του Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada)
.
— Ὄσκαρ, μ’ ἀγαπᾶς;
Ὁ ἦχος ἀπὸ τὴν καμπάνα ποὺ σήμαινε μεσάνυχτα σηματοδοτοῦσε τὸν πιὸ ἔντονο ὀργασμὸ στὴ ζωὴ τῆς Μαρίας. Ὁ Ὄσκαρ εἶχε διεισδύσει ἄγρια στὶς 23:55, αἰφνιδιαστικά, ἑνώνοντας τὰ βογκητά της σὲ μία μόνο κραυγὴ ἀνελέητου πόνου. Τρία λεπτὰ πρὶν εἶχε καταφέρει νὰ τῆς βγάλει τὸ ἐσώρουχο μὲ τὰ δόντια, καθὼς ἐκείνη τὸν κοίταζε περιμένοντας, μὲ φόβο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ τῆς τὸ βάλει χωρὶς προειδοποίηση. Τί περίεργη αἴσθηση· εἶχε ἀρχίσει νὰ ὑγραίνεται ἐδῶ καὶ ὥρα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τῆς ἔβγαλε τὸ ὑπέροχο σουτιὲν μὲ τὴ μαύρη δαντέλα γιὰ νὰ συνεχίσει ἔπειτα μὲ τὸ κολλητὸ παντελόνι, ποὺ δὲν ἔβγαινε ἐξαιτίας ἑνὸς πολὺ πεταχτοῦ κώλου. Ὁ Ὄσκαρ ἄρχισε νὰ ξεκουμπώνει ἁπαλὰ τὴ μπλούζα της γιὰ νὰ δεῖ ἂν φοροῦσε σουτιὲν ἐνῶ ἄρχιζε νὰ τὴ φιλᾶ στὸ λαιμό. Ἡ Μαρία χαμογελοῦσε συνεσταλμένα στὴν καρέκλα
της καὶ σταύρωνε τὰ πόδια, ντροπαλή, μπροστὰ στὴν μακρινὴ πιθανότητα
νὰ κάνει ἔρωτα ἐκείνη τὴν ἀναπάντεχη βραδιά. Ὁ Ὄσκαρ τῆς χάιδευε
τὰ μαλλιὰ τρυφερά, ἁπαλά, σὰν νὰ προστάτευε ἕνα ἀνυπεράσπιστο πουλάκι.
Μετὰ τὸ ἐπιδόρπιο, ἄνοιξε τὸ μπουκάλι τῆς σαμπάνιας. Τὸ πρῶτο βῆμα ἦταν
νὰ τὴν καλέσει σπίτι του γιὰ δεῖπνο. Εἶχε στοιχηματίσει μὲ τοὺς φίλους
του ὅτι ἡ Μαρία θὰ ἔχανε τὴν παρθενιά της πρὶν τελειώσει ἡ μέρα.
— Σ’ ἀγαπῶ, Μαρία,
εἶπε.
.
Πηγή : ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου