ση­κω­θεῖ ὄρ­θιο καὶ χει­ρο­κρο­τοῦ­σε μα­νι­α­σμέ­να. Ἡ πα­ρά­στα­ση εἶ­χε τε­λει­ώ­σει. Δὲν τοὺς εἶ­δαν πο­τὲ ξα­νά.

*Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Από τα διηγήματα «Μπονζάϊ» (ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ)

 

Ἀγ­γε­λι­κὴ Λά­λου (Ἀθήνα, 1974). Σπούδασε Φιλολογία στὸ Πανεπι­στήμιο Ἀθηνῶν, συνεργάστηκε σὲ συλλογικούς τόμους μὲ τὴν ἑταιρεία Ἐν Κύκλῳ, ἐργάστη­κε ὡς ἐπιμελήτρια κειμένων σὲ διά­φο­­ρους ἐκδοτικοὺς οἴκους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου