ΠΑΡΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ξημερώσει ἀκόμη
γιὰ τὰ καλὰ (μόλις ποὺ ἄρχιζε νὰ διακρίνεται πρὸς ἀνατολὰς τὸ γαλακτῶδες
φῶς τῆς αὐγῆς) τὸ εἶδα σχετικὰ ἔγκαιρα ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ καθρέφτη.
Ἡ μεγάλη εὐθεία ἐξασφάλιζε
στὰ ἔμπειρα μάτια μου (δεκαετίες τώρα στὸ τιμόνι) τὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο
τῆς κίνησης. Τῆς «ἔλλειψης κίνησης» στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ἀφοῦ
δὲν διακρινόταν κανένα ὄχημα σὲ καμία ἀπὸ τὶς δύο κατευθύνσεις.
Παρ’ ὅλα αὐτά, βρισκόμουν σὲ
συνεχῆ ἐγρήγορση κι ἔτσι τὸ εἶδα (σὲ οὐδέτερο, ἀφοῦ δὲν ἤξερα τί
ἦταν) ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση. Ἕνας περίεργος σκοτεινὸς ὄγκος ποὺ
κινοῦνταν μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα κάπου στὸ ἕνα χιλιόμετρο πίσω
μου.
«Ὁ μαλάκας πάει χωρὶς φῶτα»,
πρόλαβα νὰ μονολογήσω δευτερόλεπτα πρὶν τὸ ἀπόκοσμο ὃν μὲ προσπεράσει
ἀπὸ ἀριστερὰ μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. «Ἕνας τυραννόσαυρος στὴν Ἀθηνῶν
– Λαμίας!!!», μονολόγησα ξανά. Τὸ ὀγκῶδες κεφάλι, ὁ κοντὸς μυώδης
λαιμός, τὰ μεγάλα ὀπίσθια ἄκρα, ἡ μακριὰ καὶ βαριὰ οὐρὰ χάθηκαν στὸ
βάθος τοῦ ὁρίζοντα στὸ ἄψε σβῆσε.
Ὅταν συνῆλθα (λέμε τώρα) ἀπὸ
τὴν ἔκπληξη, ἡ κορυφογραμμὴ τοῦ Παρνασσοῦ διαγραφόταν πλέον πεντακάθαρα
στὰ δεξιά μου καὶ μιὰ κατάφωτη νταλίκα, μ’ ἕνα εὐτυχισμένο ἀνθρωπάκι
Michelin στὴν ὀροφὴ τῆς καμπίνας, κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἀντίθετο ρεῦμα.
«Ἥμαρτον, Θεέ μου», διπλοσταυροκοπήθηκα,
παίρνοντας γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου καὶ τὰ δυό μου χέρια ἀπὸ τὸ τιμόνι,
«Τζουράσικ Πὰρκ γίναμε!»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Κωνσταντῖνος
Παλαιολόγος (Ἀθήνα 1963). Καθηγητὴς
Μεταφρασεολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Διδάσκει, ἐπίσης, Ἰσπανικὴ Λογοτεχνία στὸ Ἑλληνικὸ Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο.
Ἔχει μεταφράσει ἀπὸ τὰ ἰσπανικὰ στὰ ἑλληνικὰ ἔργα τῶν Ἐ. Σάμπατο,
Μ. Ἀλτολαγκίρε, Ἰ. Ἀλδεκόα, Μ. Βάθκεθ Μονταλμπάν, Χ. Γιαμαθάρες,
Ρ. Τσίρμπες, Χ. Ἀγέστα, Λ.Μ. Πανέρο, Σ. δὲ Τόρο, Ἀ. Μπράις Ἐτσενίκε,
Ἀ. Τραπιέγιο, Ἀ. Γκαμονέδα, Σ. Πάμιες καὶ Ἀ. Κουέτο μεταξὺ ἄλλων.
Κατηγορίες: Παλαιολόγος
Κωνσταντῖνος, Ελληνικά, Πόλη-Χώροι, Κωμικό, Περιγραφή, Μονόλογος,
Φανταστικό, Παράλογο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου