Αυτό το διήγημα εντάσσεται στο είδος "μπονζάϊ" , που καλλιεργεί συστηματικά το περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ με εκδότη τον Γιάννη Πατίλη...Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο του Μαυρουδή απευθύνεται ιδιαίτερα σε αυτούς που αγαπούν το Παρίσι(αφενός..) και τους σκύλους(αφετέρου), όμως και για τους άλλους είναι ενδιαφέρον....
ΑΞΙΔΕΨΑ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Παρίσι μὲ τὸ φροντιστήριο τῶν γαλλικῶν. Χριστούγεννα τοῦ 1972. Γιὰ τίποτε ἔκτοτε δὲν προετοιμάστηκα ἔτσι. Ἑκατοδόλλαρα στὴν ὀδοντόπαστα, στὰ σάντουιτς, σὲ κολλημμένες σελίδες τοῦ Ζορμπᾶ. Θεαματικὸ ταξίδι τεσσάρων ὡρῶν. Νύχτωσε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξη. Πρόλαβα νὰ δῶ μὲ φῶς, ἔξω ἀπ’ τὸ Παρίσι, ἕνα τεράστιο δάσος. Εἶχε διαδεχτεῖ τοὺς ἄπειρους ὀρθογώνιους ἀγροὺς τῆς ἐπαρχίας, ποὺ ἐναλλάσσονταν σὲ ὅλους τοὺς γήινους τόνους, ἀπὸ τὸ σκοῦρο μπὲζ μέχρι τὸ σκοτεινὸ καφέ. Μείναμε στὴ Ρασπάιγ. Ἔμαθα γρήγορα τὸ Μετρό. Ἀπίστευτη ἡ ἀντοχή μου νὰ βαδίζω, νὰ στέκομαι ὄρθιος, νὰ κοιτάζω. Λοῦβρο, Πάνθεον, Καρτιὲ Λατέν. Τὴ δεύτερη μέρα Ἐθνολογικὸ Μουσεῖο, Ἄιφελ, Σὰκρ Κέρ. Τὴν τρίτη, τάφος τοῦ Βοναπάρτη, Μουσεῖο Ροντέν, καὶ στὴ συνέχεια ὁ Βοτανικὸς κῆπος μὲ τὸ ζωολογικό του τμῆμα ποὺ μὲ ἐνθουσίασε. Τὸ βράδυ, μὲ τὸν ἀριστοῦχο τῆς τάξεως, ἀνηφορίσαμε ἀργὰ ἀπὸ τὴν Κονκὸρντ τὸ δεξὶ πεζοδρόμιο τῆς Σὰνζ Ἐλιζέ, κατάμεστης καὶ πάνφωτης γιὰ τὶς γιορτές. Οἱ κινηματογράφοι εἶχαν οὐρὲς στὴν εἴσοδο. Βλέπαμε ἀχόρταγοι στὶς ἀντιπροσωπεῖες τῶν αὐτοκινήτων τὰ μοντέλα τοῦ ’73, τοὺς χιλιάδες περαστικούς, τὰ κορίτσια μὲ γάντια, σκούφους μέχρι τὰ μάτια καὶ κόκκινες μύτες, νὰ μιλοῦν μὲ συννεφάκια γύρω ἀπ’ τὶς παγωμένες φράσεις τους. Μαγεμένοι. Ὁ φίλος μου ἔφυγε στὶς πεντέμιση. Χωρίσαμε στὴν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Πριζουνὶκ ποὺ ἔστελνε τὴ μουσική του μέχρι τὸ πεζοδρόμιο. Νὰ μπῶ καὶ νὰ θαυμάσω τὰ ράφια ἢ νὰ προτιμήσω τοὺς δρόμους; Δὲν πρόλαβα νὰ ἀποφασίσω. Ἡ γυναίκα ποὺ σταμάτησε μπροστά μου θὰ μοῦ ἄφηνε γιὰ 3 λεπτὰ τὸ σκύλο της, ὥσπου νὰ κατέβει στὸ ὑπόγειο τοῦ καταστήματος. Δέχτηκα, ἐνῶ ἦταν ἁπλὸ νὰ ἀρνηθῶ («Μὲ περιμένουν», «ἔχω ἀλλεργία», «ξέρετε, μόλις ἔφευγα», «πάσχω ἀπὸ κυνοφοβία» κλπ). Ἔμεινα ἔξω ἀπ’ τὴν πόρτα ἐξηντατρία λεπτά. Πρέπει νὰ βγῆκε ἀπὸ ἄλλη εἴσοδο. Μοῦ ἀνῆκε πιὰ ἕνα ψηλὸ Κανὶς Ρουαγιάλ, ἤρεμο καὶ ὑπάκουο, σγουρόμαλλο σὰν πρόβατο, μὲ ἕνα σακουλάκι στὸ περιλαίμιο, δυσδιάκριτο στὸ πυκνὸ τρίχωμα. Τὸ σύντομο σημείωμα πρόδιδε διαταραχή: «Δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογή! Ἀρκεστεῖτε σ’ αὐτό, svp.» Τὸ ξανάβαλα στὴ θέση του. Θὰ αὐτοκτονοῦσε; Θὰ παραδιδόταν μετὰ ἀπὸ ἔγκλημα; Θὰ ἄλλαζε ἤπειρο; «Σᾶς παρακαλῶ…», ἀπευθύνθηκα σὲ ἕναν ἐπιτηδευμένο σαραντάρη μὲ βαμμένα μαλλιά, γούνα μὲ σκοῦφο Ζιβάγκο καὶ μπότες ἱππασίας. Δυὸ μέτρα ἀπὸ μένα, στὸ πιὸ φαρδὺ πεζοδρόμιο ποὺ εἶχα δεῖ ἢ εἶχα φανταστεῖ ποτέ, μιλοῦσε μὲ κάποιον ἱσπανικά, ρίχνοντάς μου συνεχῶς πλάγιες ματιές. «Τὸν λένε Σεζάρ», εἶπα, δείχνοντας τὴν ταυτότητα στὸ περιλαίμιο. «Ἐπιστρέφω ἀμέσως.» Μὲ κίνηση Μπουοναρότι, ἅπλωσε τὸ χέρι του στὸ δικό μου καὶ πῆρε τὸ δερμάτινο λουρί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου