Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Γιώργος Μπάλιας : Οικολογικός εκσυγχρονισμός, οικομαρξισμός και η περιβαλλοντική κρίση


Το θεωρητικό ρεύμα του οικολογικού εκσυγχρονισμού άρχισε να αποτελεί μια διακριτή τάση της πολιτικής οικολογίας από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 (Huber, Mol, Hajer κ.ά.). Σκοπός του είναι να αναλύσει και να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες θα αντιμετωπίσουν την περιβαλλοντική κρίση. Η βασική του θέση συνίσταται στην παραδοχή ότι α) η επιστήμη και η τεχνολογία δεν είναι αυτές που δημιουργούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα αλλά αυτές που τα λύνουν. β) Η αγορά και οι οικονομικοί παράγοντες είναι αυτοί που με τη δυναμική της ανάπτυξης μπορούν να συμβάλουν στην οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας και στη συνοχή της κοινωνίας εφαρμόζοντας τη βέλτιστη τεχνολογία στην παραγωγική διαδικασία και εξασφαλίζοντας την επανόρθωση των ζημιών με την ασφαλιστική τους κάλυψη. γ) Tο κράτος μέσω οικονομικών εργαλείων, όπως οι οικο-φόροι ή οι άδειες εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, συμπληρώνει τα κενά που αφήνει η αγορά. Έτσι, ο συνδυασμός των παραπάνω δράσεων εξασφαλίζει περιβαλλοντική προστασία.


Με άλλες λέξεις, ο οικολογικός εκσυγχρονισμός θεωρεί ότι η εκβιομηχάνιση, η τεχνολογική ανάπτυξη και η οικονομική μεγέθυνση όχι μόνο είναι συμβατές με την οικολογική βιωσιμότητα, αλλά αποτελούν τα μέσα για τον οικολογικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού, ο οποίος παραμένει ως ο μόνος οικονομικός ορίζοντας. Ο όρος που συμπυκνώνει την εν λόγω προβληματική, είναι ο όρος «πράσινη ανάπτυξη», ο οποίος, για τους παραπάνω λόγους, έχει μόνο τεχνικά χαρακτηριστικά. Π.χ., η τεχνολογία των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών καθιστά εφικτή μια αυξημένη παραγωγή και ως εκ τούτου είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της πείνας. Έτσι, το πολιτικό πρόβλημα της άνισης κατανομής πόρων το μετατρέπει σε τεχνικό ζήτημα βελτίωσης της παραγωγικής διαδικασίας.
Αντίθετα, στο θεωρητικό ρεύμα του οικομαρξισμού η αιτία της περιβαλλοντικής κρίσης βρίσκεται στην πολιτική οικονομία των καπιταλιστικών κοινωνιών (O’Connor, Foster, Burkett, Benton κ.ά.) Συγκεκριμένα, ο σύγχρονος καπιταλισμός διαπερνάται από τη θεμελιώδη λογική της διαρκώς ογκούμενης οικονομικής ανάπτυξης και της εντεινόμενης συσσώρευσης του κεφαλαίου. Για να υπηρετηθεί, όμως, αυτή η άτεγκτη λογική, χρειάζεται μια αυξανόμενη απόσπαση και εκμετάλλευση φυσικών πόρων με συνέπεια, εκτός από την εξάντλησή τους, να υπάρχει και –αυξανόμενη- πρόκληση ρυπάνσεων (απόβλητα, παραπροϊόντα, εκπομπές ρύπων κ.λπ). Με άλλες λέξεις, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η εντάσεως κεφαλαίου νεοφιλελεύθερη οικονομική ανάπτυξη έχει μια εγγενή τάση προς την περιβαλλοντική υποβάθμιση ή καταστροφή. Γι‘ αυτόν ακριβώς το λόγο ο καπιταλισμός δεν μπορεί να οδηγηθεί σε οικολογικό μετασχηματισμό, όπως υποστηρίζει το ρεύμα του οικολογικού εκσυγχρονισμού. Αντίθετα, θα συνεχίσει αναπόδραστα να καταστρέφει τις βιοφυσικές βάσεις της παραγωγής. Είναι αυτό που ο Τζέιμς Ο Κόνορ ονόμασε «δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού» και οι Φόστερ και Μπάρκετ «διαρκή τάση διάρρηξης της διαλεκτικής σχέσης φύσης/κοινωνίας, ανθρώπινου/μη ανθρώπινου, υποκειμένου/αντικειμένου.»
Περαιτέρω, οι οικομαρξιστές στέκονται κριτικά απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία. Επιπλέον, θεωρούν ότι δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στη θεσμοποιημένη γνώση (πανεπιστήμια, κέντρα έρευνας κ.λπ.), αλλά να λαμβάνουμε υπόψη και την τοπική-λαϊκή γνώση θεσπίζοντας διαδικασίες αποτελεσματικής συμμετοχής και διαβούλευσης.


Μεταλλεία και διαχείριση των απορριμμάτων

Οι διαφορές των δύο θεωρητικών ρευμάτων αναδεικνύονται με ενάργεια μέσα από δύο συγκεκριμένα περιβαλλοντικά (και κοινωνικά) προβλήματα: την εξόρυξη ορυκτών (χρυσού, βωξίτη) και τη διαχείριση των απορριμμάτων.
Η εξόρυξη του βωξίτη κυρίως στις ορεινές περιοχές της Φωκίδας, εδώ και δεκαετίες, είχε τόσο περιβαλλοντικές όσο και κοινωνικές επιπτώσεις. Οδήγησε, από τη μια πλευρά, σε εκτεταμένη καταστροφή των φυσικών πόρων, καθώς και στην απομείωση των οικοσυστημικών λειτουργιών τους, και από την άλλη μεριά σε εκπτώχευση της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων της περιοχής και σε μαζική μετανάστευση. Έτσι, η βασική θέση του οικολογικού εκσυγχρονισμού, ότι δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη με τη χρήση της τεχνολογίας και των οικονομικών εργαλείων οδηγεί σε περιβαλλοντική προστασία και κοινωνική συνοχή, δεν επαληθεύεται από την πραγματικότητα.
Η εξόρυξη του χρυσού στη Χαλκιδική και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας επιφέρει, σύμφωνα με μελέτες αλλά και με βάση την κοινή εμπειρία, ακόμη χειρότερες συνέπειες από εκείνες του βωξίτη. Η εκτεταμένη επιφάνεια των εξορύξεων (εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα) σε συνδυασμό με το χαρακτήρα της δραστηριότητας καταστρέφουν τους φυσικούς πόρους (φαινόμενο της όξινης απορροής) και διαρρηγνύουν την οικονομική και κοινωνική δομή του τόπου, καθώς τίθενται εκποδών σε μεγάλο βαθμό οι παραδοσιακές δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, αλιεία, τουρισμός κλπ).
Αν στην περίπτωση της Χαλκιδικής τα όσα αναφέρθηκαν μένει να φανούν στο μέλλον, αλλού ανάλογες περιπτώσεις τα έχουν ήδη επιβεβαιώσει. Το μεταλλείο χρυσού Ovacik στην Πέργαμο της Τουρκίας επέφερε τεράστιες καταστροφές στους φυσικούς πόρους της περιοχής και κυρίως ρύπανση των υδάτων με βαρέα μέταλλα και κυάνιο, όπως επίσης και σημαντική μείωση των οικονομικών δραστηριοτήτων του τόπου. Ομοίως, το μεταλλείο χρυσού στην Baia Mare της Ρουμανίας ρύπανε με κυάνιο τα νερά των παραποτάμων του Δούναβη, αλλά και του ίδιου του ποταμού εξαφανίζοντας οποιαδήποτε δραστηριότητα που συνδέεται με το ποτάμιο οικοσύστημα της περιοχής.
Η διαβεβαίωση από τη διοίκηση και την εταιρία ότι η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία τόσο στην περίπτωση της Περγάμου όσο και σε εκείνη της Baia Mare (η λεγόμενη μέθοδος «κλειστού κύκλου») αποτρέπει οποιαδήποτε ρύπανση αποδείχθηκε απολύτως απατηλή. Άλλωστε, για τις ρυπάνσεις που προκλήθηκαν καταδικάστηκαν η Τουρκία και η Ρουμανία από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υποθέσεις Taskin και Tatar, αντίστοιχα.) Οι παραπάνω επισημάνσεις δείχνουν ότι και στην περίπτωση των εξορύξεων χρυσού ισχύουν ακριβώς τα ίδια που αναφέρθηκαν ήδη για την περίπτωση του βωξίτη σχετικά με τη βασική θέση του οικολογικού εκσυγχρονισμού.

Τα αναλυτικά εργαλεία του οικομαρξισμού


Από όσα αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι ο οικομαρξισμός προσφέρει πιο έγκυρα αναλυτικά εργαλεία σε σχέση με τον οικολογικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, λοιπόν, η τεχνοεπιστήμη αποδεικνύεται περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης, καθώς η επιστημονική αβεβαιότητα που υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα των εξορύξεων σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία και στο περιβάλλον δικαιολογεί ή επιβάλλει μια αρνητική στάση έναντι τέτοιων δραστηριοτήτων. Ομοίως, το οικονομικό όφελος από τέτοιες δραστηριότητες το οποίο συνίσταται, κυρίως, στην καταβολή φόρων στο κράτος και στη δημιουργία μερικών θέσεων εργασίας, δεν αντισταθμίζει την τεράστια καταστροφή των φυσικών πόρων και την απώλεια των οικοσυστημικών υπηρεσιών τους. Τέλος, η συγκεκριμένη εντάσεως κεφαλαίου δραστηριότητα δημιουργεί πλούτο για τον ιδιώτη και ταυτόχρονα στερεί θέσεις εργασίας στην περιοχή, καθόσον, εξ αιτίας των μεταλλευτικών έργων, μειώνονται ή εξαφανίζονται οι εντάσεως εργασίας παραδοσιακές δραστηριότητες.

Η διαχείριση απορριμμάτων


Εκτός από τον τομέα των εξορύξεων και η διαχείριση των απορριμμάτων δείχνει ανάγλυφα τη διαφορά των δύο αντιλήψεων. Ειδικότερα, η προτεινόμενη λύση συνίσταται στη δημιουργία μεγάλων εργοστασίων μηχανικής ανακύκλωσης και μεγάλων ΧΥΤΑ που θα δέχονται σύμμεικτα απόβλητα. Η δημιουργία αυτών των εγκαταστάσεων ανατίθεται σε ιδιώτες, των οποίων τα έσοδα θα είναι ευθέως ανάλογα με τον όγκο των εισερχόμενων αποβλήτων. Αυτού του τύπου η διαχείριση των αποβλήτων δικαιολογείται πλήρως από το ρεύμα του οικολογικού εκσυγχρονισμού αφού πρόκειται για μεγάλη επένδυση η οποία φαίνεται ότι συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και εξασφαλίζει θέσεις εργασίας. Παράλληλα, προστατεύει το περιβάλλον με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, η οποία αποτρέπει ή μειώνει τη ρύπανση.
Στον αντίποδα της παραπάνω προτεινόμενης λύσης είναι η πρόταση για αποκεντρωμένη διαχείριση με διαλογή στην πηγή. Εν προκειμένω, ο τόνος δίνεται στην εμπλοκή των πολιτών μέσω της ανάπτυξης δικτύων ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης, έτσι ώστε να μην χρειάζονται υπερμεγέθη εργοστάσια μηχανικής διαλογής και μεγάλων διαστάσεων ΧΥΤΑ. Η συγκεκριμένη πρόταση, λοιπόν, αποτρέπει την κατασκευή των παραπάνω εγκαταστάσεων εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας. Με άλλες λέξεις, δημιουργεί δραστηριότητες μικρής κλίμακας, οι οποίες, αντικειμενικά, δεν επιφέρουν περιβαλλοντική υποβάθμιση, όπως συμβαίνει με την προτεινόμενη λύση των εργοστασίων μηχανικής διαλογής (στα οποία περιλαμβάνονται και εργοστάσια καύσης.) Με βάση αυτά τα δεδομένα η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης έχει όλα τα χαρακτηριστικά που βρίσκουμε στο ρεύμα του οικομαρξισμού.

Επιπτώσεις στο πεδίο της πολιτικής


Αν έτσι έχουν τα πράγματα σε θεωρητικό επίπεδο, αξίζει να δούμε τα πολιτικά στοιχεία των περιπτώσεων που περιγράφουμε. Τόσο στην περίπτωση των μεταλλείων όσο και σε εκείνη των αποβλήτων, το ρεύμα του οικολογικού εκσυγχρονισμού το εκφράζουν πολιτικά τα κόμματα Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, καθώς στηρίζουν τις εξορυκτικές δραστηριότητες και τις κατασκευές των εργοστασίων μηχανικής διαλογής. Αντίθετα, το ρεύμα του οικομαρξισμού το εκφράζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Οικολόγοι Πράσινοι, καθόσον αντιμάχονται τις παραπάνω δραστηριότητες και στηρίζουν τις τοπικές πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις των πολιτών. Φαίνεται ότι η γενικότερη αντιπαράθεση μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και εκείνων της αντιπολίτευσης παίρνει συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο πεδίο της πολιτικής οικολογίας, η οποία μπορεί (και πρέπει) να αποτελέσει προνομιακό χώρο άσκησης πολιτικής από την αριστερά.

* Ο Γιώργος Μπάλιας διδάσκει πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο


ΠΗΓΗ ΑΡΘΡΟΥ : εφημερίδα ΕΠΟΧΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου