Η Μαρία Σωτηροπούλου-Αρβανίτη σχολιάζει τους σημερινούς
Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, κάνει αναφορά στα «δικά μας» πεπραγμένα του 2004, ενώ ταυτόχρονα ανατρέχει στην αρχαιότητα
για να διαψεύσει μύθους και να αποκαταστήσει αλήθειες….
Κατά την άποψή της, «οι Ολυμπιακοί σήμερα δε διαφέρουν
σε τίποτε από το Μουντιάλ. Προσφέρουν θέαμα στα πλήθη και κινητοποιούν τα
εθνικιστικά τους αντανακλαστικά, ενώ αποφέρουν τεράστια κέρδη σε όσους
αξιοποιούν την αστείρευτη δίψα του κοινού να ξεφύγει από τη μιζέρια και να
διακριθεί δι αντιπροσώπου…»
Όσον αφορά το αρχαιοελληνικό «ευ
αγωνίζεσθαι», η συγγραφέας κάνει λόγο για τα αγωνίσματα εκείνα που μετέπειτα,
επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εξετράπησαν σε βάναυσες μονομαχίες μέχρι θανάτου…
Λέει λοιπόν για τον Ολυμπισμό
στους κλασσικούς χρόνους : «Από
τα λαοφιλέστερα αγωνίσματα ήταν η πάλη, η πυγμαχία και το παγκράτιο. Το
τελευταίο ήταν πολύ σκληρό (επιτρεπόντουσαν σχεδόν όλα εκτός από το βγάλσιμο
των ματιών με τα δάχτυλα) και οδηγούσε συχνά στο θάνατο του ενός αθλητή χωρίς
αυτό να επιφέρει τιμωρία στο νικητή…»
Όλο το κείμενο
Πεδίον δόξης λαμπρόν ζήσαμε ξανά φέτος
με τους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου. Ας λέει ότι θέλει ο Ερντογάν για τη
δική του δήθεν αυτοαναφλεγόμενη φλόγα. Εμείς τους τη μοιράζουμε κάθε φορά (με
ηλιακό κάτοπτρο ή φαναράκι) με ωραιότατη παράσταση στην -αν και κατακαμένη-
πανέμορφη Ολυμπία (το αρχαία είναι πλεονασμός) και μεις παρελαύνουμε πρώτοι και
καλύτεροι ακόμη και τώρα, που όλοι μας κοιτάνε με μισό μάτι, σαν το μαύρο
πρόβατο, που οδεύει προς το θυσιαστήριο επειδή κουβαλά ακέραια την ευθύνη για την επερχόμενη παγκόσμια
οικονομική κρίση.
Ας όμως θυμηθούμε τη δική μας ηρωική
Ολυμπιάδα το 2004(=περίοδος ανάμεσα σε
δύο Ολυμπιακούς αγώνες) που εν πολλοίς ευθύνεται για τη σημερινή μας χρεωκοπία.
Και επειδή όλοι προβάλουν συγκριτικά με την κακογουστιά του Λονδίνου τη δική
μας θαυμάσια τελετή έναρξης, που πραγματικά μας έβγαλε ασπροπρόσωπους, ας
ανακαλέσουμε στη μνήμη μας και κάποια άλλα περιστατικά.
Παραμονές των Ολυμπιακών της Αθήνας. Από
παντού μας βομβάρδιζαν με μηνύματα εθνικής περηφάνιας, ηλεκτρονικά σποτ,
οργασμός ανοικοδόμησης -κυρίως γηπέδων μιας χρήσης όπως αποδείχθηκε- και την
προώθηση βασικά από τον -μελλοντικά πρωθυπουργό του Μνημονίου- ΓΑΠ της ιδέας
της περίφημης εκεχειρίας με την οποία προσπαθούσαμε να επιβάλουμε την παγκόσμια
ειρήνη (μέχρι και ο πολέμαρχος Κλίντον φιλοξενήθηκε σε παραμεθόριο νησί -ΝΑΙ
στο Καστελόριζο!- για να τo διαφημίσει)
τουλάχιστον για όσο διάστημα οι χρυσοπληρωμένοι αθλητές αγωνίζονταν στην Αθήνα,
όχι φυσικά για ένα κλαδί ελιάς, ούτε καν για ένα κιλό λάδι (όπως στα
Παναθήναια), αλλά για τον σπόνσορα, αφού εκτός από το χρόνο και η δόξα ήταν
πάντα και θα είναι και χρήμα.
Ούτε ένα χρόνο πριν από την έναρξη των
δικών μας ΟΑ και ενώ ο παγκόσμιος Τύπος στοιχημάτιζε ότι ΔΕΝ θα προλαβαίναμε να
τελειώσουμε τα περίφημα Ολυμπιακά έργα και βρετανοί παπαράτσι λοιδωρούσαν τα
χρυσοπληρωμένα μέτρα ασφάλειας, ο ηρωικός Μαραθώνας μόνος του εκδικήθηκε τους εισβολείς
κωπηλάτες στο Σχινιά, όχι μόνο με τη συνδρομή του Αιόλου (αναμενόμενο όπως
αποδείχθηκε), αλλά και της τρομοκράτισσας Σαλμονέλας, που ζήλεψε τη δόξα του
αμερικανικού Άνθρακα και βύθισε αύτανδρο όχι μόνο την γερμανική αποστολή, αλλά
κυρίως την ελληνική αξιοπιστία.
Κι επειδή πολύ πικραθήκαμε αργότερα με
την κακόγουστη αποκάλυψη της ντόπας των δικών μας υπερηρώων αθλητών, ας κάνουμε φλας μπακ στα χρόνια της αθωότητας
των δικών μας Ολυμπιακών αγώνων.
Τα Ολύμπια ήταν εξ αρχής μια ματoβαμμένη ιστορία, αφού ο κεντρικός τους μύθος
αναφέρεται στον Πέλοπα, που απέκτησε την Ιπποδάμεια σκοτώνοντας τον πατέρα της
Οινόμαο και δωροδοκώντας τον ηνίοχο Μύρτιλο, που αντικατέστησε τις περόνες του
άρματος του Οινομάου με κέρινες. Το γιατί μια τέτοια νίκη θα έπρεπε να
εμπνεύσει τους πρώτους και καλύτερους πανελλήνιους αγώνες, άπτεται της
ψυχοπαθολογίας της φυλής, που έφτιαξε τα αριστουργήματα της παγκόσμια
δραματουργίας από τις πιο φριχτές οικογενειακές υποθέσεις.
Η Ολυμπία είναι μαγευτική περιοχή. Αυτό το βιώνει και
ο σύγχρονος επισκέπτης. Είναι όμως και εξαιρετικά ζεστή, κάτι που γνωρίζουν
τόσο οι σύγχρονοι Ηλείοι, όσο και οι αρχαίοι που συνήθιζαν ν’ απειλούν τους
απείθαρχους σκλάβους τους μ’ ένα ταξίδι στην Ολυμπία. Ας φανταστούμε λοιπόν την
Ολυμπία σαν μια τεράστια προκάτ πόλη, κυρίως αποτελούμενη από σκηνές γύρω από
την ιερά Άλτι. Βέβαια τότε αντί για εισιτήριο απαραίτητη ήταν η θυσία στο ναό
του Διός και η επίσκεψη στο τεράστιο άγαλμα, που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας.
Τα μόνιμα κτίσματα δεν επαρκούσαν για τον τεράστιο όγκο των αθλητών,
προπονητών, προσκυνητών και θεατών και ούτε ήταν απλό το να εξασφαλισθεί η
ύδρευση, η τροφή και οι συνθήκες υγιεινής τέτοιας λαοπλημμύρας.
Ο Επίκτητος αν και στωικός παραπονείτο για τη ζέστη,
το πλήθος, τον ιδρώτα και τις υπόλοιπες
ταλαιπωρίες που όπως και σήμερα κανείς δε θυμάται στη δίνη των συγκινήσεων του
θεάματος. Οι αγώνες γινόντουσαν πάντα καλοκαίρι κάτω από ένα καυτό ήλιο, οι
εξέδρες του σταδίου ήταν από χώμα και ενώ οι αθλητές αγωνιζόντουσαν γυμνοί, οι
θεατές παρακολουθούσαν ντυμένοι. Ντυμένοι ήταν αρχικά και οι προπονητές μέχρι
που η Καλλιπάτειρα πάνω στη βιάση της ν’ αγκαλιάσει το νικητή γιο της πήδηξε το
διάζωμα και φάνηκε ο μαστός της αναγκάζοντας τους ελλανοδίκες να γυμνώσουν
εφεξής και τους γυμναστές.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι οι γυναίκες παρακολουθούσαν
όλους τους άλλους αγώνες, συμμετείχαν και νικούσαν (Η Ειδύια στο αφιέρωμά της
στον Απόλλωνα πχ αναφέρει ότι νίκησε στο πολεμικό άρμα των Ισθμίων, στο στάδιο
των Νεμέων και των Σικυωνίων καθώς και στην άρπα γυναικών στη Σεβάστεια της
Αθήνας) ενώ στην Ολυμπία επιτρεπόταν η παρουσία των ιερειών της Χαμύνης
Δήμητρας -που μάλιστα καθόντουσαν σε επίσημη θέση απέναντι από τους
ελλανοδίκες- αλλά και των παρθένων!! που επιτρεπόταν να θαυμάζουν τους γυμνούς
άνδρες σε μια ευρύτατη ποικιλία αγωνισμάτων, ενώ υπήρχε και παραολυμπιάδα
κορασίδων αφιερωμένη στην Ήρα. Το πώς ξεχώριζαν οι παρθένες από τις παντρεμένες
(που αν τις έπιαναν θα τις γκρέμιζαν από το Τύπαιον) σε μιαν εποχή που η ηλικία
γάμου ήταν γύρω στα 12, αποτελεί Ολυμπιακό μυστήριο.
Από τα λαοφιλέστερα αγωνίσματα ήταν η πάλη, η πυγμαχία
και το παγκράτιο. Το τελευταίο ήταν πολύ σκληρό (επιτρεπόντουσαν σχεδόν όλα
εκτός από το βγάλσιμο των ματιών με τα δάχτυλα) και οδηγούσε συχνά στο θάνατο
του ενός αθλητή χωρίς αυτό να επιφέρει τιμωρία στο νικητή, που αντίθετα
αποκλειόταν για αντικανονική συμπεριφορά. Έτσι στο χώρο της Ολυμπίας εκτός από
τα γνωστά αγάλματα των νικητών υπήρχαν και εκείνα (Ζάνες) που υποχρεούντο να
κατασκευάζουν προς παραδειγματισμό οι τιμωρημένοι αθλητές. Αυτό που σήμερα μας
φαίνεται περίεργο είναι η πολύ τιμητική για κείνους νίκη άνευ αντιπάλου
«ακονιτί» (=χωρίς να σκονιστούν). Το σύστημα επέτρεπε την αποχώρηση των
ανταγωνιστών μετά την ανακοίνωση των ονομάτων, αν αναγνώριζαν την ανωτερότητα
του συναγωνιστού τους. Αντίθετα η αναιτιολόγητη αποχή από τους αγώνες
ετιμωρείτο με πρόστιμο. Βαρύτατα ετιμωρείτο και η από τότε πανταχού παρούσα
δωροδοκία. Οι σπαρτιάτες έπαιρναν μέρος μόνο στην πάλη (από τα 3 αγωνίσματα της
παλαίστρας) επειδή ήταν η μόνη στην οποία αναδεικνυόταν ο νικητής και όχι ο
ηττημένος και ήθελαν να είναι πάντα και παντού αήττητοι.
Πράγματι οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν «στεφανηφόροι»
δηλαδή δεν απέφεραν υλικά οφέλη στους Ολυμπιονίκες. Στην πραγματικότητα όμως η
κάθε πόλη εκτός από το συμβολικό γκρέμισμα των τειχών και την δια βίου σίτηση
στο Πρυτανείο προσέφερε και άλλες υλικές ανταμοιβές καθώς και πολιτικά οφέλη.
Άλλωστε οι αθλητές δεν ήταν ερασιτέχνες και η προετοιμασία τους ήταν ακριβή
υπόθεση που απαιτούσε την ύπαρξη κάποιου χορηγού για τους μη ευκατάστατους
αθλητές. Η άσκηση ήταν διαρκής, όπως και σήμερα με τις διάφορες διοργανώσεις
και ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής ήταν το να αναδειχθεί κάποιος όχι μόνον
ολυμπιονίκης, αλλά «περιοδονίκης» δηλαδή
νικητής και στους 4 πανελλήνιους αγώνες σε διάστημα 25 μηνών.
Οι περίφημες εκεχειρίες ήταν περίπλοκη υπόθεση και
ίσχυαν όχι μόνο για τα Ολύμπια, αλλά για κάθε θρησκευτικό πανηγύρι. Για κάθε
γιορτή υπήρχε κράτος χορηγός, όπως και σήμερα. Κι επειδή η θρησκεία πάντα ήταν
προσοδοφόρος ενασχόληση, πολλές πόλεις έριζαν για τη διοργάνωση τουλάχιστον των
μεγάλων θρησκευτικών συνάξεων.
Ειδικά για τα Ολύμπια μόνιμος ήταν ο καυγάς Ηλείων
(Ήλιδα) - Αρκάδων (Πίσα) που το 365 πΧ έφθασε στο σημείο να προκαλέσει μάχη
μέσα στην Ολυμπία κατά τη διάρκεια των αγώνων από την εισβολή των Ηλείων και
των συμμάχων τους Αχαιών, που προσπάθησαν να διώξουν τους Αρκάδες, που είχαν
όχι μόνο καταλάβει το ιερό, αλλά και διοργανώσει τους αγώνες. Εισέβαλαν στον
ιερό περίβολο την ώρα που διεξαγόταν η πάλη. Ο Ξενοφών που περιγράφει το
γεγονός θέλει να πιστέψουμε ότι οι θεατές έμειναν απαθείς και ο Διόδωρος
επιμένει ότι χειροκροτούσαν τις ανδραγαθίες των στρατιωτών, όπως θα έκαναν και
με τους αθλητές. Οι Ηλείοι παρά την ιεροσυλία -και όχι λόγω αυτής- αποχώρησαν
άπραγοι και μόνο μετά τη μάχη της Μαντινείας το 362 πΧ ανέκτησαν τον έλεγχο του
ιερού.
Ανάλογο
περιστατικό είχε συμβεί και στα Ίσθμια το 390 πΧ όταν την ώρα που οι Αργείοι
θυσίαζαν στον Ποσειδώνα άκουσαν ότι ο Αγησίλαος με τους Σπαρτιάτες του πλησιάζει και ετράπησαν σε άτακτο φυγή. Ο
Αγησίλαος αντί να τους καταδιώξει θυσιάζει και αυτός υπό το απαθές βλέμμα του
Ποσειδώνα και το αδιάφορο των πανελλήνων θεατών.
Όλες αυτές οι πισώπλατες μαχαιριές γύρω από έναν ιερό
χώρο και τα πλούτη που η λατρεία των θεών εξασφαλίζουν μοιάζουν με τους
συγκαιρινούς μας καυγάδες και ίντριγκες της Ολυμπιακής Ακαδημίας για το
μαγείρεμα της επόμενης πόλης που θα φιλοξενήσει αυτό το χαμαιλέοντα θεσμό.
Οι ιερές ανακωχές κάλυπταν μόνο την
ασφάλεια των προσκυνητών κάτι που γινόταν σεβαστό από όλους, αλλά δεν επηρέαζαν
τις υφιστάμενες εχθροπραξίες, απλώς οι εμπόλεμοι σεβόντουσαν την ιδιότητα του
προσκυνητή. Οι αθηναίοι πήγαιναν στα Πύθια και τα Ελευσίνια δια θαλάσσης για
όσο διάστημα η Σπάρτη κρατούσε το φρούριο της Δεκελείας.
Κάθε πόλη που διοργάνωνε αγώνες έστελνε πολλούς μήνες
πριν θεωρούς ή σπονδοφόρους σε κάθε περιοχή, από τη Μ. Ασία, την Κυρηναϊκή, τη Σικελία
και τους Υπερβορείους, με σκοπό την
αποδοχή της ιερής ανακωχής (εκεχειρία» ή «σπονδαί»).
Ειδικά για την Ολυμπία στο Μουσείο σώζεται ο δίσκος
του Πισαίου Ίφιτου στον οποίο αναγράφονται οι όροι της Ολυμπιακής εκεχειρίας.
Επειδή θα ήταν ιεροσυλία η μη συμμετοχή σε οιαδήποτε θρησκευτική σύναξη, κάθε
πόλη έστελνε επίσημη αντιπροσωπεία και αποδεχόταν τους όρους της εκεχειρίας,
Ταυτόχρονα η πόλη που διοργάνωνε τους αγώνες διόριζε προξένους, που
φιλοξενούσαν τους εκπροσώπους των πόλεων που έφθαναν στην περιοχή. Μια δεύτερη αποστολή σπονδοφόρων
υπενθύμιζε την έναρξη της εκεχειρίας, η οποία δεν κρατούσε μόνο κατά τη
διάρκεια των αγώνων, αλλά για όσο ήταν αναγκαίο για τη μετάβαση και επιστροφή
των προσκυνητών. Η πόλη που διοργάνωνε τους αγώνες είχε ασυλία, αλλά ταυτόχρονα
δε μπορούσε και η ίδια να συμμετέχει σε πόλεμο. Παράδειγμα η Κόρινθος που αν
και σύμμαχος των σπαρτιατών το 411π Χ δεν πολέμησε κατά τον Πελοποννησιακό
πόλεμο, επειδή διοργάνωνε τα Ίσθμια.
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι αυτές οι
θρησκευτικές συνάξεις ήταν ουσιαστικά μια ευκαιρία για συνευρέσεις ελλήνων από
κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου, για διπλωματικές πρωτοβουλίες, αφορμή
διαλόγου και αναζήτησης κοινών σημείων. Αν σκεφθούμε ότι εκτός από τους
Ολυμπιακούς και τους άλλους 3 βασικούς πανελλήνιους αγώνες (Πύθια, Ίσθμια,
Νέμεα) πολλές άλλες πόλεις διοργάνωναν ανάλογες φιέστες σε μιαν εποχή που τα
ταξίδια ήταν επίπονα και επικίνδυνα, (η πλειοψηφία των θεατών μετακινείτο πεζή)
πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε την ανεκτίμητη συμβολή αυτών των τελετών στην ομογενοποίηση
της ελληνικής φυλής.
Το ότι τα ιερά έχαιραν ασυλίας είχε αξία μόνο την
εποχή των πόλεων κρατών, αφού όλα τα ιερά είχαν υποστεί κατά καιρούς
βανδαλισμούς. Όταν η Ρώμη επέβαλε την pax romana τα ιερά θύμιζαν το σημερινό
Πολυτεχνείο, όπου κάθε λογής φυγόδικοι και καταχραστές έβρισκαν καταφύγιο. Ο
Τιβέριος προσπάθησε να καταργήσει την ασυλία αυτών των περιοχών και άλλα ιερά
αυτόβουλα εγκατέλειψαν το προνόμιο για να γλιτώσουν από τη μάστιγα των
παρείσακτων, ενώ άλλα αντιτάχθηκαν και το διατήρησαν. Χρειάστηκε η έλευση του
Χριστιανισμού για να διαλύσει κάθε κεκτημένο, ενώ απαιτήθηκαν οι συνδυασμένες
προσπάθειες ελλήνων, όπως ο Βικέλας και φιλελλήνων όπως ο Κουμπερντέν για την
αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων.
Αν κάτι πετυχαίνουν αυτοί οι αγώνες
σήμερα είναι το να εμφανίσουν το θηριώδη εμπορικό ανταγωνισμό και την
αδιατάραχτη φρίκη των πολέμων κάτω από τον ιδεαλιστικό μανδύα της ευγενούς
άμιλλας. Σε μιαν εποχή που το θείον χρησιμοποιείται σαν αφορμή πολέμου
(Τζιχάντ) ή περιφρονούνται κατάφορα οι ιερές παραδόσεις (βομβαρδισμοί Γιουγκοσλαβίας
το Πάσχα και του Αφγανιστάν κατά το Ραμαζάνι) είναι ουτοπικό το να συζητάμε το
σεβασμό των Ολυμπιακών αγώνων, που δεν έχουν πια κανένα Δία να τους προσδίδει
ιερότητα.
Ας μη γελιόμαστε. Οι Ολυμπιακοί σήμερα δε διαφέρουν σε
τίποτε από το Μουντιάλ. Προσφέρουν θέαμα στα πλήθη και κινητοποιούν τα
εθνικιστικά τους αντανακλαστικά, ενώ αποφέρουν τεράστια κέρδη σε όσους
αξιοποιούν την αστείρευτη δίψα του κοινού να ξεφύγει από τη μιζέρια και να
διακριθεί δι αντιπροσώπου, σε όσους κερδοσκοπούν εμπορευόμενοι την ψευδαίσθηση
της αθανασίας, που χαρίζει η δόξα, που δεν κρατεί πιότερο απ’ τη στιγμή στο
βάθρο, το δάκρυ του πρωταθλητή τη στιγμή που ατενίζει τη σημαία της χώρας του
ν’ ανεβαίνει κι ακούει (ηχογραφημένο κονσέρβα) τον εθνικό ύμνο της πατρίδας του
με όλα τα μάτια να τον στοχεύουν, όλα τα φλας να τον ασπάζονται και όλες τις
κάμερες να τον καταβροχθίζουν.
Αυτό ίσως είναι το ισχυρότερο μήνυμα
των Ολυμπιακών αγώνων. Η ταύτιση με τη ζωή. Οι ατέλειωτες προσπάθειες του 99% που
καταλήγουν σε αποτυχία και μόλις ανεβούμε στο βάθρο του νικητή όλα γίνονται
στάχτη κάτω από τα χειροκροτήματα του πλήθους. Αμέσως μετά κάποιος άλλος θα
σπάσει το ρεκόρ και θ’ ανεβεί στο ίδιο
βάθρο. Αμέσως μετά η λήθη θα μας καλύψει ανεξίτηλα.
Ακόμη κι εκείνους τους ελάχιστους, που θυμόμαστε «για
πάντα» γιατί χάραξαν αιώνια το θεσμό με τις αξεπέραστες επιδόσεις τους, (φέτος
Μάικλ Φελπς) δεν μένουν παρά ονόματα κενά, όπως οι αρχαίοι, Διαγόρας, ο Μίλων ο
Κροτωνιάτης,και τόσοι άλλοι, που αν και ξέρουμε ότι ήταν πολυολυμπιονίκες και
περιοδονίκες, δε θα μάθουμε ποτέ ποιοι ήταν σαν άνθρωποι. Ο αθλητής συχνότερα
ξεχνιέται και σπανιότερα γίνεται μύθος, δηλαδή παραμορφώνεται.
Αυτή όμως είναι η μοίρα κάθε ανθρώπου και η αληθινή
του νίκη είναι το ότι αν και γνωρίζει την αυταπάτη του μεγαλείου, δεν παύει να
προσπαθεί για το καλύτερο, δεν παύει να πειραματίζεται για το ανώτερο, δεν
παύει να αντικαθιστά με κέρινες τις περόνες του άρματος κάθε βασιλιά, κάθε
θεού, από έρωτα, για να κερδίσει το τρόπαιο της εφήμερης δόξας του.
Μαρία
Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου