ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΚΥΛΙ ποὺ μ’ ἀκολουθοῦσε
πάντα σὰν τυφλὸ καὶ μοῦ ‘δειχνε τὰ δόντια του ὅταν κοντοστεκόμουν
νὰ τοῦ ρίξω μιὰ κλωτσιά, τὸ ἡμέρεψα, τοῦ πέρασα λουρὶ καὶ τώρα τὸ ἀκολουθῶ
ἐγὼ σὰν τυφλός, καθὼς ὀσμίζεται τὶς καταιγίδες καὶ μοῦ ἀνοίγει τὸν
δρόμο. Στὸν περίπατο, τρίβεται πάνω στὶς γάμπες τῶν γυναικὼν ἢ τοὺς
γλύφει τὸ πρόσωπο καὶ κεῖνες μὲ κοιτάζουν βαθιὰ μέσα στὰ μάτια καὶ
μὲ ρωτᾶνε πὼς τὸ λένε, μὰ τὸ βάζουν στὰ πόδια ὅταν τοὺς λέω: «Πλούτωνα».
Τὰ παιδάκια συχνά τοῦ χαϊδεύουν τὴ μουσούδα μὰ κεῖνο τὰ κοιτάζει
περίλυπο. Ἀλυκτᾶ κάθε ποὺ δὲν ἔχει φεγγάρι καὶ τὸ κλάμα του μοιάζει
μὲ νύκτα ποὺ ἔχασε τὰ ἀστέρια της. Ξέρει πὼς σύντομα θὰ πεθάνω καὶ
μὲ παρηγορεῖ κουνώντας τὴν οὐρά του. «Δὲν βαριέσαι», μοῦ κάνει, «ἕνα
ψέμα εἶναι ἡ ζωή, αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια». Κι ἐγὼ ποὺ βαριέμαι
τὶς ἀμπελοφιλοσοφίες του τὸ δαγκώνω βαθιά, κι αὐτό, νιώθοντας
τὴ θλίψη μου, κάνει πήδους ὡς τὸ ταβάνι καὶ μοῦ χαμογελᾶ. Σὰν εἴμαστε
κι οἱ δυὸ στὰ κέφια, τοῦ ρίχνω τὴ σελήνη δεμένη μὲ κορδέλα
κι αὐτὸ τὴ φέρνει καὶ τὴν ἀποθέτει στὰ πόδια μου μπροστά. Ὅταν κουραστοῦμε
ἀπ’ τὸ παιγνίδι ἔρχεται καὶ ξαπλώνει στὸ στέρνο μου γιὰ νὰ μὲ προφυλάξει
ἀπὸ τὰ ὄνειρα. Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δυό μας κρυφὰ παρακαλεῖ νὰ πεθάνουμε
μαζὶ γιατὶ κανένας ἂπ΄τοὺς δυό μας δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀντέξει τὸν
χαμὸ τοῦ ἄλλου. Μὰ κατὰ βάθος γνωρίζουμε πὼς θὰ πεθάνουμε τὴν ἴδια
στιγμή, ἐγὼ μὲ ἕνα γρύλλισμα ἀπὸ βελοῦδο στὰ χείλη κι ἐκεῖνο μὲ ἕνα
τραγούδι ποὺ θὰ μιλᾶ γιὰ παραδείσια πουλιὰ ποὺ τό 'σκασαν γιὰ
τὴν κόλαση...
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀντρος Λυρίτσας (Κύπρος,
Τεμβριά, 1955), Σπούδασε νομικὰ στὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἐργάστηκε
σὰν δημοσιογράφος στὴν ἐφημερίδα τὰ ΝΕΑ καὶ στὸ Γραφεῖο Τύπου
καὶ Πληροφοριῶν τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Διετέλεσε
γιὰ μία πενταετία Σύμβουλος Τύπου στὴν Κυπριακὴ Πρεσβεία στὴν Ἀθήνα.
Ἔχει ἐκδόσει δύο ποιητικὲς συλλογὲς καὶ τὴν συλλογὴ μὲ δοκίμια
Δοκίμια καὶ ἀδόκητα.
Δημοσιεύει κατὰ καιροὺς ἄρθρα στὸν κυπριακὸ τύπο καὶ σὲ πολιτιστικὰ
περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου