H ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κάθε γωνιὰ
τοῦ τρένου. Οἱ ἀνάσες μου ξεπηδᾶνε καὶ ὑλοποιοῦνται σὰν πράμα
ζωντανὸ καὶ μ’ ἀκολουθοῦνε καθὼς προχωρῶ στὸ διάδρομο. Βρῶμα
καὶ μιζέρια παντοῦ. Στρατιῶτες χακί, κουρεμένοι πολίτες, φοιτητές,
Πομάκοι, Τοῦρκοι τῆς Θράκης, Ἕλληνες. Ἐκεῖ ἔξω, τὰ μελανιὰ νερὰ
τοῦ Νέστου ποὺ κυλᾶνε δίπλα μας, ξεμαλλιασμένα δάση σὲ τουρλωτὰ
βουνὰ καὶ μοναξιάρηδες ἀργυροπελεκάνοι ποὺ φτερουγίζουνε μαζί
μας. Παρανέστιον, Σταυρούπολις, Κυψέλη, Ἴασμος, Σώστης. Φωνὲς
καὶ βλαστήμιες. Νυχτώνει σ’ ἕναν ἐπίπεδο τόπο. Μουντὰ χρώματα,
σπάρτα καὶ λάσπη. Ὁ πομάκος δίπλα μου ξαπλωμένος μ’ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια
σφίγγει καὶ τρίβει ἡδονικὰ τ’ ἀρχίδια του ἐνῶ μουρμουράει λαγγεμένα
καὶ λιγωμένα λόγια. Τὰ φῶτα τῆς Κομοτηνῆς λαμπαδιάζουνε στὸ
βρωμισμένο τζάμι τῆς δεύτερης θέσης. Ἐλπίζω νὰ μὲ περιμένει στὸ
σταθμό...
*********
Μὲ περίμενε σκοτεινὴ καὶ ξεπαγιασμένη. Ἀγκαλιαστήκαμε
καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ αἰωνιότητα χωρίσαμε καὶ κοιταχτήκαμε στὰ μάτια.
Δεκατρεῖς ὧρες ταξίδι. Τὴ βρῆκα λίγο ὠχρὴ καὶ ἀδυνατισμένη.
Περπατήσαμε στὴν παγωνιά, στὸ θαμπὸ φῶς τοῦ δρόμου, ἐνῶ πέρα ἀκουγότανε
τὸ σφύριγμα τοῦ τρένου ποὺ ξεμάκραινε. Περιπλανηθήκαμε γιὰ λίγο
στοὺς λιθόστρωτους δρόμους τῆς παλιᾶς τούρκικης συνοικίας. Τζαμιά,
μιναρέδες, μικρομάγαζα. Κι ἔνιωσα ἐπιτέλους καλά...
*********
Κάτσαμε σ’ ἕνα καφενὲ μ’ ὅλες τὶς φάτσες τῶν ἀρσενικῶν
γυρισμένες πάνω μας καὶ παραγγείλαμε κάτι ζεστό. Εἶχα παρατηρήσει
κάτι περίεργο στὸ βάδισμά της καθὼς καὶ κάποιες μικρὲς συσπάσεις
στὸ πρόσωπό της ποὺ μὲ βάλανε σὲ σκέψεις, γι’ αὐτὸ καὶ τὴ ρώτησα. Ἐκείνη
κοκκίνισε καὶ θέλησε ν’ ἀλλάξει κουβέντα. Ἐπέμενα καὶ τὴν πίεσα
νὰ μοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ μιλούσαμε ἀργότερα. Γελάσαμε μὲ τὸ
γκαρσόνι ποὺ μπερδεύτηκε κι ἔχυσε τὸ κρασὶ τοῦ Ἰσλὰμ ποὺ μᾶς ἔφερνε
καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ζεσταμένος κι ἐρεθισμένος θέλησα νὰ πᾶμε στὸ
δωμάτιό της. Ξαφνικὰ ἔγινε πολὺ ἀμήχανη, σὰν νὰ μὴν ἤξερε πιὰ νὰ
μιλάει καὶ στριφογύριζε τὰ δάχτυλά της, ἐνῶ στεκόταν ὄρθια καὶ
μὲ κοιτοῦσε, κάποια στιγμή, ἐπιτέλους, τὸ ἀποφάσισε, μοῦ εἶπε ὅμως
ὅτι θὰ κοιμόμασταν σὲ χωριστὰ κρεβάτια.
Ἡ νύχτα ἦταν μιὰ μεγάλη σκοτεινὴ
τρύπα ποὺ μᾶς ρούφηξε καὶ μᾶς στριφογύρισε σὲ τοῦνελ ἐρωτικῆς ἔξαψης
καὶ παράκρουσης. Μακριὰ ἀκουγότανε τὸ σφύριγμα τοῦ τρένου.
Κατὰ τὸ πρωΐ, γυρισμένη
μπρούμυτα στὸ κρεβάτι, μοῦ πρόσφερε τὰ ὀπίσθιά της. Ἦταν ἀνένδοτη
σὲ κάθε κουβέντα μου γιὰ μετωπικὴ διείσδυση, ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ τῆς
χαρίσω τὸ ἀγαπημένο της, παλιά, κουδούνισμα τῆς γλώσσας μου πάνω
στὸ σήμαντρο τῆς ἡδονῆς της. Μὲ κανένα τρόπο δὲ μ’ ἄφηνε νὰ τὴ δῶ
καὶ νὰ τὴν ἀγγίξω στὸ μουνάκι της. Αἰσθάνθηκα ἀπογοητευμένος, ἀλλὰ
ὁδηγημένος καὶ ἀπὸ τὸ ἔνστικτο τὸ γενεσιουργὸ πασάλειψα τὴν
ψωλή μου μὲ βαζελίνη ποὺ μοῦ ἔδωσε ἐκείνη ἀπὸ τὸ κομοδίνο —κάτι
μικρὸ ποὺ μ’ ἔκανε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ τὰ χάσω— καὶ γλίστρησα μέσα
της, ἐνῶ ἐκείνη εἶχε τεντωθεῖ στὰ γόνατα καὶ ἔσκουζε, βέλαζε,
γαύγιζε, ἔκρωζε, νιαούριζε, μουγκάνιζε, μέχρι ποὺ τῆς χάρισα
τὸν ὕστατο ρόγχο θανάτου.
Μετά, μαραμένοι κι οἱ δυό
μας, ἀποκοιμηθήκαμε. Τὸ πρωϊνό, ὁ ἥλιος ἐπιτέθηκε πρῶτα σ’ ἐμένα.
Κοίταξα ἔξω ἀπὸ τὸ μισοκατεβασμένο στόρι καὶ εἶδα μιὰ ἡλιόλουστη
χειμωνιάτικη μέρα νὰ μὲ χαιρετάει. Γύρισα δίπλα στὴν κοπέλα
καὶ χάζεψα τὸ τρυφερὸ κοιμισμένο πρόσωπό της. Τράβηξα λίγο τὴν
κουβέρτα καὶ κοίταξα τὰ βαριά της στήθια, τὸ ροδαλὸ δέρμα καὶ τὶς ἀκανόνιστες
κοκκινίλες ποὺ τῆς εἶχε ἀποτυπώσει ἡ σκληρὴ κουβέρτα στὰ πλευρὰ
καὶ στὴν κοιλιά της. Τράβηξα λίγο ἀκόμα τὴν κουβέρτα, ἐνῶ ἀνασηκώθηκα
καὶ θαύμασα τὰ δυνατὰ πόδια της καὶ τὴν τούφα τὶς τρίχες ποὺ ξεπετάγονταν
ἀγριεμένες καὶ κεῖ πάγωσα...
Τὰ χείλη τοῦ κόλπου της ἦταν
κοκκινισμένα, φουσκωμένα καὶ ραμμένα, ναί, ραμμένα. Ἔσκυψα πιὸ
κοντά, μέχρι ποὺ μύρισα τὴν ἰδιαίτερη μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ κολπικὰ ὑγρά,
ζευγαρωμένα μὲ τὴν ἀμμωνία τοῦ κάτουρου καὶ κοίταξα ξανά, πιὸ
προσεκτικά. Μιὰ λεπτὴ πετονιὰ ἔπιανε καὶ τὶς δυὸ πλευρὲς στὰ χείλη
τοῦ κόλπου, σφιχτὰ ραμμένη ἀπὸ κάποιον ποὺ ἤξερε τί ἔκανε, χωρὶς
ν’ ἀφήνει καμιὰ σχισμὴ ἐλεύθερη. Μοῦ ἦρθε ἐμετός. Ἡ τάση γιὰ ἐμετό
μοῦ προκάλεσε ἀκατάσχετο βήχα κι ὁ θόρυβος ποὺ ἔκανα ξύπνησε
τὴν κοπέλα ποὺ μὲ κοίταξε, μόνο γιὰ μιὰ στιγμή, κι ἀμέσως πετάχτηκε
πάνω κι ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει πρὶν σωριαστεῖ στὸ πάτωμα. Ἔπεσα πάνω
της καὶ τὴν κράτησα σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά μου γιὰ ὥρα.
Μακριὰ ἀκούστηκε τὸ σφύριγμα
τοῦ τρένου ποὺ ἔμπαινε στὸ σταθμό.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀσσασίνοι τοῦ Βορρᾶ
Δροσουλίτες τοῦ Νότου (ἐκδ. Γόρδιος, Ἀθήνα, 1993· Α’ἔκδοση: Στὸ Βορρᾶ καὶ στὸ Νότο,
ἐκδ. Στύγα, 1991).
Τεὸ Ρόμβος (Ἀθήνα,
Κουκάκι, 1945). Ἔζησε κατὰ διαστήματα στὴν Λατινικὴ Ἀμερική,
στὴν Ἰαπωνία, τὶς Ἠνωμένες Πολιτεῖες καὶ στὸ Κογκὸ καὶ μόνιμα
στὴ Γαλλία καὶ τὴ Γερμανία. Σπούδασε κινηματογράφο. Ἐπίσης σύστησε
τὸ ἀναρχικὸ βιβλιοπωλεῖο Octopus Press, ποὺ ἦταν σημεῖο συνάντησης
γιὰ περιθωριακούς, καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφεῖς ποὺ συμμετεῖχαν
σὲ πλῆθος πολιτικῶν συζητήσεων. Βιβλία του: Τρία φεγγάρια στὴν πλατεία, Κείμενο Πάθος, Γεώργιος Νέγρος: Ὁ Τίγρης τοῦ Αἰγαίου κ.ἄ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου